Για το μυθιστόρημα του Λύο Καλοβυρνά «Όλες μας» (εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: © Diego San / Unsplash.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Γυναικοκτονίες. Ένας όρος που υιοθετήθηκε πρόσφατα για να περιγράψει ένα φαινόμενο που λαμβάνει χώρα ανά τους αιώνες. Ένα φαινόμενο πολύ συχνό, το οποίο κάποιοι το προσπερνούν, θεωρώντας το φυσιολογικό, ή το ανέχονται, αρνούμενοι να πάρουν θέση. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που αποφασίζουν να μιλήσουν γι’ αυτό, να το καταγγείλουν με τον τρόπο τους, και, ει δυνατόν, να το σταματήσουν, αναζητώντας μια λύση, έστω και μυθοπλαστική.
Το καλά κρυμμένο μυστικό
Η Σία, η Νίκη και η Κατερίνα, αν και είναι αδελφές και μένουν στην ίδια πόλη, δεν συναντιούνται συχνά, ούτε έχουν κάποιο ιδιαίτερο δέσιμο μεταξύ τους, χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι που να δικαιολογεί αυτή την απόσταση που έχει δημιουργηθεί ανάμεσά τους. Το ατύχημα όμως που παθαίνει η Κατερίνα, τις αναγκάζει να συνυπάρξουν, να επικοινωνήσουν και να έρθουν κοντά. Καθώς η σχέση τους αργά αλλά σταθερά αποκαθίσταται, ανακαλύπτουν ότι τις συνδέει κι ένα οικογενειακό μυστικό, στο οποίο οφείλεται και το ότι η μάνα τους διέκοψε τις επαφές με τις δύο δικές της αδελφές.
Αυτοδικία; Εκδίκηση; Τιμωρία; Ή αποκατάσταση της ηθικής τάξης;
Μαθαίνουν λοιπόν ότι πάντα στην οικογένειά τους γεννιούνται από τη μεσαία αδελφή τρία κορίτσια, τα οποία διαθέτουν μια ξεχωριστή δύναμη. Όταν ενηλικιώνονται, μπορούν να μπαίνουν στον ονειροχρόνο και να βοηθούν γυναίκες που κακοποιούνται. Για να λειτουργήσει αυτή η δύναμη χρειάζεται μυστικότητα, εξάσκηση, και απόλυτη συνεργασία μεταξύ των αδελφών. Η κάθε μια από τις τρεις έχει τον ρόλο της. Η μία βλέπει όνειρα, η άλλη ξεκαθαρίζει τις θολές εικόνες των ονείρων και η τρίτη κατευθύνει τις κινήσεις εκείνης που ονειρεύεται, έτσι ώστε να εξουδετερωθεί ο κακοποιητής. Αυτοδικία; Εκδίκηση; Τιμωρία; Ή αποκατάσταση της ηθικής τάξης;
Η απόφαση που καλούνται να πάρουν οι τρεις αδερφές, μόνο εύκολη δεν είναι. Η συνειδητοποίηση της δύναμης που διαθέτουν, συνεπάγεται και την ανάληψη από μέρους τους μιας τεράστιας ευθύνης προς τις ομόφυλές τους, καθώς επίσης και την αναγκαιότητα της παραίτησής τους από το να ζήσουν μια συμβατική οικογενειακή ζωή. Θα επιλέξουν τις αποστολές σωτηρίας των κακοποιημένων γυναικών ή την προσωπική τους ευτυχία;
Το τέλος της ανοχής
Ο συγγραφέας είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος με το θέμα της γυναικείας κακοποίησης και της κακοποίησης εν γένει. Κάνει μια σχετική έρευνα και διαπιστώνει ότι μέσα στα τελευταία επτά χρόνια, έχουν καταγραφεί εννέα χιλιάδες περιστατικά βίας με θύματα γυναίκες. Είναι αυτά που καταγγέλθηκαν. Προφανώς υπάρχουν πολλά ακόμα. Όσα ονόματα γυναικών μπόρεσε ο συγγραφέας να συγκεντρώσει αποτυπώνονται διάσπαρτα στις σελίδες του βιβλίου, μαζί με την ηλικία, το έτος και τον τόπο κατοικίας τους.
Η βία γι’ αυτούς «είναι φυσιολογική. Σαν ν’ αναπνέεις. Έτσι διδάσκονται. Όσο πιο βίαιος τόσο πιο άντρας».
Ανέκαθεν επικρατούσε η άποψη ότι η βία από μέρους των αντρών είναι αποδεκτή γιατί δηλώνει τον ανδρισμό τους, τη δύναμή τους. Κι αυτός ο ανδρισμός, χρειάζεται διαρκή επιβεβαίωση. Η βία γι’ αυτούς «είναι φυσιολογική. Σαν ν’ αναπνέεις. Έτσι διδάσκονται. Όσο πιο βίαιος τόσο πιο άντρας. Η βία είναι θεμελιώδες γνώρισμα του γνήσιου αρσενικού». Οι γυναίκες από την άλλη μεριά, εκπαιδεύονται να υποχωρούν, να καταπίνουν την άσχημη συμπεριφορά των αντρών, να ντρέπονται γι’ αυτό που τους συμβαίνει λες κι ευθύνονται οι ίδιες, λες κι εκείνες το προκάλεσαν. Ως πότε, όμως;
Ο Λύο Καλοβυρνάς είναι ψυχοθεραπευτής (υπαρξιστική προσέγγιση), σύμβουλος σχέσεων (Emotionally Focused Therapy), συγγραφέας και μεταφραστής. Από το 2008 οργανώνει ψυχοθεραπευτικές ομάδες και εργαστήρια για γκέι άντρες, για τη σεξουαλικότητα, για τη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία, καθώς και για τις διάφορες μορφές οικογενειακής κακοποίησης. Το 2012 οργάνωσε, πρώτη φορά στην Ελλάδα, βιωματικά εργαστήρια και ομάδες με θέμα την αμφιθυμία όσον αφορά τη μητρότητα και τις πιέσεις που ασκούνται στις γυναίκες να τεκνοποιήσουν. Έχει μεταφράσει περισσότερα από 50 βιβλία από τα αγγλικά και τα δανέζικα και έχει εκδώσει εννέα βιβλία μυθοπλασίας και μια μελέτη για την ομοφυλοφιλία και τους νέους τρόπους σεξουαλικής ύπαρξης. |
Μαζί με την ιστορία των τριών γυναικών, ο συγγραφέας καταθέτει και την προσωπική του ιστορία, την κακοποίηση που έχει υποστεί λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Μιλάει για το μυστικό της δικής του οικογένειας, για τους λόγους που τον ώθησαν να γράψει αυτό το βιβλίο και για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Παράλληλα παραθέτει κάποια αποσπάσματα από πραγματικές ιστορίες κακοποιημένων γυναικών.
Στο βιβλίο δεν υπάρχουν κεφάλαια. Η μία ιστορία μπαίνει μέσα στην άλλη, αλληλοσυνδέονται και, σε συνδυασμό με πολλά στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, δίνουν ώθηση στην εξέλιξη του μυθοπλαστικού μέρους. Η συχνή εναλλαγή του αφηγητή, στην αρχή μπερδεύει τον αναγνώστη, αλλά μόνο στις πρώτες σελίδες. Στη συνέχεια, αυτό το αφηγηματικό στιλ, αποκτά γοητεία και ενδιαφέρον. Η κλιμάκωση στην αποκάλυψη των πληροφοριών που οι ηρωίδες αγνοούν, προκαλεί κλιμάκωση και στην αγωνία του αναγνώστη.
Ο συγγραφέας απευθύνεται στις ηρωίδες του, τις προτρέπει να δράσουν, όταν εφησυχάζουν, φανερώνει τις μύχιες σκέψεις και τις επιθυμίες που δεν τολμούν να παραδεχτούν, προσαρμόζει την εξέλιξη της πλοκής, όταν δεν συμφωνεί με τα πιστεύω του. Δεν είναι σε καμία περίπτωση υπέρ της βίας, ούτε θεωρεί την αυτοδικία σωστό τρόπο αντιμετώπισης. Εκείνο που θέλει είναι, έστω μυθοπλαστικά, να βρεθεί ένας τρόπος να σταματήσει η εξολόθρευση των γυναικών και των αδυνάμων.
Είναι ένα βιβλίο που γεννήθηκε από τον θυμό, τον φόβο και τον πόνο που προκαλεί η κακοποίηση, η οποία μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο με τη συνεργασία και την αλληλοϋποστήριξη των γυναικών και με τη συνειδητοποίηση της δύναμής τους.
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μυστικά. Τα μυστικά είναι βαριά. Το να κρατάς μυστικά σού τραβάει το σώμα στο χώμα. Σιγά σιγά προσαρμόζεται το κορμί σου. Σ’ αυτό το παραπανίσιο φορτίο, σκληραίνουν οι μύες, η ραχοκοκαλιά σου γέρνει, δεν στέκεσαι πια το ίδιο στη ζωή. Βλέμμα το βλέμμα, σιωπή τη σιωπή, τα μυστικά αποθέτουν λάσπη γύρω απ’ την καρδιά σου, η λάσπη στεγνώνει, γίνεται πέτρωμα, σκληρή, αδιαπέραστη, πότε χτίστηκε αυτός ο τοίχος ανάμεσα σ’ εσένα και στους άλλους;»