Για τη νουβέλα του Αλέξανδρου Διαμαντή «Ας φύγουμε λοιπόν», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, και «καταλήγει να εκφράζει τον θρήνο μιας γενιάς, η οποία ενηλικιώθηκε απότομα και εξίσου απότομα προσγειώθηκε». Κεντρική εικόνα: Οι Jeanne Moreau, Oskar Werner, Henri Serre στην ταινία του François Truffaut «Ζυλ και Τζιμ».
Γράφει η Λεύκη Σαραντινού
Ο Αλέξανδρος Διαμαντής είναι ένας νέος λογοτέχνης, με καταβολές από τον χώρο του θεάτρου και των εικαστικών. Ως νέος και στην ηλικία –εκτός από τη λογοτεχνία– ασχολείται στην πρώτη αυτή νουβέλα «Ας φύγουμε λοιπόν», με τα προβλήματα και τις έγνοιες της νιότης, της φοιτητικής ζωής και της ενηλικίωσης.
Ίσως αναρωτηθεί, εύλογα βέβαια, κάποιος ποια ακριβώς είναι τα προβλήματα της νιότης, εφόσον αυτή η ηλικία είναι ταυτισμένη, τουλάχιστον για όσους την έχουν αφήσει πλέον για τα καλά πίσω τους, με την ξεγνοιασιά, την ανεμελιά και την καλοπέραση. Κι όμως, υπαρξιακά προβλήματα και αναζήτηση ταυτότητας φαίνεται ν' απασχολούν κατά κόρον τους νέους κι αυτό αποτυπώνεται με θαυμαστή καθαρότητα στη νουβέλα του Αλέξανδρου Διαμαντή.
Ο Θεοδόσης και ο Νίκος είναι φίλοι από παιδιά, φοιτητές στη Αθήνα του 2012, μα δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται και πολύ για τις σπουδές τους. Αντιθέτως, διάγουν μία «άσωτη» ζωή, μέσα στις γυναίκες, τα ξενύχτια, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Και η ζωή κυλά ακάθεκτη κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα συνέχιζε να κυλά έτσι, εφόσον δεν ερωτεύονταν και οι δυο φίλοι την ίδια γυναίκα. Γνωστό μοτίβο στη λογοτεχνία το συγκεκριμένο είναι η αλήθεια, όμως ο Διαμαντής το χειρίζεται με έναν εντελώς ασυνήθιστο τρόπο. Μπορεί να φαίνεται ότι αυτό είναι το κεντρικό θέμα της νουβέλας, όμως ο Διαμαντής φαίνεται να επικεντρώνεται περισσότερο στην απεικόνιση της ψυχολογίας των δύο νέων. Εμείς είμαστε τελικά που διαμορφώνουμε τις ζωές μας με τον τρόπο που επιθυμούμε ή η ίδια η ζωή μας προλαβαίνει με τις επιλογές που μας επιφυλάσσει χωρίς να μας ρωτήσει;
«Η ζωή τους ήταν σαν ένα παιχνίδι χαρτιά που το εφηύραν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους, με κανόνες δικούς τους, που, αν τους τηρούσαν, τους τηρούσαν από απλή πίστη σε όσα οι ίδιοι επέλεξαν και που μπορούσαν να τους αλλάξουν την ίδια στιγμή που θ’ άλλαζαν και τις επιλογές τους».
Διάγουν μία «άσωτη» ζωή, μέσα στις γυναίκες, τα ξενύχτια, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Και η ζωή κυλά ακάθεκτη κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα συνέχιζε να κυλά έτσι, εφόσον δεν ερωτεύονταν και οι δυο φίλοι την ίδια γυναίκα.
Το περίφημο πάρτι που διοργανώνει η Μαρίνα είναι η κορύφωση στην υπόθεση της σύντομης αυτής νουβέλας. Άφθονο αλκοόλ, γυναίκες που υπόσχονται εξίσου άφθονο σεξ, μουσική και χορός, όλα μέχρι τελικής πτώσεως.
«Τα κορίτσια έμοιαζαν με αλογάκια της Παναγίας, έτσι όπως πηγαινοέρχονταν εύθραυστα πάνω σε ψηλά τακούνια, τυλιγμένα με πολύχρωμα μεταξωτά φορέματα. Τα μαλλιά τους γυαλίζανε κι οι κολόνιές τους ήταν σαν να έτρεχαν να διαφύγουν από κάποιου είδους επανάσταση».
Και όλα θα ξεκαθαρίσουν εν τέλει εκεί, σε αυτό το πάρτι. Η ίδια η Δέσποινα, βέβαια, εξακολουθεί να παίζει το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού με τους δυο φίλους:
«Ίσως σας αφήσω και πάλι και τους δύο μόνους σας και πάω στο Νησί μου».
«Κι εμείς τι θα κάνουμε πάλι χωρίς εσένα;»
Του χαμογέλασε και σήκωσε τους ώμους.
«Βράστε στο ζουμί σας σαν αστακοί!».
Τι θα κάνουν τελικά οι δύο φίλοι; Ποια θα είναι η κατάληξη τόσο της φιλίας τους όσο και τους έρωτά τους για την Δέσποινα; Προτίθενται, απ’ ότι φαίνεται, να φύγουν. Διότι πολλές φορές, η φυγή είναι η λύση.
«Μιλούσαν για τους φόβους τους και τις ελπίδες τους. Μιλούσαν και κολυμπούσαν, και ήταν παρηγοριά που μιλούσαν όσο κολυμπούσαν, γιατί κολυμπούσαν μόνοι τους, και η θάλασσα ήταν άγρια και χωρίς αρχή και τέλος, και δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο ανθρώπινο, εκτός από τα λόγια τους».
Νουβέλα ενηλικίωσης, ή ακόμη καλύτερα μία «ανταπόκριση» ενηλικίωσης, είναι η νουβέλα του Αλέξανδρου Διαμαντή. Με μια πρώτη –συχνά επιπόλαιη και γρήγορη– ανάγνωση, μπορεί η νουβέλα να δείχνει απλοϊκή και χωρίς βάθος, ο προσεκτικός όμως αναγνώστης θα βρει τα κρυμμένα νοήματά της.
Η νουβέλα ξεκινά ρομαντικά και αισιόδοξα και καταλήγει να εκφράζει τον θρήνο μιας γενιάς, η οποία ενηλικιώθηκε απότομα και εξίσου απότομα προσγειώθηκε, από το ροζ συννεφάκι της ονειροπόλησης, σε μία πεζή πραγματικότητα, γεμάτη δυσάρεστες εκπλήξεις και δυσκολίες. Ο άνθρωπος όμως σε όλες τις συνθήκες καταφέρνει να διατηρήσει άσβεστο τον πόθο του για τη ζωή, αλλά και για τον συνάνθρωπο.
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Γραφο... σκιάσεις: Ασκήσεις δημιουργικής γραφής για εφήβους και ενήλικες» (εκδ. 24 Γράμματα).