Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ήλιος με ξιφολόγχες» (εκδ. Πατάκη).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη ξεκινάει άκρως δελεαστικά. Εν έτει 1931 μια τυχαία φωτιά σε χαμοκέλα της Θεσσαλονίκης όχι μόνο απανθρακώνει τον ένοικό της, αλλά και αποκαλύπτει ένα θαμμένο πτώμα στο χωμάτινο δάπεδο του υπογείου της. Έτσι σερβίρεται στο πιάτο μας ένα πολυεπίπεδο παστίτσιο, με μια στρώση αστυνομικό μυστήριο (ποιοι είναι αυτοί οι δύο και ποιος είχε σκοτώσει τον δολοφονημένο;), μια στρώση μυθιστόρημα εποχής (ο μεσοπόλεμος στη Θεσσαλονίκη, μετά την έλευση των προσφύγων και λίγα χρόνια πριν από τη δικτατορία του Μεταξά) και τέλος μια στρώση πολιτικός και κοινωνικός αναβρασμός με διασταυρούμενα πυρά και συγκρούσεις ομάδων μέσα στα σπλάχνα μιας πόλης 260.000 κατοίκων.
Με όχημα τη σαγηνευτική αφήγησή του και τη διασπορά λειτουργικών λεπτομερειών σε όλο το μήκος και πλάτος του κειμένου, ο συγγραφέας τοιχογραφεί όλη τη σαλονικιώτικη κοινωνία της δεκαετίας του ’30, από τα μέγαρα και τα ακριβά ξενοδοχεία έως τις παραγκουπόλεις και τα μαγαζάκια, από τον καθηγητή Μανόλη Τριανταφυλλίδη μέχρι την Αεροπορία που συγκροτείται σε ξεχωριστό σώμα. Αυτό το πλούσιο παντεσπάνι είναι αρκετά γερό, ώστε να κουβαλήσει τις πολιτικές ζυμώσεις που περισφίγγουν την κύρια ιστορία. Βασιλόφρονες εναντίον Βενιζελικών, ντόπιοι εναντίον επήλυδων προσφύγων, κομμουνιστές εναντίον αστών αλλά και αρχειομαρξιστές εναντίον κομμουνιστών, εθνικιστές εναντίον Εβραίων, παρακρατικοί και αστυνομία εναντίον Αριστερών, ξένες δυνάμεις κ.λπ. Η αίσθηση που δίνεται είναι ότι όλοι εχθρεύονται όλους σε ένα ρευστό τοπίο κοινωνικών αλλαγών και πολιτικών συγκρούσεων, σε μια δημοκρατία χλωμή και ασθενική.
Με όχημα τη σαγηνευτική αφήγησή του και τη διασπορά λειτουργικών λεπτομερειών σε όλο το μήκος και πλάτος του κειμένου, ο συγγραφέας τοιχογραφεί όλη τη σαλονικιώτικη κοινωνία της δεκαετίας του ’30, από τα μέγαρα και τα ακριβά ξενοδοχεία έως τις παραγκουπόλεις και τα μαγαζάκια...
Στο κέντρο της αστυνομικής διερεύνησης βρίσκεται ο ταγματάρχης Γόρδιος Κλήμεντος, ευνοούμενος του Υπουργού Αλέξανδρου Θάννα (βλ. Ζάννα), άκρως εκπαιδευμένος στην αντικατασκοπία –και γι’ αυτό στο μικροσκόπιο των ανωτέρων του– κι ερωτευμένος με την κόρη πλούσιου καπνοβιομήχανου της Θεσσαλονίκης. Ο πυρήνας των δύο νεκρών, εκ των οποίων ο ένας χαφιές του Κλήμεντου κι άλλος στέλεχος του ΚΚΕ, ανοίγεται στις γενικότερες συνθήκες και εξελίξεις, που φτάνουν στη βία, την προδοσία, τον υπόκοσμο και τις υπόγειες διαδρομές πολιτικών και χρήματος. Κι από εκεί το άνοιγμα του διαβήτη φτάνει στα τρία Ε (“Εθνική Ένωσις «Ελλάς»”), μια οργάνωση Ελλήνων Χριστιανών, που επιτίθεται τόσο στους Εβραίους της πόλης όσο και στους Αριστερούς, με την ανοχή και την έμμεση βοήθεια της βενιζελικής κυβέρνησης.
Αναπνέουμε τον αέρα του «Ιδιώνυμου» κατά των κομμουνιστών (το οποίο ψηφίστηκε το 1929) και την άνοδο των φασιστικών ομάδων υπό την καθοδήγηση της Ιταλίας, οι οποίες ακόμα δεν έχουν επιδείξει αντιεβραϊκές συμπεριφορές –μάλιστα στους κόλπους τους υπάρχουν μεγαλοσχήμονες Εβραίοι όπως ο Μοδιάνο–, αλλά και των εθνικιστικών οργανώσεων που δεν θέλουν να αφήσουν τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες βορά στις ορέξεις των Κομμουνιστών και των ρουβλοδίαιτων σωματείων τους.
Το αστυνομικό μυστήριο έχει μπει για να γίνει ατμομηχανή των πολιτικών και κοινωνικών βαγονιών της εποχής. Η σύνδεσή του με το υπόλοιπο πλαίσιο φαινομενικά ευσταθεί, αλλά στην πράξη προκαλεί δομικές αποσυγκολλήσεις, αφού η τελική διαλεύκανση του εγκλήματος δεν δένει –σε μια αναγκαία κορύφωση– με τη λοιπή κοινωνικοπολιτική κατάληξη.
Όπως προείπα, η εξιχνίαση του φόνου οδηγεί επαγωγικά στο ευρύτερο τοπίο του μεσοπολέμου και συγκεκριμένα στο Κάμπελ, την εβραϊκή συνοικία που τον Ιούνιο του 1931 κάηκε από τα επιτιθέμενα πλήθη ακροδεξιών και άλλων, που έβλεπαν τους Εβραίους ως εμπόδιο σε μια χριστιανική Θεσσαλονίκη, η οποία θα αφομοιώσει και θα δώσει χώρο στους –μόλις πριν από επτά χρόνια αφιχθέντες– Μικρασιάτες πρόσφυγες. Το αστυνομικό μυστήριο έχει μπει για να γίνει ατμομηχανή των πολιτικών και κοινωνικών βαγονιών της εποχής. Η σύνδεσή του με το υπόλοιπο πλαίσιο φαινομενικά ευσταθεί, αλλά στην πράξη προκαλεί δομικές αποσυγκολλήσεις, αφού η τελική διαλεύκανση του εγκλήματος δεν δένει –σε μια αναγκαία κορύφωση– με τη λοιπή κοινωνικοπολιτική κατάληξη. Με άλλα λόγια, η αστυνομική ιστορία δεν προσφύεται τόσο οργανικά στον αναβρασμό που υποτίθεται ότι αντανακλά.
Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η τοιχογραφία ενός συγκεκριμένου χωροχρόνου, της Θεσσαλονίκης του 1931, με όλα τα χρώματα από την παλέτα του Γ. Σκαμπαρδώνη, συστήνει όντως ένα ευχάριστο κι ενδιαφέρον ανάγνωσμα. Μυούμαστε στον χώρο και τον χρόνο της εποχής με έντονες πινελιές, αλλά συνάμα βλέπουμε στον καθρέφτη τού τότε το τώρα. Η ιστορία και το ιστορικό μυθιστόρημα υπό την ευρεία του έννοια είναι ένα ενεργό παρελθόν όσο τροφοδοτεί τη σκέψη μας για το παρόν. Κι ο μυθιστοριογράφος έμμεσα και λογοτεχνικώς λοξά υποδηλώνει το σήμερα με αναγωγές που ξεκινούν από τον μεσοπόλεμο: εθνικιστές που προσπαθούν με λοστούς και γροθιές να διώξουν τους αλλοδαπούς (τους Εβραίους), οι διαφορές και οι εσωτερικές συγκρούσεις των Αριστερών (κομουνιστών και αρχειομαρξιστών), το ρούβλι που έρχεται να χρηματοδοτήσει φίλιες δυνάμεις κ.λπ.
Αν δούμε το βιβλίο από το χρονικό παρατηρητήριο του 2023, τόσο από τη σκοπιά του συγγραφέα που το έγραψε όσο και από τη μεριά του αποδέκτη που το διαβάζει, δεν θα ήταν άσκοπο να συνδέσουμε το 1931 με το σήμερα. Το ρευστό μωσαϊκό του προσκηνίου και του παρασκηνίου, οι διαμάχες και ο αναβρασμός, η φτώχια, οι πολιτικές ξιφομαχίες και η ξιφολόγχη ως σύμβολο της πολεμοχαρούς εθνικισμού αντανακλά έμμεσα την Ελλάδα της δεκαετίας του 2010. Ο σημερινός αναγνώστης δεν σερφάρει απλώς μέσα στα κύματα μιας φουρτουνιασμένης Θεσσαλονίκης του μεσοπολέμου, αλλά βλέπει τεθλασμένα την εποχή μας, όπου η κρίση έφερε στην επιφάνεια τις ακρότητες της πολιτικής ζωής και των διαπροσωπικών σχέσεων.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης απλώνει τα αφηγηματικά δίχτυα του σε άπειρα δρομάκια, με συσσωρευμένες λεπτομέρειες και ειδικούς όρους, από τις μηχανές της εποχής έως τη μόδα στα ρούχα κ.λπ., να κάνουν πολύ ζωντανό το μυθιστορηματικό σκηνικό. Η μαεστρία του είναι προφανής και αξιοσημείωτη, όσο κι αν δεν λείπει η υπερβολή στη χρήση τους, αφού ειδικά στις γρήγορες ατάκες των διαλόγων δίνονται περιττές πληροφορίες, οι οποίες αλλοιώνουν τη φυσικότητα του λόγου. Τελικά, όλα αυτά δεν μειώνουν τη μαγεία της ατμόσφαιρας, που μυεί τον αναγνώστη στον μεσοπόλεμο και την πολυπολιτισμική συμπρωτεύουσα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Βράδιασε σχεδόν και ψιλοβρέχει. Η μισοσκότεινη περιοχή στα Λαδάδικα […] μπαίνει στον δικό της ρυθμό. […] μυρεψοί, αργυραμοιβοί, τυροκόμοι, ψιλικατζήδες, αλλαντοπώληδες, στραγαλατζήδες, χαρτοπώληδες έχουνε φύγει εδώ και καμιά ώρα για τα σπίτια τους. Τώρα στα στενοδρόμια κυκλοφορούν μούτρα, αιμοσταγείς φάτσες, μαχαιροβγάλτες που περπατούν σύρριζα στους τοίχους και κοιτάζουν μοχθηρά, μικροαπατεώνες που αναζητούν επαρχιακά κορόιδα. Και δράκοι, ύαινες, φουκαράδες και τσακάλια της νύχτας […] Μεσόκοπες γυναίκες, στημένες στις γωνιές, τσακισμένες, κρατώντας μισοεξαρθρωμένες ομπρέλες ψάχνουν για πελάτες. Ηλικιωμένοι σκυφτοί ομοφυλόφιλοι σταμπάρουν λοξοπατώντας φαντάρους και ναύτες».