Για τη νουβέλα του Χρήστου Οικονόμου «Πες της» (εκδ. Πόλις).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Τι μπορεί να σημαίνουν για τον αναγνώστη οι άπειρες ιστορίες που ακούει ή ζει μία κούριερ κατά τη συνάντησή της με παραλήπτες και αποστολείς δεμάτων; Και πώς μια γυναίκα σε ένα ανδροκρατικό επάγγελμα αλλάζει το status quo του; Τι δηλώνει η τεφροδόχος με τη στάχτη μιας 27άχρονης που αυτή κουβαλά μαζί με τη φίλη της τη Λένα; Και πώς οι πολυάριθμες ψηφίδες σ’ αυτό το μοντάζ αποσπασμάτων μπορεί να αποτελέσει γόνιμο ανάγνωσμα;
Αυτά και άλλα συναφή ερωτήματα θέτει η νουβέλα του Χρήστου Οικονόμου, πρώτο «μεγάλο» έργο του στο κεφαλόσκαλο μιας σειράς από συλλογές διηγημάτων. Πρωταγωνίστρια είναι μία ταχυμεταφορέας, που αθροίζει ιστορίες σαν συγγραφέας σε μια χαοτική κοινωνία η οποία βουλιάζει από την πανσπερμία των πληροφοριών. Τμήματα ζωών, ξεφτίδια αντιλήψεων, μικροί διάλογοι, αποκόμματα νοοτροπιών είναι τα κομμάτια σε ένα αέναα επεκτεινόμενο παζλ, το οποίο εντέλει καταλήγει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε η αφήγηση, στον θάνατο.
Το πρώτο, λοιπόν, υποσυνείδητο συμπέρασμα, που δεν μοιάζει καθόλου αισιόδοξο καίτοι ρεαλιστικό, είναι ότι όλα, τα καλά και τα κακά, τα μεγάλα και τα μικρά, οι λόξες και οι φιλοδοξίες, οι καλοσύνες και οι αυταπάτες θα καταλήξουν στη γη ή στον αέρα, ανάλογα με τον τρόπο εξόδου, την ταφή ή την καύση. Το μικρό μας σαρκίο, με τις λύπες και τις χαρές του, με τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, με τις τρέλες και τις ορθοπραξίες, θα καταλήξει χώμα ή στάχτη, κλεισμένο σε έναν τάφο ή σε ένα «βάζο από πλεξιγκλάς». Είναι μια ματαιότητα που σκεπάζει τα πάντα; Είναι η ζωή που δεν χαρίζει κάστανα; Είναι ο Χρήστος Οικονόμου πεισιθάνατος ή πεσιμιστής;
Η μορφή της αφηγήτριας, με όλα όσα συναντά και στα οποία συναινετικά καταφάσκει (όχι συμφωνεί), όσο κι αν παραξενεύεται σε κάθε αλλόκοτη συνάντηση, οδηγεί στο δεύτερο συμπέρασμα που απορρέει από τη σύγκλιση του θανάτου με τη ζωή. Κι αυτό είναι η ανεκτικότητα...
Μάλλον όχι. Η μορφή της αφηγήτριας, με όλα όσα συναντά και στα οποία συναινετικά καταφάσκει (όχι συμφωνεί), όσο κι αν παραξενεύεται σε κάθε αλλόκοτη συνάντηση, οδηγεί στο δεύτερο συμπέρασμα που απορρέει από τη σύγκλιση του θανάτου με τη ζωή. Κι αυτό είναι η ανεκτικότητα, όχι μόνο επειδή οι πολυάριθμοι, φευγαλέοι και περιστασιακοί χαρακτήρες είναι ένα ετερόκλιτο σύνολο με φυγόκεντρες τάσεις και πορείες, αλλά κι επειδή όλα τα συμβάντα της ζωής είναι μικρά, είναι ανούσια, είναι παραξενιές που δεν μπορούν και δεν πρέπει να ανατινάζουν το μεγάλο, την ίδια τη μαγεία και τη χαρά να συναντάει κανείς ανθρώπους, με τη δική τους οπτική, τη δική τους τρέλα, τη δική τους ιδιοσυγκρασία.
Η ανεκτικότητα, ωστόσο, δεν σημαίνει ούτε συμφωνία ούτε παραίτηση μπροστά στη σχετικότητα και τη ματαιότητα των πάντων. Η κούριερ ακούει, συχνά δεν μιλά, επεξεργάζεται όσα μαθαίνει, ενίοτε σχολιάζει και πολλές φορές ενεργεί με ανθρωπιά κι ελπίδα. Βοηθά απλά όσους έχουν ανάγκη, όταν τυχαίνει να βρεθεί δίπλα τους, επιστρέφει στο σπίτι του άλλου από έγνοια για τυχόν δυσάρεστες εξελίξεις, στοχάζεται αν πρέπει να παρέμβει κι ελπίζει ότι η αλλαγή είναι μια δύναμη που ανεπαίσθητα κρατά τον άνθρωπο όρθιο και ζωντανό, αλλά και εμποδίζει την εντροπία του κόσμου.
Η ανεκτικότητα, όμως, μπορεί να λογιστεί ως παθητική στάση, αν δεν συνοδεύεται από την αγάπη. Και το μότο που υπονοείται στον τίτλο και εμφανίζεται συχνά σε όλη τη νουβέλα, το «Πες της σ’ αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω», έρχεται αρμονικό ρεφραίν και άνετο συμπέρασμα να οδηγήσει τη σκέψη σ’ αυτή τη βασική συνιστώσα της ζωής, πριν οδηγηθεί στον θάνατο, ή μάλλον επειδή θα οδηγηθεί στον θάνατο. Η ίδια η φράση, η οποία κάποια στιγμή εντάσσεται στα δραματικά συμφραζόμενα, συνδέει στο ίδιο κομπολόι την αγάπη, τη συγχώρεση και την αλλαγή. Αγαπώ σημαίνει αναγνωρίζω τα λάθη μου, ζητώ συγχώρεση και αντίστοιχα συγχωρώ σε ανάλογες περιπτώσεις. Ζητώ συγνώμη σημαίνει αντίστοιχα ότι υπόσχομαι να μην «το ξανακάνω», να αλλάξω συμπεριφορά και να σεβαστώ τον άλλο που πλήγωσα. Η απάντηση, λοιπόν, στον αναπόδραστο θάνατο, στις μικρότητες και στις τρέλες της ζωής, στα ψυχολογικά προβλήματα που ταλανίζουν το άτομο είναι η αγάπη.
Αγαπώ σημαίνει αναγνωρίζω τα λάθη μου, ζητώ συγχώρεση και αντίστοιχα συγχωρώ σε ανάλογες περιπτώσεις. Ζητώ συγνώμη σημαίνει αντίστοιχα ότι υπόσχομαι να μην «το ξανακάνω», να αλλάξω συμπεριφορά και να σεβαστώ τον άλλο που πλήγωσα. Η απάντηση, λοιπόν, στον αναπόδραστο θάνατο, στις μικρότητες και στις τρέλες της ζωής, στα ψυχολογικά προβλήματα που ταλανίζουν το άτομο είναι η αγάπη.
Ο Χρήστος Οικονόμου δεν κάνει κήρυγμα, όπως δεν έκανε και στα προηγούμενα έργα του. Αφήνει το ποτάμι με τα δεκάδες κυματάκια να βρέχει τον αναγνώστη, του δείχνει στο τέλος τον καταρράκτη και του υποβάλλει την ιδέα ότι ο ένας για τον άλλο, μέσα στον στροβιλισμό της καθημερινότητας, μπορεί να είναι η διαρκής απάντηση σε ό,τι μας περιβάλλει και συχνά μας υπερβαίνει.
Το κείμενο είναι γραμμένο με την τεχνική του μοντάζ, όπου οι ποικίλες ιστορίες συνδέονται με απότομα cut σε μια συνειρμική γραμμή. Η ροή είναι αλματώδης, με κέντρο την αφηγήτρια και τις νοητικές της συνάψεις και χάσματα. Σαν χειρίστρια μαριονετών περιφέρει τα χέρια της κουνώντας τις κούκλες της, άλλοτε με δάκρυ κι άλλοτε με γέλιο· ταυτόχρονα είναι και δέκτρια των ερεθισμάτων που φτάνουν στα ακροδάχτυλά της, ή μάλλον στα αυτιά και στα μάτια της. Είναι συλλέκτρια ιστοριών και καταγραφέας ψηγμάτων ζωής, κι επομένως ένας είδος συγγραφέως που αφομοιώνει (ή δεν αφομοιώνει) αισθητηριακά και νοητικά δεδομένα και τα μεταφέρει με δικαιοσύνη, με απόσταση και σεβασμό, στους αποδέκτες της. Μια τέτοια ακροάτρια είναι και η φίλη της, η κομμώτρια Λένα, η οποία ακούει, σχολιάζει, γελά μέχρι δακρύων, συζητά κ.λπ., ένα είδος ενδοκειμενικού αναγνώστη, που λειτουργεί άλλοτε κοντύτερα στην αφηγήτρια κι άλλοτε κοντύτερα στον αποδέκτη του βιβλίου.
Τελικά, πού συγκλίνουν οι άπειρες μικροτραγωδίες του βίου; Στη μεγάλη τραγωδία ή στη συγχώρεση; Στον θάνατο ή στην αγάπη; Πού οι τραγωδίες συναντάνε το αχαλίνωτο γέλιο; Πού η πολυφωνία των ιστοριών τους και των ανθρώπων, οι οποίοι περνοδιαβαίνουν γύρω μας, συναντάνε τη γραφή; Και είναι αυτή ικανή να σηκώσει τη συγκίνηση πάνω από την παρατακτική συσσώρευση των μικρών πολύχρωμων κομματιών ενός πελώριου παζλ; Ο Χρήστος Οικονόμου, με φιλοσοφική διάθεση, χωρίς ωστόσο να απογειώνεται ούτε σπιθαμή από την πραγματικότητα, με ατάκες που έρχονται σαν επωδοί, με εναλλαγή ευτράπελων και σκληρών καταστάσεων, απλώνει τη ζωή του καθενός μπροστά μας για να δώσει διχαλωτή διέξοδο στο δίλημμα του ανθρώπου, πένθος ή αγάπη;
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, στα Καμίνα, ο ιδιοκτήτης μιλούσε στο τηλέφωνο μ’ ένα Λιτσάκι. “Ναι, ρε Λιτσάκι, είμαι ρομαντικός και πολύ μάλιστα. Αλλά τι να κάνουμε όλη νύχτα στην παραλία; Να κοιτάμε τον ουρανό ψηλά και να λέμε τι άσπρο που είναι το φεγγάρι σα κουραμπιές;”
[…]
Σ’ ένα φροντιστήριο, στο Σχιστό, άκουσα από μια ανοιχτή πόρτα κάποιον να φωνάζει: “Βρε Στεφανίδη, βρε λεβέντη μου, θα πηδήξω απ’ το παράθυρο βρε. Είναι δυνατόν να μου λες ότι μηδέν συν μηδέν κάνει δύο μηδέν;”»