Για το μυθιστόρημα του Ανδρέα Μήτσου «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου» (εκδ. Καστανιώτη). Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία «Love, Simon» (2018).
Γράφει η Λεύκη Σαραντινού
Το παρόν πόνημα του Ανδρέα Μήτσου με τίτλο «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου», το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1995, έχει βραβευτεί με το Κρατικό βραβείο Μυθιστορήματος και επανεκδίδεται φέτος για όγδοη φορά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Σε αυτό μπαίνουν στο μικροσκόπιο η κάπως ανορθόδοξη ερωτική σχέση ενός νεαρού φιλολόγου και μιας παντρεμένης γυναίκας αρκετά μεγαλύτερής του, αλλά και η οιδιποδιακού τύπου σχέση που διατηρεί η τελευταία με τον έφηβο γιο της. Πρόκειται περισσότερο για ένα εξαίσιο ψυχογράφημα ετερόκλητων μεταξύ τους χαρακτήρων, παρά για μυθιστόρημα. Οι βασικοί χαρακτήρες του έργου είναι, επομένως, οι παρακάτω:
Η Φωτούλα, μία όμορφη γυναίκα γύρω στα σαράντα. Ένας σύζυγος καπετάνιος, απών στα καράβια, ο καπετάν Θανάσης. Ένας έφηβος δεκαεξάχρονος γιος, ο Ορέστης Χαλκιόπουλος. Και, τέλος, ο καθηγητής των ελληνικών του στο σχολείο, ο Πέτρος Ευαγγέλου.
Αυτά είναι τα τέσσερα βασικά πρόσωπα της ιστορίας, από τα οποία όμως περιστρέφονται τριγύρω και άλλοι χαρακτήρες, όπως η Μαρία, η Αλεξάνδρα, ο Νίκος κ.α., που είναι φίλοι του έφηβου γιου κυρίως, αλλά και κάποιοι άλλοι δευτερεύοντες χαρακτήρες.
Τίποτε δεν θα μπορούσε πια να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάστασή τους.
«Είναι πράγματι εντυπωσιακός ο τρόπος που το παιδί μηχανεύτηκε την επιτάχυνση του σχεδίου του και την πρώιμη πρόκληση της αναγκαίας έκρηξης. Συγκινητική και η αυτοθυσία του, γιατί γνώριζε ότι πρώτος ο ίδιος κινδύνευε από την έκρηξη. Εξεβίασε λοιπόν τα γεγονότα και δημιούργησε μια τετελεσμένη κατάσταση. Ήξερε πως, μετά τη βάναυση συμπεριφορά του, η κάθε στιγμή από μόνη της θα γεννούσε αναπόφευκτες παρενέργειες. Τίποτε δεν θα μπορούσε πια να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάστασή τους. Τώρα είχαν αποκτήσει μια απερίγραπτη ρευστότητα και δυναμική. Ένα θερμό, δηλαδή, υπόγειο ποτάμι ανέβαζε σταθερά τη στάθμη του. Δε δίστασε, επομένως, καθόλου να συντελέσει ακόμα πιο πολύ στην επίσπευση των γεγονότων».
Το παράδοξο στην όλη ιστορία είναι ότι η κάπως αλλοπρόσαλλη σχέση του φιλολόγου και της παντρεμένης γυναίκας αρχίζει με «σπρώξιμο» του ίδιου του Ορέστη, του μαθητή, ο οποίος διατηρεί μία σχέση αρκετά προσωπικής εμπιστοσύνης με τον καθηγητή του, ο οποίος, προφανώς, αντικαθιστά στην καρδιά του τον διαρκώς απόντα πατέρα του προσφέροντας το ατόφιο ανδρικό πρότυπο. Η σχέση μάνας-γιου είναι καθαρά φροϋδική και οιδιπόδεια, κάπως αφύσικη είναι η αλήθεια και ίσως ξενίσει τους αναγνώστες. Τίποτε όμως στο βιβλίο αυτό δεν είναι αμιγώς ρεαλιστικό. Ούτε η υπόθεση, ούτε οι χαρακτήρες, αλλά ούτε και οι αφηγηματικές τεχνικές. Το όλο κλίμα του βιβλίου θυμίζει έναν υπερβατικό και συνάμα μαγικό ρεαλισμό, ο οποίος ενισχύεται με άφθονη εικονοποιία από μεταφορικές εικόνες και φράσεις.
Ο συγγραφέας δεν αποζητά να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα καταιγιστικής πλοκής. Απεναντίας αφηγείται την ιστορία του δίχως να βιάζεται διόλου και εμμένει στην αποτύπωση στο χαρτί των συναισθημάτων, αλλά και των σκέψεων των χαρακτήρων του, παραθέτοντας ακόμη και ημερολογιακές καταγραφές των προσώπων που πρωταγωνιστούν. Η αφήγηση εναλλάσσεται από το ένα πρόσωπο στο άλλο και προσφέρει στους αναγνώστες όλες τις διαθέσιμες οπτικές γωνίες προκειμένου να διαπιστώσει και ο ίδιος κατά πόσον ήταν ανίσχυρα τελικά τα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου σχετικά με το ένοχο παρελθόν του φιλολόγου για τη σχέση που διατηρούσε με τη μητέρα του Ορέστη. Εν τέλει όλα θα λυθούν και θα ταχτοποιηθούν, πάντως, και ο συγγραφέας δεν θα μας αφήσει με άλυτες απορίες. Η επιστροφή του καπετάν Θανάση, όπως και του ίδιου του φιλολόγου στην Ελλάδα είκοσι πέντε χρόνια μετά, όταν όλα θα έχουν πια τελειώσει, μια απρόσμενη εγκυμοσύνη, καθώς και ένα ταξίδι στην Κεφαλονιά θα αποβούν οι καταλύτες για τη λύση του δράματος.
*Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Γραφο... σκιάσεις: Ασκήσεις δημιουργικής γραφής για εφήβους και ενήλικες» (εκδ. 24 Γράμματα).