Για το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου «Πες της» (εκδ. Πόλις). Στην κεντρική εικόνα, η ηθοποιός Άννα Καρίνα.
Γράφει ο Μάνος Κοντολέων
Ο Χρήστος Οικονόμου μας έχει συνηθίσει σε απρόσμενες οπτικά συγγραφικές συνθέσεις. Βασικά χρησιμοποιεί μικρές φόρμες αφήγησης – τα πλέον εκτενή κείμενά του φτάνουν στα όρια του διηγήματος. Αλλά αυτή τη φορά έδωσε στη δημοσιότητα ένα έργο που απλώνεται σε 142 σελίδες, μα που και πάλι αρνείται την ένταξη του τόσο στο χώρο του μυθιστορήματος όσο και της νουβέλας. Μια άρνηση που προκύπτει από την ίδια τη δόμηση του κειμένου.
Στην ουσία έχουμε μια εκρηκτικής γλωσσικής υπόστασης πρωτοπρόσωπη αφήγηση από μια γυναίκα για την οποία το μόνο που μαθαίνουμε είναι πως το επάγγελμά της είναι να μεταφέρει γράμματα και πακέτα, δηλαδή είναι ένας θηλυκού γένους κούριερ. Και μπορεί ο αναγνώστης να μη μάθει μήτε το όνομά της, μήτε και κάποιο άλλο ουσιαστικό στοιχείο για τη ζωή της, πέρα από το ότι έχει ένα στενό φιλικό δεσμό με μια άλλη γυναίκα, αλλά μέσα από τις δικές της αφηγήσεις γνωρίζει ένα ολόκληρο πλήθος ανθρώπων – όλων, σχεδόν, εκείνων που η κούριερ συναντά κατά τη διάρκεια που παραδίδει ή παραλαμβάνει πακέτα ή γράμματα σε διάφορες περιοχές, κυρίως γύρω από τον Πειραιά ή σε μέρη της Κρήτης.
Οι περιγραφές αυτές είναι συνήθως κοφτές και σε ξαφνιάζουν καθώς σε ενημερώνουν για το ποια είναι η σχέση που συνδέει αποστολέα και παραλήπτη.
Δεν έχουμε, λοιπόν, μια κλασική φόρμα εξιστόρησης συμβάντων με συνέχεια. Αλλά κυρίως περιγραφές που μπορεί να θεωρηθούν και ως κοινωνικοί σχολιασμοί. Οι περιγραφές αυτές είναι συνήθως κοφτές και σε ξαφνιάζουν καθώς σε ενημερώνουν για το ποια είναι η σχέση που συνδέει αποστολέα και παραλήπτη:
Στη Γρανικού πήγα φάκελο σ΄έναν πιτσιρικά με μισοξυρισμένο κεφάλι –απ΄τον κωλόγερο είναι; Με ρώτησε, ύστερα τον άρπαξε και τον έκανε κομμάτια.
Άλλοτε πάλι μπορεί τα όσα η κούριερ περιγράφει να είναι περισσότερα, αλλά πάντα οι αφηγήσεις γίνονται με μια γλώσσα κοφτή, αγχωμένη και τα περιγραφόμενα ξεφεύγουν από το συνηθισμένο, αγγίζουν τα όρια μιας σουρεαλιστικής κατάστασης:
Πέραμα, μάντρα με φορτηγά. Ζητάω το αφεντικό, μου δείχνουν το κοντέϊνερ, μπαίνω, βλέπω ένα γεροντάκι μια σταλιά, γλαρωμένο στην πολυθρόνα. Καλημέρα, καλημέρα, ευγενικός ήσυχος, την ώρα που υπέγραφε –ήταν μεγάλη παραγγελία– ακούγεται απέξω φασαρία, φρεναρίσματα, φωνές. Ρίχνει ο γέρος μια ματιά απ΄ το το παράθυρο, στάσου μια στιγμή κοπέλα μου, βγα΄νει έξω. Τον βλέπω να στέκεται μπροστά σ΄ ένα φορτηγό και να φωνάζει στον οδηγό –πόσες φορές σου ‘χω πει ρε να μην τρέχεις εδώ μέσα; Ύστερα κάνει έτσι, βγάζει ένα κουμπούρι από τη ζώνη κι αρχίζει να πυροβολάει τα λάστιχα του φορτηγού –τρεις, τέσσερις, πέντε φορές. Ύστερα ξαναβάζει το κουμπούρι στη ζώνη, έρχεται, υπογράφει τα υπόλοιπα, ήρεμος, σα να μην τρέχει τίποτε, μου δίνει κι ένα εικοσάρικο –«για τη φασαρία».
Κείμενο που σε παρασύρει ο γρήγορος ρυθμός του και συχνά σταματάς για να αφήσεις το χρόνο να το καταλαγιάσει μέσα στη σκέψη σου, να ηρεμήσει τον συναισθηματικό φόρτο σου.
Κάπως έτσι η μια σελίδα ακολουθεί την προηγούμενη, αλλά στο ενδιάμεσο υπεισέρχεται μια φράση –Πες της σ’ αγαπώ πολύ και δεν θα το ξανακάνω. Από αυτή τη φράση και ο τίτλος του έργου, αλλά το τι μπορεί αυτή η φράση να σηματοδοτεί, κάπου στο τέλος θα γίνει φανερό, όταν πλέον και η αφήγηση θα αποκτήσει άλλο ρυθμό… Ας τον χαρακτηρίσω πιο εσωτερικό, σίγουρο λιγότερο αποστασιοποιημένο: Μη φοβάσαι, εντάξει; Μη φοβάσαι.
Κείμενο που σε παρασύρει ο γρήγορος ρυθμός του και συχνά σταματάς για να αφήσεις το χρόνο να το καταλαγιάσει μέσα στη σκέψη σου, να ηρεμήσει τον συναισθηματικό φόρτο σου. Ο Χρήστος Οικονόμου είναι –αυτό προσωπικά πιστεύω– ένας ρεαλιστής μα και ιδιότυπα αισιόδοξος συγγραφέας.
Και σκέφτομαι πως αν κάποτε, εκεί στις δεκαετίες των ’50 ή των ’60, προτού δηλαδή να μπούνε μέσα στη καθημερινότητά μας τα σούπερ μάρκετ, υπήρχε ο παντοπώλης της γειτονιάς όπου μέσα στο παντοπωλείο του ερχόντουσαν οι γειτόνοι και μαζί με τα ψώνια τους αφήναν και τις πίκρες ή τα όνειρά τους, μαθαίνανε τα αντίστοιχα των άλλων, τώρα δεν πάμε εμείς όλοι κάπου για να μοιράσουμε και να μοιραστούμε συναισθήματα και μυστικά, αλλά αποκομμένοι, ολοένα και περισσότερο αποκομμένοι πιάνουμε στα χέρια μας τα όσα χρειαζόμαστε καθώς μας τα παραδίδει ένα κούριερ. Αυτός είναι που υποδέχεται τους καημούς μας και τα όνειρά μας και εν τέλει μετατρέπεται από ένα μεταφορά αγαθών σε συλλέκτη συναισθημάτων. Από τη συλλογικότητα των πολιτών, στην ατομικότητα της είδησης – μια περιγραφή της μετάλλαξης.
Ο κόσμος μας αλλάζει. Άλλαξε. Αλλά ο Οικονόμου μέσα στο κείμενό του έσπειρε μια διαπίστωση και μια ερώτηση –Τί θα κάνουμε τώρα, μου λέτε; Μαθαίνεται η αγάπη ή όχι; Κι αν μαθαίνεις ν' αγαπάς κάποιον γι' αυτό που είναι, πώς μαθαίνεις να τον αγαπάς γι' αυτό που θα γίνει; Φοβερό πράγμα δεν είναι, που είναι τέτοιος πόλεμος ατέλειωτος η αγάπη;
Το Πες της δεν είναι μυθιστόρημα – κάτι τέτοιο θα απαιτούσε εξέλιξη χαρακτήρων. Θα το χαρακτήριζα –τολμηρός χαρακτηρισμός– ως χρονογράφημα. Και ως τέτοιο το θεωρώ ιδιαίτερης ποιότητας λογοτεχνικό έργο.
* Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα για εφήβους «Ο άλλος» (εκδ. Πατάκη).