
Για το μυθιστόρημα της Μαρίας Μαυρικάκη «Εξαρτάται – Μια ιστορία ζωής δίπλα στην εξάρτηση» (εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Πλατεία Εξαρχείων 1985 © φωτογραφία Γιώργος Νικολαΐδης.
Γράφει η Έλενα Χουζούρη
Πώς εξοικονομείς μια μέγιστη απώλεια; Πώς αναμετράσαι με το πένθος; Πώς διαχειρίζεσαι αναμνήσεις μιας πορείας καταστροφής και θανάτου που σε θέτουν μπροστά σε πιθανές ενοχές και διαδρομές χωρίς απαντήσεις; Η Μαρία Μαυρικάκη επέλεξε τον τρόπο της γραφής, της λογοτεχνίας, για να αποφορτίσει το πένθιμο γαϊτανάκι που της προκάλεσε η πορεία προς τον θάνατο του, εξαρτημένου από τα ναρκωτικά, αδελφού της αφενός, και, αφετέρου για να στείλει ένα μήνυμα σε όσους αυταπατώνται ότι μπορεί να υπάρξει ένα φως σε αυτό το μακάβριο τούνελ.
Παρά το συναισθηματικό όμως βάρος που εκ των πραγμάτων προκαλεί ένα τέτοιο γεγονός, η Μαυρικάκη απέφυγε, και ορθά, να το εκβάλλει στις αυτοβιογραφικές σελίδες του μυθιστορήματός της, σεβόμενη τη λογοτεχνία που θέλησε να διακονήσει. Επέλεξε λοιπόν την οδό του πολυφωνικού μυθιστορήματος, ο οποίος τη βοηθά να πάρει αποστάσεις από το βαρυφορτωμένο της βίωμα υποδυόμενη πολλαπλούς ρόλους, με πολλαπλά προσωπεία. Έτσι στο πολυφωνικό αυτό μυθιστόρημά της, επτά διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, μιλούν σε πρωτοπρόσωπο λόγο και, ψηφίδα την ψηφίδα, αφήγηση την αφήγηση, προσπαθούν να σκιαγραφήσουν τόσο το προφίλ του μοιραίου κεντρικού αντι-ήρωα, όσο και να σχεδιάσουν τις διαδρομές που εκείνος ακολουθεί από τις πρώτες επαφές του με την παραβατικότητα, έως τον τελικό αφανισμό του.
Στο πολυφωνικό αυτό μυθιστόρημά της, επτά διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, μιλούν σε πρωτοπρόσωπο λόγο και, ψηφίδα την ψηφίδα, αφήγηση την αφήγηση, προσπαθούν να σκιαγραφήσουν τόσο το προφίλ του μοιραίου κεντρικού αντι-ήρωα, όσο και να σχεδιάσουν τις διαδρομές που εκείνος ακολουθεί από τις πρώτες επαφές του με την παραβατικότητα, έως τον τελικό αφανισμό του.
Η αδελφή, φύλακας-άγγελος Ρία, ο αυθεντικός ροκάς Γεράσιμος, ο ξάδελφος, ναυτικός Γαβρίλος, ο επαρχιώτης Γαρύφαλος, η ερωτευμένη Τούλα, ο φλιπεράκιας Αρίστος, ο γιατρός Γρηγόρης. Κάθε αφηγητής/αφηγήτρια «μιλάει» με το ιδιόλεκτο της κοινωνικής κατηγορίας στην οποία ανήκει ή της σχέσης που έχει με τον βασικό πρωταγωνιστή. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις είναι εντυπωσιακό το πόσο η συγγραφέας κατορθώνει να μιμηθεί τις εκφράσεις τους. Ανάμεσα σε αυτές τις φωνές, η Μαυρικάκη, εμβολίζει και εκείνη του αντι-ήρωα της, που μοιάζει σαν να συνομιλεί με όλες τις φωνές που αναφέρονται σε αυτόν. Δημιουργείται έτσι μια κυκλική αφήγηση που παραπέμπει σε αρχαίο χορό με κορυφαία φωνή, εκείνη της Ρίας, της αδελφής του Άκη, ο οποίος είναι το τραγικό πρόσωπο.
Ο μυθιστορηματικός χρόνος διακτινίζεται μέσα από τις αφηγήσεις των επτά προσώπων συν του Άκη. Όσο για τη Ρία, εκτός του ότι επιφορτίζεται το βάρος της αφήγησης αφού ξεκλειδώνει τα μυστικά της καταστροφικής πορείας του εξαρτημένου αδελφού, παράλληλα, καταθέτει την προσωπική της ιστορία ενηλικίωσης και ωρίμανσης δίπλα του. Μια ιστορία προσωπικής εσωτερικής οδύνης, ενοχών, αντιφατικών συναισθημάτων, και τελικά παραδοχής και συμφιλίωσης με το αναπότρεπτο γεγονός της απώλειας, του θανάτου. Ταυτόχρονα, τόσο η Ρία –κυρίως– όσο και οι άλλοι που συνθέτουν το αφηγηματικό παζλ αναβιώνουν και την ατμόσφαιρα των δεκαετιών τις οποίες διασχίζει ο Άκης, από τις πρώτες απόπειρας παραβατικότητας στα χρόνια της αθώας ακόμη νιότης του, έως το πλήρες και αμετάκλητο βύθισμά του στην καταστροφή και στον αφανισμό που επιφέρουν τα ναρκωτικά.
Μια ιστορία προσωπικής εσωτερικής οδύνης, ενοχών, αντιφατικών συναισθημάτων, και τελικά παραδοχής και συμφιλίωσης με το αναπότρεπτο γεγονός της απώλειας, του θανάτου.
Η αυλαία ανοίγει στην Αθήνα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, όπου το να δοκιμάσεις οτιδήποτε που θα σου έδινε την αίσθηση της ελευθερίας –η δικτατορία είχε αφήσει πολλά απωθημένα στην νεολαία– ήταν απολύτως μέσα στο πνεύμα της εποχής. Ένας μεταχρονολογημένος Μάης του ’68 στα καθ’ ημάς. Δεν ήταν τότε λίγοι που άρχισαν με τον λεγόμενο «μπάφο», κοινώς χασίσι. Ο Άκης του μυθιστορήματος είναι ανάμεσά τους. Κάποιοι την επόμενη δεκαετία, όταν οι επαναστατικοί ή επαναστατίζοντες ορίζοντες είχαν αρχίσει να στενεύουν απελπιστικά ανακάλυψαν την... sister morphine και όχι μόνον στη μουσική των Rolling Stones.
Απoκεί και πέρα η Αθήνα αλλάζει σταδιακά όψη. Στο παιχνίδι μπαίνουν χοντρά, έμποροι και βαποράκια. Οι γωνιές των Εξαρχείων γεμίζουν σκιές και συνθήματα στους τοίχους, του τύπου «Οι μπάτσοι πουλάν την ηρωίνη». Στο μυθιστόρημα, πάντα μέσα από τις κυκλικές αφηγήσεις, εμφανίζονται καινούργιες λέξεις που σηματοδοτούν καινούργιους χώρους, όπως «18 άνω», «Δώδεκα βήματα», «ΚΕΘΕΑ», «ΟΚΑΝΑ», Δημόσιο Ψυχιατρείο, ναρκομανείς Ανώνυμοι, Νι Άλφα, κλινικές απεξάρτησης, νοσοκομεία, EKAB. Τις σελίδες του μυθιστορήματος τις διατρέχει η ροκ μουσική των δεκαετιών 1970 και 1980, η οποία εμφανίζεται ως ένα είδος ηχητικού εικονοστάσιου για τον Άκη, τον Γεράσιμο, τη Ρία, σαν συνδετικός κρίκος εκείνων των εποχών και των γεγονότων που τις συγκροτούν ή σαν ένα είδος μυστικής επικοινωνίας ανάμεσα στην μητρική φιγούρα της αδελφής με τον πολυεξαρτημένο αδελφό. Δεν είναι τυχαία η συχνή μνημονική επίκληση της Ρίας σπουδαίων ροκ συγκροτημάτων, όπως Jethro Tull, Talking Heads, Doors , Rolling Stones, Black Sabbath, Guns ’N’ Roses καθώς και εμβληματικών ρόκερς όπως ο Rory Galacher και ο Erik Clapton.
Στο τέλος του μυθιστορήματος η συγγραφέας εγκαταλείπει τα αφηγηματικά της προσωπεία και καταθέτει, με περισσότερο συγκινησιακό λόγο, το πώς η οδυνηρή αυτή περιπέτειά της έφτασε να μεταπλαστεί σε λογοτεχνία, σαν ένα είδος κάθαρσης και συμφιλίωσης με την απώλεια του αδελφού. Ένα έντιμο, ειλικρινές αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, χωρίς συναισθηματικές κορόνες, για ένα εξαιρετικά δύσκολο θέμα.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
Μιλάει η Ρία
«Δεν άλλαξα ποτέ στάση. Διαπραγματευόμουν μαζί σου την δική μου φαντασίωση και γινόμουν βαθιά αντιπαθής. Ήθελα να σφραγίσω τα αυτιά μου με κερί να μη σε ακούω, να γίνω εγώ ο Οδυσσέας, αφού εσύ υπέκυπτες στις Σειρήνες. Κάθε φορά η ίδια αντίδραση, αποκύημα μιας ελπίδας που παρέμενε φρούδα. Έκανα αγώνα να συγκρατηθώ. Στο παρελθόν, αν μου ζητιάνευαν στον δρόμο πρεζάκια, γύριζα αλλού το πρόσωπο μου. Τελευταία τους απαντούσα απότομα, μέχρι που έβριζα κιόλας. “Μια βοήθεια κοπελιά, ένα εισιτήριο…” πρόλαβε να πει ο ανυποψίαστος. Τον ανάγκασα να αφήσει το ποίημα μισοτελειωμένο. Απομακρύνθηκε βλαστημώντας. “Μάζεψε το στόμα σου, κακομοίρη” συνέχισα τις τσιρίδες. Δε μου περίσσευε ίχνος συμπάθειας για τους ομοίους σου. Ήθελα να πάψουν να βγαίνουν στη ζήτα με την κλαψοφωνή τους. Είχα μπουχτίσει από ψέματα. Τα ψέματά σου ατελείωτα. Ευρηματικά, αφελή, αναμενόμενα, αστεία, αχρείαστα. Πουλούσες και αγόραζες κόσμο, πολλές φορές και εμένα».