Για τη νουβέλα της Μαρίας Φακίνου «Κλίμακα Μπόγκαρτ» (εκδ. Αντίποδες).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η ενοχή των απογόνων, και ειδικότερα της ακριβώς επόμενης γενιάς, είναι ένα ψυχολογικό ζήτημα που εμφανίζεται σε κάθε περίοδο της ιστορίας, όταν μεγάλα εγκλήματα έχουν συμβεί και βαραίνουν τους δράστες κι ολόκληρη την κοινωνία. Το έχουμε δει στη Γερμανία, όπου τα παιδιά των Ναζί βιώνουν μια πρωτόγνωρη εμπειρία, ένα φρικτό (προ)πατορικό αμάρτημα, μια κληρονομιά που δεν θέλουν (λ.χ. Η διερμηνέας της Annette Hess)· το έχουμε δει και στις επόμενες γενιές όσων δραστηριοποιήθηκαν μέσα στη Χούντα, παλιότερα στην «Ανάκριση» (2008) του Ηλία Μαγκλίνη με τη Μαρίνα να χαρακώνεται, ώστε να φέρει στο σώμα της τα δεινά του πατέρα της, που βασανίστηκε στα κρατητήρια των ΕΑΤ-ΕΣΑ, και τώρα στη νουβέλα της Μαρίας Φακίνου που εστιάζει αυτή τη φορά στην κόρη ενός βασανιστή των ΕΣΑ.
Διάβασα το εκατοσέλιδο βιβλίο της Μαρίας Φακίνου δύο φορές αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματα που έθετε το ίδιο το κείμενο, μέσα στον εσωτερικό μονόλογο του πρωταγωνιστή-βασανιστή (ίσως διάλογο με τον εαυτό του) και τις σκέψεις της κόρης του. Τι είναι η κλίμακα Μπόγκαρτ; Ποια η σχέση της με τον κινηματογραφικό πρωταγωνιστή του «Γερακιού της Μάλτας» και της «Καζαμπλάνκας»; Ποιο είναι το εύρος αυτής της κλίμακας και πότε κανείς φτάνει στο κόκκινο; Γιατί η κόρη έκοψε μαχαίρι τις σχέσεις της με τον πατέρα της;
Η μυθιστοριογράφος προχώρησε σίγουρα πολλά βήματα από τα προηγούμενα έργα της, στα οποία πάντα η έννοια του κακού είχε υπαρξιακές και συχνά μεταφυσικές διαστάσεις...
Ακριβώς επειδή το κείμενο είναι γραμμένο με την τεχνική της ροής της συνείδησης –πολύ μελετημένα και πολύ οργανωμένα, ώστε να μην επιτρέπει στο χάος να διαλύσει την ανάγνωση–, τα γεγονότα του παρελθόντος μπλέκονται με τα γεγονότα του παρόντος κι επομένως η σταχυολόγηση των απαντήσεων γίνεται με το τσιμπιδάκι. Ο πρωταγωνιστής έφυγε από το χωριό, ώστε να ξεχαστούν οι πράξεις του, ήρθε στην πόλη, άνοιξε ένα αναψυκτήριο, παντρεύτηκε, έκανε μια κόρη και προσπάθησε να τιθασεύσει τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας που τον βομβαρδίζουν αλλά και τις ριπές των αναμνήσεων που τον μεταφέρουν ακούσια στα χρόνια της δικτατορίας. Προσπαθεί στην ουσία να ξεχάσει, ώσπου μια φωτογραφία και η φιλοπερίεργη διάθεση της κόρης του ανατρέπουν τη ζωή και οδηγούν τη νεαρή κοπέλα να παχύνει λόγω «νευρικής λαιμαργίας» και να φύγει από το σπίτι, σοκαρισμένη, ντροπιασμένη, θυμωμένη… για το επονείδιστο «ποινικό μητρώο» του πατέρα της.
Η απόσταση μεταξύ πατέρα και κόρης, όχι μόνο η τοπική αλλά και η πνευματική, αντικατοπτρίζει σε μικροκλίμακα την απόσταση, διάσταση, αποστασιοποίηση, ρήξη μεταξύ της επόμενης γενιάς κι αυτής που έδρασε μέσα στη δικτατορία ως όργανό της. Η τελευταία δεν συνειδητοποιεί ή δεν θέλει να παραδεχτεί τι κακό έκανε, αφού η επωδός «έκανα μόνο το καθήκον μου» συνοψίζει με πολιτική αφέλεια το γεγονός ότι το «καθήκον» σε καιρό ολοκληρωτισμού ήταν όχι μόνο αντιδημοκρατικό, αλλά και βίαιο, αυταρχικό, καταπιεστικό.
Το ερώτημα, λοιπόν, που θέτει εύγλωττα η Μαρία Φακίνου είναι ποια η ευθύνη, η ντροπή και η στάση της επόμενης γενιάς, όταν εμβρόντητη ανακαλύπτει ότι βρίσκεται στη «λανθασμένη πλευρά της Ιστορίας». Η εύκολη απάντηση είναι ότι δεν την επιβαρύνει καμία υπαιτιότητα, αφού η ενοχή δεν κληρονομείται και το λάθος του πατέρα δεν μεταβιβάζεται με κανέναν τρόπο στα παιδιά. Ωστόσο, το ψυχολογικό βάρος δεν μπορεί να αγνοηθεί. Όταν δύο συγγραφείς μέσα στον 21ο αιώνα στοχάζονται πάνω στο θέμα, προκύπτει σίγουρα επαγωγικά το συμπέρασμα ότι ως παιδιά της Ιστορίας μας δεν υπερηφανευόμαστε για όσα σπουδαία έκαναν οι πρόγονοί μας (τα οποία υιοθετούμε ασμένως ως μέρος της πολιτισμικής μας κληρονομιάς), αλλά αναπόφευκτα εμπλεκόμαστε και στα αρνητικά τους. Οι μελανές σελίδες της δράσης τους λεκιάζουν και τις δικές μας λευκές και αμόλυντες, με αποτέλεσμα η συναισθηματική μας νοημοσύνη να μην μπορεί να τις αγνοήσει.
Η μυθιστοριογράφος προχώρησε σίγουρα πολλά βήματα από τα προηγούμενα έργα της, στα οποία πάντα η έννοια του κακού είχε υπαρξιακές και συχνά μεταφυσικές διαστάσεις. Τώρα, αυτό αποκτώντας και ψυχολογικές, συνδέει την ιστορία με το παρόν ως γόρδιο δεσμό, που δεν μπορεί εύκολα να κοπεί.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«“Προκλητικοί οι βασανιστές στη Χαλκίδα”
“Αφάνταστοι εξευτελισμοί σε κρατούμενους”
“Όλοι είναι υπερήφανοι που έκαναν το καθήκον τους”
συνεντεύξεις ντοκιμαντέρ αφιερώματα, ένας άντρας με μουστάκι και θλιμμένο βλέμμα δείχνει τα σημάδια στα πλευρά του, κάποιος άλλος περιγράφει με λεπτομέρειες πως τον...
—Δεν είναι αλήθεια αυτά που διαβάζεις, είναι υπερβολές, τα πράγματα δεν έγιναν έτσι όπως τα λένε. Εγώ έκανα το καθήκον μου και τίποτε άλλο».