Για το μυθιστόρημα του Άρη Μαραγκόπουλου «Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ» (εκδ. Τόπος).
Γράφει ο Σόλωνας Παπαγεωργίου
Το 2012, μέσα στην κρίση, τρεις ηλικιωμένοι κολυμβητές που μοιράζονται το ίδιο όνομα, Θωμάς, καταφεύγουν σε μια απάνεμη παραλία κοντά στη Βάρκιζα. Η παραλία είναι το καταφύγιό τους: οι τρεις τους μοιράζονται ιστορίες, ακούν μουσική στο ραδιόφωνο, πίνουν, καυγαδίζουν φιλικά και πότε πότε κολυμπούν.
Πρόκειται για μια ετερόκλητη παρέα: ο ένας είναι συνδικαλιστής, βασανισμένος από τη Χούντα, άνθρωπος που ακολουθεί χωρίς δεύτερη σκέψη τη γραμμή του κόμματός του• ο δεύτερος είναι παλιός βασιλόφρονας, επιχειρηματίας, άνθρωπος της νύχτας χωρίς ταξική συνείδηση• ο τρίτος, πρώην εύζωνας, πρώην εργολάβος, υποστηριχτής του ΠΑΣΟΚ, είναι παντρεμένος με μια πολύ νεότερη γυναίκα και σε κάθε συζήτηση φροντίζει να κρατά ίσες αποστάσεις.
Η παραλία του μυθιστορήματος του Άρη Μαραγκόπουλου είναι στην ουσία μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Οι ηλικιωμένοι συνονόματοι γίνονται φίλοι με τον συνομήλικό τους Φώντα, έναν συνταξιούχο καθηγητή, έναν άνδρα προβληματισμένο, δέσμιο του παρελθόντος, που μονίμως συζητά για τις πολιτικές εξελίξεις, για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και για την άνοδο της ακροδεξιάς, και συνήθως διαφωνεί με τους υπόλοιπους κολυμβητές. Η παρέα μεγαλώνει με την άφιξη του ναυτικού Νώντα και της συζύγου του, της Μεξικανής Ινέθ, αμφότεροι πρώην σύμμαχοι των Ζαπατίστας.
Μετά από μια στυγερή δολοφονία, οι πρωταγωνιστές θα ενώσουν τις δυνάμεις τους και θα κυνηγήσουν τους ενόχους με στόχο την απονομή της δικαιοσύνης.
O Άρης Μαραγκόπουλος (γεν.: Αθήνα 1948) έχει εκδώσει περισσότερα από είκοσι βιβλία πεζογραφίας, κριτικής και τέχνης, και πάνω από δέκα μεταφράσεις (από τα γαλλικά και τα αγγλικά). Γράφει ανέκαθεν κριτική σε θέματα κουλτούρας ιδεών και πολιτισμού στoν έντυπο και στον ηλεκτρονικό Tύπο (βλ. εν προκειμένω, το δοκίμιό του πολιτισμικής θεωρίας: Πεδία Μάχης Αφύλακτα (Τόπος 2014) ή το πολύ πρόσφατο (σε επιμέλεια των παν/κών Κατερίνας Κωστίου και Άννας Κατσιγιάννη) Πορτρέτο του Συγγραφέα ως Κριτικού (Τόπος 2020). © photo: Ήρα Πανανίδου |
Η παραλία του μυθιστορήματος του Άρη Μαραγκόπουλου είναι στην ουσία μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Καθώς περιγράφει τις ζωές και τις σκέψεις των τριών συνονόματων ηρώων, ο Μαραγκόπουλος συνοψίζει αρκετές από τις παθογένειες της νεοελληνικής πραγματικότητας. Εν ολίγοις, οι τρεις Θωμάδες ενσαρκώνουν τον παραλογισμό της εποχής μας.
O Μαραγκόπουλος συνοψίζει αρκετές από τις παθογένειες της νεοελληνικής πραγματικότητας. Εν ολίγοις, οι τρεις Θωμάδες ενσαρκώνουν τον παραλογισμό της εποχής μας.
Βέβαια, η χρήση του ευρήματος της συνωνυμίας εγκυμονεί κάποιους κινδύνους: ένας άπειρος συγγραφέας εύκολα θα έπεφτε στην παγίδα της ηθικολογίας και θα αρκούταν να παρουσιάσει τους συγκεκριμένους ήρωες ως απλές καρικατούρες ή ως αρχετυπικές φιγούρες. Από την άλλη, ο Μαραγκόπουλος δημιουργεί τρεις χαρακτήρες που θυμίζουν πραγματικούς ανθρώπους, εφόσον ο καθένας κρύβει μια συμπαθητική, καθώς και μια τραγική πλευρά. Ο εργολάβος Θωμάς ναι μεν είναι ένας άνθρωπος που δεν παίρνει ποτέ θέση, όπως πολλοί σημερινοί Έλληνες, αλλά ταυτοχρόνως κρύβει ένα σκοτεινό μυστικό, το οποίο μαρτυρά στους φίλους του μόνο αφού δεθεί πραγματικά μαζί τους.
Ο Μαραγκόπουλος παραδίδει ένα φιλόδοξο και σύνθετο μυθιστόρημα, που δεν ακολουθεί πιστά μια γραμμική αφήγηση, που συχνά αποκρύπτει κάποια στοιχεία της ιστορίας, ώστε να φανερωθούν αργότερα. Μετά από τον χαμό της Ινέθ, ο απεγνωσμένος πρώην σύζυγός της κάνει μια βόλτα στην Αθήνα ακολουθώντας ένα σύννεφο. Σε αυτό το σημείο, η αφήγηση εστιάζει σε απόκοσμες φιγούρες που συναντά στον δρόμο του ο πρωταγωνιστής, σε τοξικομανείς και βασανισμένους μετανάστες, σε απολιτικούς φοιτητές και αναρχικούς που σχεδιάζουν την επόμενη κίνησή τους, σε δημόσιους υπαλλήλους που έχουν παρατήσει το πόστο τους, σε κατοίκους των βορείων προαστίων που αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση τους πάντες. Αυτή η απαισιόδοξη περιγραφή του αθηναϊκού κέντρου είναι πολυσέλιδη, «σπάει» τη συνέχεια της ιστορίας και θυμίζει περισσότερο την παραίσθηση κάποιου καταθλιπτικού. Μόνο αργότερα μαθαίνουμε πως ο ήρωας, μην μπορώντας να διαχειριστεί την απώλεια της αγαπημένης του συζύγου, είχε προηγουμένως καταναλώσει πεγιότλ, μια ψυχοδηλωτική ουσία από το Μεξικό. Χάρη στην επιλογή του Μαραγκόπουλου να αποκρύψει αυτή τη σημαντική πληροφορία, ο αναγνώστης βυθίζεται χωρίς προειδοποίηση στη δυστυχία του ήρωα, καθώς βλέπει μέσα από τα μάτια του το παρακμιακό σκηνικό και τους παρατημένους ανθρώπους, και ύστερα καταλαβαίνει τι πραγματικά συνέβη.
Στο τέλος του μυθιστορήματος, οι τρεις Θωμάδες συμμαχούν με τον σκεπτόμενο καθηγητή και τον πληγωμένο ναυπηγό προκειμένου να δικάσουν τους χρυσαυγίτες που δολοφόνησαν την Ινέθ - η δίκη λαμβάνει χώρα σε ένα ερημονήσι, μακριά από τον πολιτισμό. Λίγο νωρίτερα, οι Θωμάδες καταναλώνουν το μεξικανικό πεγιότλ και αρχίζουν να παραληρούν, να συνομιλούν με πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στον Εμφύλιο, να αναφέρουν ξεχασμένα πολιτικά σλόγκαν από τη δεκαετία του ’80, να τσακώνονται και να χειροδικούν. Βλέποντάς τους, ο ναυπηγός συνειδητοποιεί πως ο αγώνας αυτών των τόσο διαφορετικών ανθρώπων ενάντια στον φασισμό της Χρυσής Αυγής δεν θα οδηγήσει απαραίτητα σε ένα καλύτερο μέλλον. Λίγο πεγιότλ αρκεί για να τους διχάσει, για να τους θυμίσει τα τραύματα που δεν θα επουλωθούν ποτέ.
Πράγματι, οι κολυμβητές αποκαθιστούν μια αδικία, όμως οι ίδιοι δεν αλλάζουν, δεν αναθεωρούν. Μοναδική εξαίρεση ο καθηγητής Φώντας, που πλέον είναι πρόθυμος να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Στον επίλογο, οι δρόμοι των πρωταγωνιστών χωρίζουν και η παρέα διαλύεται. Και η παραλία;
* Ο Σόλων Παπαγεωργίου είναι φοιτητής φαρμακευτικής και συγγραφέας. Φέτος κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Ονειρεύομαι πίνακες» (εκδ. Στίξις)
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το κρησφύγετο των κολυμπητών, στο πλαίσιο του προγράμματος Athens Riviera που σαρώνει τον Σαρωνικό βιάζοντας τα τελευταία απομεινάρια της ομορφιάς του, δέχτηκε ριζική ‘’ανάπλαση’’ με καντίνα, παρκινγκ τριάντα θέσεων, ομπρέλες, βρομερές ξαπλώστρες, θλιβερά παιχνίδια θαλάσσης, θορυβώδεις ρακέτες, σκασμένες μπάλες, αποτσίγαρα, σωληνάρια αντηλιακών, καπάκια απ’ οτιδήποτε, τσαλακωμένα πλαστικά κύπελλα, μισογεμάτα μπουκάλια νερού, λεμονόκουπες, καρπουζόφλουδες, καλαμάκια και ξεραμένες πίτες, ξεχασμένες πετσέτες και μαγιό, ξεσκισμένες ψάθες, σπασμένα μπουκάλια μπίρας, θαμμένα στην άμμο παιδικά, παιχνίδια, ξεχασμένα κασκέτα, χαλασμένες σαγιονάρες, απομεινάρια φαστφούντ, σκισμένες πλαστικές ψάθες μισοχωμένες στην άμμο, τρύπια φουσκωτά στρώματα, διαλυμένα τενεκεδένια κουτιά κ.λπ.»