Για τη νουβέλα του Κώστα Αρκουδέα «Συλλέκτης μανιταριών» (εκδ. Καστανιώτη), ένα «δυνατό οικολογικό μήνυμα μέσω δυστοπικών εικόνων και καταστάσεων».
Γράφει η Λεύκη Σαραντινού
Ο Κώστας Αρκουδέας δηλώνει συνεχή παρουσία στα εκδοτικά τεκταινόμενα της χώρας μας από το 1986. Εγώ προσωπικά τον γνώρισα και τον αγάπησα από το πραγματικά έξοχο ιστορικό του μυθιστόρημα, το «Ο Μεγαλέξανδρος και η σκιά του» το οποίο εκδόθηκε το 2004. Έκτοτε, ο Αρκουδέας έγραψε μυθιστορήματα που έχουν κάνει εξαιρετική πορεία, Το χαμένο Νόμπελ - Μια αληθινή ιστορία και το Επικίνδυνοι συγγραφείς, αλλά έχει εκδώσει επίσης και πολλές νουβέλες και διηγήματα. Συλλογή διηγημάτων αποτελεί το προηγούμενο βιβλίο του με τίτλο Η νόσος της αδράνειας, ενώ με το παρόν πόνημα επιστρέφει στον χώρο της νουβέλας.
Ένας μύθος με αλληγορικό νόημα
Η νουβέλα Συλλέκτης μανιταριών διαφέρει αρκετά σχετικά με τα υπόλοιπα έργα του συγγραφέα. Και αυτό διότι το συγκεκριμένο πόνημα αποτελεί έναν βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό, μια δυστοπική ιστορία και, παράλληλα, έναν μύθο με αλληγορικό και συμβολικό νόημα που κινείται στον χώρο του υπερρεαλισμού και του συμβολισμού.
Αυτή η ιστορία αφορά τον ανταγωνισμό ανθρώπων και λύκων για το δάσος και την αρχή μιας χρόνιας έριδας μεταξύ τους.
Η νουβέλα ανοίγει την αυλαία της με μία ιδιαίτερα ειδυλλιακή, μυστηριακή και ατμοσφαιρική περιγραφή ενός δάσους, σε χρόνο και τόπο απροσδιόριστο. Στο δάσος αυτό συμβαίνουν εξελίσσονται παράλληλα δύο διαφορετικές ιστορίες-συζητήσεις: στη μία ένας άνθρωπος, ο συλλέκτης μανιταριών, συνομιλεί με έναν λύκο, και στην άλλη ένας κόρακας, καθισμένος στη βάση μιας γιγάντιας σεκόγιας, αφηγείται μία ιστορία στα υπόλοιπα ζώα και τα φυτά του δάσους. Αυτή η ιστορία αφορά τον ανταγωνισμό ανθρώπων και λύκων για το δάσος και την αρχή μιας χρόνιας έριδας μεταξύ τους.
Ο Κώστας Αρκουδέας ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Δημοσίευσε για πρώτη φορά το 1986 τη συλλογή ιστοριών Άσ’ τον Μπομπ Μάρλεϊ να περιμένει. Έκτοτε καταπιάστηκε με όλες τις κλιμακώσεις της πρόζας (μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, παραμύθι, μικροϊστορίες κ.ά.), που αποτυπώθηκαν σε δεκαεννέα συνολικά τίτλους. Τα τελευταία βιβλία που εξέδωσε είναι Το χαμένο Νόμπελ – Μια αληθινή ιστορία (2015), Τα κατά Αιγαίον πάθη σε ανανεωμένη επανέκδοση (2017), Επικίνδυνοι συγγραφείς (2019), Η νόσος της αδράνειας και άλλες ιστορίες (2021), όλα στις Εκδόσεις Καστανιώτη. |
Το πόνημα θα μας θυμίσει παραμύθι και ιδίως τους μύθους του Αισώπου με τα ομιλούντα ζώα. Η γλώσσα του συγγραφέα είναι υπέροχα λυρική και ποιητική σε ορισμένα σημεία της, καθώς και γεμάτη συμβολισμούς και έντονη στοχαστική και φιλοσοφική διάθεση. Όλα προσωποποιούνται σε ένα κείμενα καθαρά υπερρεαλιστικό, όπως ο τυφλοπόντικας, το κοράκι, ο λύκος, το φύλλο του δέντρου, η σταχτοσουσουράδα, ακόμη και η γιγάντια σεκόγια. Η ιδιότητα του συλλέκτη μανιταριών έχει, φυσικά, και αυτή συμβολικό χαρακτήρα. Διότι ένας συλλέκτης μανιταριών αναμφίβολα αγαπάει τη φύση και ζει σε αρμονία μαζί της. Η πελώρια σεκόγια, το μεγαλύτερο δέντρο στον πλανήτη, εμπεριέχει αντίστοιχους συμβολισμούς και ιδίως το πόσο ανίσχυρος παραμένει τελικά ο άνθρωπος μπροστά στην παντοδυναμία της φύσης.
Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κακός, χειρότερος από τα ζώα.
Το δυνατό σημείο του έργου είναι, αναντίρρητα, η καθηλωτική επίδραση την οποία ασκεί το έργο στον αναγνώστη, παρά το γεγονός ότι πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για μία φιλοσοφικού τύπου συζήτηση και όχι για μυθιστόρημα με έντονη πλοκή. Παρ’ όλα αυτά, οι συζητήσεις μεταξύ ζώων και ανθρώπων έχουν τόσο ενδιαφέρουσα θεματολογία που, πραγματικά, ο αναγνώστης δυσκολεύεται να το αφήσει από τα χέρια του, κάτι το οποίο σπάνια συμβαίνει σε πονήματα αντίστοιχης θεματικής.
Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κακός, χειρότερος από τα ζώα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των λύκων και του ανθρώπου για το δάσος αντικατοπτρίζει την ατέρμονη διαμάχη του ανθρώπου και των ζώων για το μοίρασμα του φυσικού περιβάλλοντος. Λαμβάνοντας υπόψη την απληστία του ανθρώπου, η σύγκρουση μοιάζει αναπόφευκτη.
«Στην εποχή μας, οι άνθρωποι έχουν περισσότερα αγαθά από ποτέ, όμως δεν είναι ευτυχισμένοι. Κι αυτό γιατί δεν έχουν ελευθερία κινήσεων. Είναι υποχρεωμένοι να κάνουν πράγματα που δεν τους αρέσουν για να δικαιολογήσουν τα αγαθά που κατέχουν».
Η ειρωνεία για τους «δυνατούς» του πλανήτη, των άπληστων και αχόρταγων για κέρδος ανθρώπων, τον τρόπο ζωής τους, την εκμετάλλευση που ασκούν στο περιβάλλον και τους συνανθρώπους τους και τη σάπια κοινωνία μας με τον επίφαση μονάχα της ελευθερίας και της δημοκρατίας είναι διάχυτη παντού στο κείμενο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τόσο ο κόρακας, όσο και ο λύκος θα αποδειχθούν και εκείνοι το ίδιο σοφοί –ή και περισσότερο– με τον μανιταροσυλλέκτη.
Πού θέλει να καταλήξει αυτό; Ο συγγραφέας θέλει να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Μας στέλνει, επομένως, ένα δυνατό οικολογικό μήνυμα μέσω των δυστοπικών εικόνων και των καταστάσεων που βάζει τον κόρακα να μας αφηγείται. Ο άνθρωπος είναι απόλυτη ανάγκη να αποκαταστήσει τη σχέση του με τη φύση προκειμένου να φτάσει και ο ίδιος στην αυτογνωσία.
*Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Γραφο... σκιάσεις: Ασκήσεις δημιουργικής γραφής για εφήβους και ενήλικες» (εκδ. 24 Γράμματα).