Για το μυθιστόρημα του Λυό Καλοβυρνά «Όλες μας» (εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: Πίνακας της Χριστίνας Κάλμπαρη.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Το #Metoo γεννά προβληματισμούς, αναθεωρήσεις, επανακαθορισμούς, ανακατατάξεις. Γεννά όμως και λογοτεχνία, που κληρονομεί τη γυναικεία ματιά, τις φεμινιστικές ανησυχίες και το πλαίσιο των Σπουδών φύλου, για να αναδείξει τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη εποχή και τις πιέσεις που αυτή δέχεται στον καθημερινό της στίβο.
Το παράξενο και πρωτότυπο μυθιστόρημα του Λυό Καλοβυρνά θέτει την αιχμή του διαβήτη του στο αυτοκινητικό δυστύχημα που συνέβη στη μικρότερη από τις τρεις αδελφές, την όμορφη Κατερίνα. Κι όσο αυτή βρίσκεται σε κώμα, οι δύο άλλες, η μεγάλη συντηρητική Σία, που είναι διευθύντρια σχολείου, και η μεσαία ανασφαλής Νίκη, που τα έχει πέντε χρόνια με τον Γιώργο και μένει έγκυος, αιωρούνται γύρω της, προσπαθώντας να επανακαθορίσουν τόσο τις μεταξύ τους σχέσεις, όσο και τις σχέσεις τους με τους άντρες αλλά και τη μητέρα τους. Το επίπεδο των τριών αδελφών συναντά έτσι το επίπεδο της μάνας και των δύο της αδελφών, οι οποίες δεν μιλιούνταν μ’ αυτήν για τριάντα χρόνια. Εντέλει αποκαλύπτεται ότι ένα (υπερφυσικής υφής) μυστικό χαράζει οριζόντια και κάθετα τη μοίρα των έξι γυναικών…
Θα επανέλθω στο ενδοκειμενικό πλαίσιο, αφού πρώτα επισημάνω τους «οφθαλμούς-εμβόλια» από τις σύγχρονες γυναικοκτονίες, με τα οποία ο αφηγητής μπολιάζει την αφήγησή του. Ονόματα γυναικών, ηλικία, τόποι και ημερομηνίες δολοφονίας τους εντίθενται αυθαίρετα και ασύνδετα μέσα στην ιστορία-κορμό, ονόματα πραγματικών γυναικών που έπεσαν θύματα έμφυλης βίας. Η παρουσία τους μέσα στο μυθιστόρημα υποβάλλει συνεχώς και αδιαλείπτως την αίσθηση της γυναικείας αδυναμίας μπροστά στην ανδρική οργή και επιθετικότητα.
Το καλογραμμένο αυτό μυθιστόρημα του Λυό Καλοβυρνά (τόσο γλωσσικά όσο και δομικά, με μια άξια λόγου πολυφωνικότητα) ορθώνει μια υπερφυσική λογική, σαν να ομολογεί ότι η κοινωνία μας δεν μπορεί να εκπολιτιστεί με την εξέλιξη του ανθρώπου...
Τελικά οι τρεις αδελφές και οι τρεις «προγόνισσες» (συν η γιαγιά Κατερίνα) εμπλέκονται σε ένα κληρονομικό δίκτυο που τις εξοπλίζει με υπερφυσικές δυνάμεις, ώστε να μπορούν να παρεμβαίνουν μέσα στον ονειροχώρο και να βοηθούν ανυπεράσπιστες γυναίκες, που πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Η βοήθειά τους έγκειται στη δολοφονική εξόντωση του θύτη-άνδρα, χωρίς να αφήσουν ίχνη, πράξη που οδηγεί στην απελευθέρωση του θύματος, και την οικονομική του ενίσχυση, ώστε να μπορέσει να στηριχτεί στα πόδια του.
Η συμπάθεια του αφηγητή προς τα θύματα –αφηγητή που εμφανίζεται με το όνομα του συγγραφέα Λυό και αποκαλύπτει τις σκέψεις του αλλά και την πορεία δημιουργίας του βιβλίου– τον κάνει να επιλέξει ένα είδος συλλογικού Ρομπέν των Δασών που επεμβαίνει και βοηθά τις ανήμπορες γυναίκες. Σε έναν κόσμο άδικο και άνισο, μια υπερφυσική δύναμη θα ήταν η καταλληλότερη να διασαλεύσει την ανδρική υπεροχή και να σώσει τη γυναίκα. Μέσο που επιλέγεται (αναγκαστικά;) είναι η βία και δη η θανάτωση όποιου κατ’ επανάληψη βιαιοπραγεί, κακοποιεί, βιάζει. Η εγγενής αδικία της ανδροκρατούμενης κοινωνίας έρχεται αντιμέτωπη με τη δυναμική του γυναικοκρατούμενου ονείρου, όπου τρεις εκπρόσωποι του είδους της superwoman εμφανίζονται και απονέμουν δικαιοσύνη.
Το καλογραμμένο αυτό μυθιστόρημα του Λυό Καλοβυρνά (τόσο γλωσσικά όσο και δομικά, με μια άξια λόγου πολυφωνικότητα) ορθώνει μια υπερφυσική λογική, σαν να ομολογεί ότι η κοινωνία μας δεν μπορεί να εκπολιτιστεί με την εξέλιξη του ανθρώπου, ότι ο άνδρας δεν θα αλλάξει ποτέ και ότι η γυναίκα θα μένει πάντα υπό! Αυτό για να αλλάξει, θα χρειαστεί μια από μηχανής δύναμη – και μάλιστα η δέουσα λύση είναι ο θάνατος του άνδρα θύτη. Απέναντι στα εγγενή προβλήματα της κοινωνίας, το βιβλίο προβάλλει τη βία ως διέξοδο, προτείνει μια οπισθοδρόμηση στις κατακτήσεις του πολιτισμού, ώστε απέναντι στη μυϊκή δύναμη του άνδρα να εγερθεί η υπερφυσική δύναμη της γυναίκας. Το θέμα, λοιπόν, είναι ποια δύναμη θα επικρατήσει, ποιο φύλο θα έχει το πάνω χέρι. Ο προβληματικός χαρακτήρας μιας τέτοιας προοπτικής είναι, κατά τη γνώμη μου, εμφανής.
Από την άλλη, οι χαρακτήρες, οι γυναικείοι φυσικά, δεν έχουν βάθος, δεν ζυμώνουν μέσα τους τα θέματα που ανακύπτουν και γι’ αυτό οι αντιδράσεις τους δεν εξηγούνται πάντα ψυχολογικά και πειστικά. Οι αποφάσεις παίρνονται μετά από εξωτερικές συγκρούσεις, αλλά δεν φαίνεται η ένταση, η εσωτερική ένταση, που τις δρομολογεί. Έτσι, μένουμε στη διαμάχη των δύο φύλων, στη διαπάλη ανάμεσα στο φυσικό και το υπερφυσικό, αλλά δεν αναδεικνύεται η τραγικότητα των επιλογών.
Αν το έργο δεν κατέφευγε σε μια «εξ ανάγκης» υπερφυσική επιβολή και μετέτρεπε το όλο πρόβλημα σε τραγωδία, όπου οι διάφορες λύσεις συγκρούονται μέσα στις ηρωίδες, τότε θα μιλούσαμε άνετα για ένα κείμενο που αναδεικνύει άρτια τους προβληματισμούς της εποχής μας. Επειδή, όμως, χρέος του κριτικού δεν είναι να προτείνει εναλλακτικές, αλλά να σταθμίζει τα συν και τα πλην των υφιστάμενων επιλογών, οφείλω κι εγώ να τονίσω ότι πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα πρόταση, που δεν φτάνει στην ανώτερη δυνατή μορφή της.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«“Άκου”, λέει πιο δυναμικά. “Έχεις μια ικανότητα. Ανέκαθεν την είχες, γεννήθηκες μ’ αυτή, αλλά ήταν σε χειμερία νάρκη. Τώρα ξύπνησε. Ίσως λόγω του ατυχήματος. Ίσως πάλι να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Αυτή η ικανότητα σημαίνει ότι μπορείς να κάνεις πράγματα εξ αποστάσεως, μέσω των ονείρων σου” […] Για αρχή αρκεί να καταλάβεις ότι οι γυναίκες στην οικογένειά μας έχουμε ορισμένες δυνάμεις».