Για το τρίτο μυθιστόρημα της τριλογίας «Πένθος και Έξαρση» του Αλέξανδρου Ασωνίτη «Καθαρμοί» (εκδ. Πατάκη).
Γράφει ο Βασίλης Κατσικονούρης
Πριν από κάμποσο καιρό διάβασα την Εκτέλεση και την Εκδίκηση, τα δύο πρώτα μυθιστορήματα της τριλογίας «Πένθος και Έξαρση». Έλεγα τότε πως το έργο τού Αλέξανδρου Ασωνίτη είναι ένα έπος. Ειδολογικά, εννοιολογικά και ως περιεχόμενο και ουσία. Τώρα, εδώ, στο τρίτο μέρος, Καθαρμοί, δεν ξέρω πια τι να πω. Συμμερίζομαι μόνο την αμηχανία όλων όσων –ειδικών και μη– έπρεπε να μιλήσουν όταν εμφανίστηκε ο Οδυσσέας του James Joyce. Διότι για κάτι ανάλογο πρόκειται. Ένα σπάσιμο του χωροχρονικού, μια βίαιη ανατροπή των κανόνων σχετικά με το ποιος είναι ο ήρωας, ποιος ο αφηγητής, ποιος ο αναγνώστης, μία ρηξικέλευθη τομή στην έννοια και στην αίσθηση της αφήγησης.
Και, όχι, δεν πρόκειται για κάποιο μεταμοντέρνο πειραματισμό ή μεταλογοτεχνικό δημιούργημα ή ό,τι άλλο μετα-κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Αν έπρεπε να υπάρχει ένα πρόθεμα στο έργο του Αλέξανδρου Ασωνίτη, αυτό θα ήταν όχι το μετα– αλλά το προ–. Η λογοτεχνία στην προ-λογοτεχνική της μορφή, η αφήγηση στην προ-αφηγηματική της κατάσταση, οι ήρωες στο ψυχικό τους πρόπλασμα. Σε αυτή την προ-ιστορική περίοδο της λογοτεχνίας καταδύεται ο συγγραφέας και από εκεί αναδύεται, κρατώντας ψηλά, σαν φριχτό, ιερό κεφάλι, την ανθρώπινη ψυχή. Και αν στα πρώτα δύο μέρη ήταν ένας ραψωδός, τώρα είναι ένας αρχαίος σαμάνος. Που μας καλεί και μας παίρνει μαζί του σε ένα εμπύρετο ταξίδι στα σκοτεινά τοπία του ασυνείδητου. Ένα ταξίδι όπου καταλύονται τα όρια του χρόνου και του χώρου, και ο αφηγητής –μαζί και ο αναγνώστης– πηγαίνει σαν μπίλια του φλίπερ και χτυπιέται στα τοιχώματα που ορίζουν τις διαστάσεις, προσπαθώντας να τα διαρρήξει και αυτά –όπως και τα όρια της γλώσσας. Και το καταφέρνει. Ο αναγνώστης βυθίζεται σε αυτή την εμπειρία, πρωτόγνωρη και οργιαστική, διαβάζει και όχι μόνο, ακούει και χορεύει. Συμπάσχει, ιδρώνει και πονάει.
Και αν στα πρώτα δύο μέρη ήταν ένας ραψωδός, τώρα είναι ένας αρχαίος σαμάνος. Που μας καλεί και μας παίρνει μαζί του σε ένα εμπύρετο ταξίδι στα σκοτεινά τοπία του ασυνείδητου.
Ο τίτλος είναι Καθαρμοί. Αλλά ο Ασωνίτης ξέρει ότι της κάθαρσης προηγείται η μέθεξις. Και ακόμα πιο καλά ξέρει πώς γίνεται αυτό. Όπως το έκαναν οι παλιοί παραμυθάδες, οι δημοτικοί ποιητές και τραγουδιστάδες, οι ρεμπέτες και όλοι αυτοί να τραβούν γραμμή από τυφλούς, αρχαίους ραψωδούς που έπεφταν σε έκσταση αφηγούμενοι. Τυφλοί στο φως αλλά ορώντες το σκότος. Και απάνω από αυτό το σκότος μετεωρίζεται ο σαμάνος μας, μαζί του κι εμείς. Βλέπει πώς γεννιέται η έξαρση, ο πυρετός της εκδίκησης μέσα από το πένθος. Ξέρουμε ήδη τι τρομερό έχει συντελεσθεί. Το τρίτο μέρος της τριλογίας είναι ένα ψυχικό prequel, θα το λέγαμε, για το πώς γεννιέται, πώς οργανώνεται και σε ποια κόλαση μέσα, ο πόθος της εκδίκησης, και εν τέλει πώς αλλοιώνεται η ψυχή (αλλοιώνεται μια κουβέντα είναι) μήπως απεκδύεται – καθαίρεται αυτή από καθετί τεχνητά ευγενές και πολιτισμένο για να βρει την αληθινή μαύρη ρίζα της ύπαρξής της;
Αλλά δεν είναι μόνο μία η ρίζα της ανθρώπινης ψυχής. Από δυο ποταμούς αρδεύεται αυτή. Ανάγκη να βρεθεί και η άλλη, η πιο φωτεινή. Γι’ αυτό και η αφήγηση ανοίγει σε δύο μεγάλα ρεύματα. Το ένα, είπαμε, στα χρόνια πριν το ανείπωτα μακάβριο γεγονός, στο μαρτύριο του Ταλλανδιανού που δεν μπορεί να πενθήσει, απλώς να πενθήσει και να ησυχάσει, και η άλλη αφήγηση στις μέρες μας, μετά το γεγονός της σφαγής, ακολουθεί το alter ego του, τον Ταλλανδιανό Βήτα. Αυτός είναι ένα από τα παιδιά που ο Ταλλανδιανός Α΄ είχε πάρει από την κατεχόμενη Κύπρο για να το μετατρέψει και αυτό σε τυφλό φονιά, ένα «ανθρωπόσκυλο», τρόφιμο πια του Δρομοκαΐτειου στην Αθήνα... Προσπαθεί τώρα, στην ηλικία των 25 χρόνων, να ξαναβρεί την ανθρώπινή του ταυτότητα μετά τη φρίκη που έζησε και διέπραξε.
Και θα την ξαναβρεί. Θα γίνει ο καθαρμός. Όχι σε κάποιο μαντείο, ναό ή άλλον ιερό τόπο. Το καθαρτήριο είναι ένα σκυλάδικο πέμπτης κατηγορίας στα περίχωρα της Ελευσίνας. Ακόμα φαίνεται πως τελούνται Μυστήρια εκεί. Ακόμα φαίνεται πως υπάρχουν ιεροφάντες. Όπως ο τυφλός άντρας που σηκώνεται να τραγουδήσει, φιγούρα αρχαϊκή, σαν του Ομήρου και σαν του Γιάννη του Παπαϊωάννου ή ο Μπαγιαντέρας με το μπουζούκι του. Εκεί ο Ταλλανδιανός Β΄, με το προσωνύμιο «ο Μόνος», θα ενσωματωθεί με τους άλλους. Εκεί ο Ούτις θα γίνει τις. Σε μια σεκάνς ανεπανάληπτη, συγκλονιστική, που ο Κουστουρίτσα ή ο Βούλγαρης θα λάτρευαν να γυρίσουν ή και –γιατί όχι– ο Ταρκόφσκι σαν ένα εναλλακτικό φινάλε για την «Νοσταλγία» του. Εκεί και ο αφηγητής, ο ραψωδός μαζί και σαμάνος μας, θα σιωπήσει, θα αποσυρθεί ήσυχα από την έκστασή του, αλλά θα αφήσει εμάς εκστασιασμένους. Και στη σύγχρονη, ελληνική λογοτεχνία ένα καθοριστικό τοπόσημο. Τυχεροί όσοι αξιωθούν να το κοινωνήσουν.
* Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΤΣΙΚΟΝΟΥΡΗΣ είναι θεατρικός συγγραφέας. Έχει επίσης ασχοληθεί με την πεζογραφία και τη σκηνοθεσία. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Ο δρόμος του κεραυνού – Ένα ζεν αστείο για τον χρόνο» (εκδ. Αίολος).