Για το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη «Το λευκό κουστούμι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στην κεντρική εικόνα, έργο του Νίκου Λύτρα, «Βάρκα με πανί» (Πάνορμος, Τήνος), 1925.
Γράφει η Λεύκη Σαραντινού
Ένα μικρό αιγαιοπελαγίτικο νησί μπορεί να είναι παράδεισος για ορισμένους, για κάποιους όμως μπορεί να φαίνεται σαν φυλακή ζωσμένη τριγύρω με θάλασσα. Έτσι αισθάνεται, τουλάχιστον, ο νεαρός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη με τίτλο «Το λευκό κουστούμι».
Ο νεαρός θέλει απεγνωσμένα να ξεφύγει από τα στενά ασφυκτικά όρια του νησιού του, της Τήνου, από την θάλασσα που τον περιβάλλει, από τους ίδιους και τους ίδιους ανθρώπους που συναντά συνεχώς γύρω του, από τις προκαταλήψεις, τις παραδόσεις και τις συνήθειες του τόπου του. Ονειρεύεται την ανωνυμία που μπορεί να του εξασφαλίσει η πρωτεύουσα και παράλληλα αναθυμάται, καθώς παραθέτει στους αναγνώστες του σπαράγματα της ψυχοσύνθεσής του.
Οι οικογενειακές αναμνήσεις του πρωταγωνιστή είναι πλημμυρισμένες από τις διαμάχες του Εμφυλίου και του Εθνικού Διχασμού τις οποίες βίωσε ο παππούς του από πρώτο χέρι και η μορφή του πατέρα του τον στοιχειώνει. Ο θάνατος του τελευταίου θα είναι το αποκορύφωμα της αφήγησης και θα σηματοδοτήσει την απελευθέρωση του πρωταγωνιστή από τα δεσμά του. Μαζί με τις αναμνήσεις του Εμφυλίου, κομβικό ρόλο στις αναμνήσεις και τη ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή παίζει η θάλασσα και το καράβι, κάτι απολύτως φυσιολογικό για όλους τους νησιώτες. Η θάλασσα μπορεί να φαίνεται σε κάποιους ως συνώνυμη της ελευθερίας και της απεραντοσύνης, για έναν νησιώτη, όμως, μπορεί κάλλιστα να παρομοιαστεί με την ειρκτή, αφού αποτελεί το μέσο του ακούσιου περιορισμού του. Δεν μπορείς να τη διασχίσεις όταν θέλεις, πάντοτε απαιτείται ένα μεταφορικό μέσο.
Δε χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια προκειμένου να καταλάβει ο συγγραφέας ότι το βιβλίο αυτό είναι, κατά ένα μεγάλο μέρος του, αυτοβιογραφικό, αφού ο πρωταγωνιστής ταυτίζεται με τον συγγραφέα.
Δε χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια προκειμένου να καταλάβει ο συγγραφέας ότι το βιβλίο αυτό είναι, κατά ένα μεγάλο μέρος του, αυτοβιογραφικό, αφού ο πρωταγωνιστής ταυτίζεται με τον συγγραφέα. Οι αναμνήσεις και οι μύχιες επιθυμίες του πρωταγωνιστή ανήκουν και στον συγγραφέα και ο τελευταίος αντλεί το αφηγηματικό υλικό του από τα παιδικά του χρόνια στο νησί και από τις μετέπειτα αναμνήσεις του στην πρωτεύουσα, όπου πήγε για πρώτη φορά στα δεκαοκτώ του χρόνια. Πρόκειται, επομένως, για ένα είδος μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας ή μιας εναλλακτικής ιστορίας ενηλικίωσης που απεικονίζει παραστατικά μία ολόκληρη εποχή. Ο συγγραφέας-πρωταγωνιστής πότε απευθύνεται στους αναγνώστες του ως παιδί και πότε ως ώριμος ενήλικας.
Η αφήγηση κρατάει κάποια γραμμικότητα σε ό,τι αφορά τη σειρά των παρατιθέμενων αναμνήσεων. Ο χρόνος, παρελθόν και παρόν, ενοποιούνται και η εναλλαγή ανάμεσα σε διαφορετικά χρονικά σημεία εξομαλύνεται.
Ο λόγος είναι ενίοτε αποφθεγματικός, χωρίς πολλούς διαλόγους, χρωματισμένος με κάμποσες υπερρεαλιστικές πινελιές. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κάποιες φορές επιφωνήματα προκειμένου να χρωματίσει συναισθηματικά τα γραφόμενά του και πολλά κόμματα προκειμένου να καταγράψει ενδελεχώς τις σκέψεις του στο χαρτί. Η γραφή μοιάζει περισσότερο με αυθόρμητη καταγραφή συναισθημάτων, σκέψεων και προσωπικών βιωμάτων. Όσο για το «λευκό κουστούμι», αυτό συμβολίζει την πολυπόθητη ελευθερία του πρωταγωνιστή -και κατ’ επέκταση και του συγγραφέα.
Συγκινητικό, νοσταλγικό, πότε παιχνιδιάρικο και πότε στιβαρό στην αφήγησή του, «Το λευκό κουστούμι» είναι η τοιχογραφία μιας εποχής που παρήλθε ανεπιστρεπτί μέσα από τη ματιά ενός άντρα του σήμερα που ανδρώθηκε στο χτες.
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Γραφο... σκιάσεις: Ασκήσεις δημιουργικής γραφής για εφήβους και ενήλικες» (εκδ. 24 Γράμματα).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Να ήταν αρχές Μαΐου που ο καιρός άλλαξε μετά τις τελευταίες ψύχρες και άρχισε να ζεσταίνει μυρίζοντας καλοκαίρι; Το όμορφο καλοκαίρι των νησιών που, θαρρείς, βγαίνουν από τη χειμερία τους νάρκη σ’ έναν θρίαμβο από φως λευκού και γαλάζιου. Ανοίγουν τα παραθυρόφυλλα να μπει ο ήλιος, ανοίγουν οι καρδιές να μπει ο έρωτας, να βγει η ζωή έξω, ν’ απλωθεί. Ο ορίζοντας είχε ανοίξει ολότελα. Έβλεπες τα απέναντι νησιά ζωγραφισμένα σαν θαλασσογραφίες».