Για το μυθιστόρημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου «Brandy Sour – Μυθιστόρημα σε είκοσι δύο δωμάτια» (εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: Χριστούγεννα στο Λήδρα Πάλας, το 1954.
Γράφει ο Δημήτρης Χριστόπουλος
«Ο τόπος ανήκει μονάχα
στους ανθρώπους του». (σελ. 94)
- Στις 8 Οκτωβρίου 1949, τέσσερις ιερείς της Φανερωμένης Εκκλησίας κάνουν τον αγιασμό στο ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας της Λευκωσίας, που το μεγαλύτερο μέρος της κατασκευής του χρηματοδοτήθηκε από τον Δημήτριο Ζερπίνη, επιχειρηματία από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Με 93 δωμάτια, 150 κλίνες, χώρους για διάβασμα, κυπριακό και αμερικανικό μπαρ, αίθουσα χορού, και αίθουσες για δεξιώσεις και συγκεντρώσεις, το Λήδρα Πάλας, ξεκίνησε να κατακτά τις καρδιές των Κυπρίων και όχι μόνο. Θα γίνει διάσημο για τον μπάρμπαν του Στέλιο Σουρμελή που σερβίρει το γευστικότατο Brandy Sour.
- Τον Απρίλιο του 1963 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του Χίλτον Αθηνών.
- Τον Μάρτιο του 1967 ο Μισέλ Φουκώ έδωσε μια διάλεξη με τίτλο «Περί αλλοτινών χώρων», ως καλεσμένος από μια λέσχη αρχιτεκτονικών μελετών.
- Το 1977 κυκλοφόρησε το διάσημο τραγούδι των Eagles “Hotel California”.
Και τον Νοέμβριο του 2022 η Κωνσταντία Σωτηρίου εκδίδει το τέταρτο βιβλίο της με τίτλο ένα κυπριακό κοκτέιλ, το Brandy Sour, ένα μυθιστόρημα επιστροφής και μνήμης, καθώς ο τόπος ενεργοποιεί τη μνήμη και το τραύμα με τρόπο αναστοχαστικό και ψύχραιμο, και με διάθεση μιας συνεχούς και ανοιχτής διερώτησης για το πώς και το γιατί. Αν σκεφτείτε ποια σχέση έχουν όλα αυτά μεταξύ τους, δύσκολα εκ πρώτης όψεως θα δώσετε κάποια λογική ή έστω λογικοφανή εξήγηση.
Ας πιάσουμε το νήμα από το τέλος, μήπως βγάλουμε κάποια άκρη. Το Brandy Sour είναι ένα μυθιστόρημα 22 μικρών κεφαλαίων, με πρωταγωνιστές 22 πρόσωπα τα οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται με τον βίο και την πολιτεία του περίφημου κυπριακού ξενοδοχείου Λήδρα Πάλας, ένα ξενοδοχείο που χτίστηκε το 1949 στο κέντρο της Λευκωσίας με την υπογραφή ενός εβραίου αρχιτέκτονα και υπήρξε η επιτομή της πολυτέλειας και του μοντερνισμού.
Στο ξενοδοχείο συνυπήρχε η μπουρζουαζία της εποχής – πλούσιοι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, Εγγλέζοι αποικιοκράτες, φαντασμένοι ιεράρχες και υψηλόβαθμοι κληρικοί κ.ά. Στα χρόνια που λειτούργησε φιλοξένησε σπουδαίες προσωπικότητες και σημαντικά γεγονότα, από τον Γιούρι Γκαγκάριν και την πριγκίπισσα Μαργαρίτα, μέχρι την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Εκεί έγινε το δείπνο για την ανακήρυξη της Κυριακής Δημοκρατίας. Το 1974 στον χώρο αυτό διεξήχθη μια από τις φονικότερες μάχες (σκοτώθηκαν οι πρώτοι εθνοφρουροί), ενώ στη συνέχεια στέγασε την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ. Αργότερα, εκεί έγιναν οι συνομιλίες για το Κυπριακό. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπό κατάρρευση.
Την ίδια στιγμή αποτέλεσε το κέντρο των πολιτικών εξελίξεων. Εκεί έγινε το δείπνο για την ανακήρυξη της Κυριακής Δημοκρατίας. Το 1974 στον χώρο αυτό διεξήχθη μια από τις φονικότερες μάχες (σκοτώθηκαν οι πρώτοι εθνοφρουροί), ενώ στη συνέχεια στέγασε την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ. Αργότερα, εκεί έγιναν οι συνομιλίες για το Κυπριακό. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπό κατάρρευση.
Βασικός πρωταγωνιστής στην επιτυχία των Eagles είναι ένα πολυτελές ξενοδοχείο, το “Beverly Hills Hotel” στο Μαλιμπού, που ενέπνευσε τους δημιουργούς του να γράψουν ένα μεξικάνικο ρέγκε, που έμελλε να τυλιχτεί στη συνέχεια σε μια αχλή μυστηρίου λόγω των ψυχεδελικών αναφορών του αλλά και να πουλήσει εκατομμύρια δίσκους. Στο τραγούδι αυτό ένας κουρασμένος ταξιδιώτης σταματά για να αναπαυθεί σε ένα ξενοδοχείο που βρισκόταν στη μέση του πουθενά. Εκεί θα διαπίστωνε ότι, με το που περνούσε το κατώφλι της εισόδου, θα έμπαινε σε έναν άλλον μυστηριώδη κόσμο, κάπως σαν τη ζώνη του λυκόφωτος.
Το εν Αθήναις Χίλτον, που πέρασε από πολλά χέρια ιδιοκτητών, αυτή τη στιγμή δεν λειτουργεί, καθώς βρίσκεται υπό ριζική ανακατασκευή, για να δώσει τη θέση του για να δώσει τη θέση του στο Conrad, με 280 δωμάτια και σουίτες, αλλά και περίπου 50 ιδιωτικές κατοικίες. Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, φιλοξένησε αρκετές δημοφιλείς προσωπικότητες, όπως αρχηγούς κρατών, καλλιτέχνες και επιστήμονες διεθνούς κύρους. Αποτελούσε πάντα ένα σημείο αναφοράς του διεθνούς τζετ σετ, άλλα και των ίδιων των Αθηναίων. Όπως και το Λήδρα Πάλας, έτσι και το Χίλτον φιλοδόξησε να αποτελέσει ένα αρχιτεκτονικό δείγμα μοντερνισμού.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ το 1967 γράφει στην Τυνησία ένα δοκίμιο με τίτλο Περί αλλοτινών χώρων, το οποίο διαβάστηκε στη λέσχη αρχιτεκτονικών μελετών, στις 14 Μαρτίου του 1967. Σε αυτή τη διάλεξη, ο Φουκώ επέλεξε να επικεντρωθεί σε ό,τι ονομάζει «χώρους του άλλου». Σε αντίθεση με τις ουτοπίες που είναι εξω-πραγματικές, οι ετεροτοπίες εντοπίζονται στον πραγματικό κόσμο. Έκτοτε, με τον όρο ετεροτοπία ορίζονται διακριτοί κοινωνικοί χώροι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερες λειτουργίες και πρακτικές. Για τον Γάλλο φιλόσοφο το ξενοδοχείο (του γαμήλιου ταξιδιού) αποτελεί τον μη-τόπο, μιαν απροσδιόριστη γεωγραφικά ετεροτοπία, αποκομμένη από το τοπικό κοινωνικό γίγνεσθαι, από τη στιγμή που υπέρτατος στόχος τίθεται η δημιουργία μιας εξωτικής ατμόσφαιρας ανεξαρτήτως γεωγραφικών συντεταγμένων, ένα φαντασιακό στραμμένο σε τεχνητές τοποθεσίες, ένα κοσμοπολίτικο φαντασιακό χωρίς πραγματική κοινωνική ή πολιτιστική ρίζα, το οποίο προσφέρει μια ιδανική εμπειρία μακριά από το αστικό περιβάλλον, ένα “glocal” (σύμφυρση του παγκόσμιου με το τοπικό), σε τελική ανάλυση.
22 Ιουλίου 1974: Ελληνοκύπριοι στρατιώτες μέσα στο ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας έγινε το κέντρο των μαχών με τους Ελληνοκύπριους στρατιώτες να κρατούν μέσα στο ξενοδοχείο κατοίκους και δημοσιογράφους. |
Το Λήδρα Πάλας συνιστά από μόνο του έναν «μη-τόπο» με την έννοια ότι, ενώ ως χώρος είναι βιωματικά φορτισμένος και πολιτισμικά συνυφασμένος με συγκεκριμένες χρήσεις, μετατρέπεται σταδιακά σε πεδίο επιτέλεσης πολιτισμικών φαινομένων που προέρχονται από άλλους τόπους, βιωματικά και πολιτισμικά αλλότριους με την Κύπρο (Άγγλοι αποικιοκράτες και κυβερνήτες, ξενώνας φιλοξενίας της δύναμης του ΟΗΕ, στη συνέχεια). Σύμφωνα με τον Φουκώ, οι ετεροτοπίες έχουν διαφορετική κοινωνική λειτουργία στην ιστορική διαχρονία. Έτσι, βλέπουμε και το αρχιτεκτονικό κόσμημα της Λευκωσίας να αλλάζει χρήσεις με το πέρασμα του χρόνου, μέχρι που ουσιαστικά «πεθαίνει». Το πολυτελές ξενοδοχείο (σύμβολο τρυφηλότητας) με τις υπέρλαμπρες αίθουσες και την πισίνα παραπέμπει σε ένα σκηνοθετημένο εξωτισμό αλλά και στη φαντασιακή αναπαράσταση μιας άλλης ζωής. Πρόκειται για μια αναίρεση της πραγματικής πολυπολιτισμικής Λευκωσίας μέσω της διαφυγής σε έναν «επίγειο παράδεισο». Η πισίνα/κολύμπα (βλ. εξώφυλλο του βιβλίου) είναι ένας μικρόκοσμος που λειτουργεί ως ανεστραμμένος καθρέφτης της αστικής κοινωνίας, καθώς εκεί όλα επιτρέπονται, ακόμη και ο καταδικαστέος στο αστικό περιβάλλον γυμνισμός.
Το Λήδρα Πάλας λειτούργησε, σύμφωνα με τον Φουκώ, ως χώρος ψευδαισθήσεων: «Όλα τα ποτά του κόσμου είναι εδώ, λάβετε πίετε στο Μεγάλο Ξενοδοχείο, στην υποσχετική, στην αρχή του νέου κόσμου του. Λάβετε, πίετε. Αυτό το κτίριο είναι πλασμένο να ζει και να λάμπει για πάντα». (σ. 136) Και λίγο πιο πάνω: «Η ναυαρχίδα ενός καλύτερου κόσμου».
Στο μυθιστόρημα της Σωτηρίου πρωταγωνιστής είναι λοιπόν το Μεγάλο Ξενοδοχείο, ένα συνεκδοχικό σκηνικό της ίδιας της Κύπρου και γιατί όχι της Μεταπολεμικής Ελλάδας. Ένα σύμβολο τού πολλά υποσχόμενου κοσμοπολίτικου πειράματος, μια μικρογραφία του κυπριακού λαού που μπορεί να συνυπάρχει με τον «άλλο», μα στο τέλος αποτυγχάνει, χωρίζεται, εχθρεύεται, καταρρέει αλλά και προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί, έστω υπογείως, με ένα καινούργιο αποχετευτικό σύστημα, αναζητώντας απεγνωσμένα την κυπριακότητά του. Γι’ αυτό και στις 22 ιστορίες του βιβλίου είναι διάχυτη μια ροπή προς τη ρευστότητα και τη συναισθηματική αβεβαιότητα, όπως στο αντίστοιχο τραγούδι των Eagles. Το Λήδρα Πάλας άλλωστε έχει για φύλακες τούς μυθικούς γρύπες, «τέρατα σπουδαία και μυθικά που τρέφονται με μυστικά, ελπίδες και δάκρυα». (σ. 135)
Στο μυθιστόρημα της Σωτηρίου πρωταγωνιστής είναι λοιπόν το Μεγάλο Ξενοδοχείο, ένα συνεκδοχικό σκηνικό της ίδιας της Κύπρου και γιατί όχι της Μεταπολεμικής Ελλάδας. Ένα σύμβολο τού πολλά υποσχόμενου κοσμοπολίτικου πειράματος, μια μικρογραφία του κυπριακού λαού που μπορεί να συνυπάρχει με τον «άλλο», μα στο τέλος αποτυγχάνει, χωρίζεται, εχθρεύεται, καταρρέει...
Στο τέλος, το Λήδρα Πάλας αποκτά ξεκάθαρα ανθρώπινη φύση μέσω της φωνής του Τουρκοκύπριου Χασάν (ίσως η πιο δυνατή ιστορία του βιβλίου) που γεμίζει το στόμα του με άφθες λόγω άγχους, όταν ο υπό κατάρρευση χώρος υποστασιοποιούμενος τού μιλά: «Ο Χασάν ο αγχωμένος δεν ξέρει, δεν μπορεί να καταλάβει ο χτίστης τι θέλει να του πει το μεγάλο σπίτι κι αυτό τον αγχώνει. Τον αγχώνει πολύ. Αυτό που νιώθει είναι πόνος. Δοκιμάζει και πάει ξανά και ξανά, αγγίζει τους τοίχους, κυλιέται στο πάτωμα, σκαρφαλώνει στα παράθυρα. Το κτίριο δεν απαντά». (σ. 123)
Οι τρύπες στους τοίχους γίνονται οι τρύπες από τις άφθες στο στόμα του Χασάν που το κάνουν να αιμορραγεί – κι έτσι το τραύμα, αυτός ο σωματικός και ψυχικός ακρωτηριασμός, σωματοποιείται κυριολεκτικά, με έναν έξοχο τρόπο: «Μια μέρα πηγαίνει στο μπακάλικο και αγοράζει δεκάδες μπουκάλια με έψημα για τα χείλη του, που στάζουν πλέον συνέχεια αίμα. Ένα πρωί περνά το οδόφραγμα, μπαίνει κρυφά στο ξενοδοχείο και ρίχνει στους τρυπημένους τοίχους γαλόνια έψημα. Όταν τον συλλαμβάνουν οι Οηέδες και τον παραδίδουν στους δικούς του, ψιθυρίζει πως μόνο το έψημα μπορεί να βοηθήσει στις τρύπες, μόνο αυτό μπορεί να διώξει τον πόνο». (σ. 124)
β Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 στη Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τµήµατος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστηµίου Κύπρου και κάτοχος µεταπτυχιακού στην Ιστορία της Μέσης Ανατολής από το Πανεπιστήµιο του Μάντσεστερ. Εργάζεται ως λειτουργός Τύπου στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δηµοκρατίας. Έχει γράψει τέσσερα μυθιστορήματα. Έχει συµµετάσχει σε ανθολογίες διηγηµάτων και έχει δηµοσιεύσει διηγήµατα και κριτικές βιβλίων σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Επίσης, έχει συµµετάσχει σε δύο ανθολογίες στο εξωτερικό: στα αγγλικά, στην ανθολογία All Walls collapse. Stories of separation, Comma Press, 2022 και στα ιταλικά, στο ανθολόγιο για το µικροδιήγηµα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία Il micro-racconto nella contemporanea letterature greca, Fermenti, 2022. Διηγήµατά της έχουν µεταφραστεί στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα δανέζικα, στα τουρκικά, στα ιαπωνικά, στα σερβικά, στα ουκρανικά και σε άλλες γλώσσες. Είναι ιδρυτικό µέλος της λογοτεχνικής οµάδας «Διαβάσεις» που στόχο έχει την προώθηση της κυπριακής λογοτεχνίας στην Κύπρο και στο εξωτερικό. |
Είναι αλήθεια, τα τελευταία χρόνια η λογοτεχνία (κυπριακή ή ελλαδική αδιάφορο για μένα) με κυπριακή θεματογραφία έχει πολλαπλασιαστεί, δίνοντας έξοχα δείγματα αποτύπωσης του κυπριακού τραύματος (συμπεριληπτική η χρήση του όρου). Ενδεικτικά, πρόσφατα κυκλοφόρησαν τα βιβλία του Βασίλη Γκουρογιάννη Κόκκινο στην πράσινη γραμμή (α’ έκδοση Μεταίχμιο, 2009· επανακυκλοφόρησε το 2021 από το Μεταίχμιο), του Κώστα Λυμπουρή Αθαλάσσα (Το Ροδακιό, 2021) και Λουίζας Παπαλοΐζου Το βουνί (Το Ροδακιό, 2020), Τι είναι ένας κάμπος (Πόλις, 2021) της Νάσιας Διονυσίου, πεζογραφικά έργα τα οποία επαληθεύουν κατά κάποιο τρόπο αυτό που έχει πει ο Δημήτρης Τζιόβας για το Πουκάμισο του Κένταυρου (1971) του Χριστόφορου Μηλιώνη: «Το βάρος του παρελθόντος και οι μνήμες του είναι σαν το πουκάμισο του Κένταυρου, που οι νέοι του διηγήματος δεν μπορούν να βγάλουν από πάνω τους» – που οι συγγραφείς, θα λέγαμε εμείς, δεν μπορούν να βγάλουν από πάνω τους, από τη στιγμή που αυτή συγκροτεί τις ταυτότητες.
Η Σωτηρίου, με υλικά απλά αλλά αφηγηματικά και γλωσσικά στέρεα και ανθεκτικά, γράφει ένα πολιτικό μυθιστόρημα, διαλεγόμενη «από τα κάτω» (όπως και στα τρία προηγούμενα βιβλία της) με την πρόσφατη ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας της.
Στην εμπεριστατωμένη μελέτη της με τίτλο Λογοτεχνία και τραύμα – Το 1974 στην κυπριακή και ελλαδική λογοτεχνία (Επίκεντρο, 2021), η Βασιλική Σελιώτη επισημαίνει: «Μνήμη και ταυτότητα είναι έννοιες αλληλένδετες, και μια συλλογική ταυτότητα διαμορφώνεται μέσα από τη μνήμη (και αφήγηση) της κοινής ιστορίας, του κοινού παρελθόντος. […] Η κοινή τραυματική μνήμη ενισχύει την αίσθηση της κοινότητας, τον κοινωνικό δεσμό, και ταυτόχρονα ορίζει και οριοθετεί και τις ετερότητες: όλους τους άλλους (όχι μόνο τους θύτες) που δεν υπήρξαν θύματα του εν λόγω τραύματος». (σ. 49 και 50)
Καταληκτικά: η Σωτηρίου, με υλικά απλά αλλά αφηγηματικά και γλωσσικά στέρεα και ανθεκτικά, γράφει ένα πολιτικό μυθιστόρημα, διαλεγόμενη «από τα κάτω» (όπως και στα τρία προηγούμενα βιβλία της) με την πρόσφατη ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας της. Γίνεται η ξεναγός του αναγνώστη στο εγκαταλελειμμένο αλλά κατάφορτο από μνήμες ερείπιο της Λευκωσίας, λίγο πιο πέρα από την απαστράπτουσα αλλά αρχιτεκτονικά άχρωμη και μεταμοντέρνα Πλατεία Ελευθερίας (που ύστερα από χρόνια ολοκληρώθηκε).
Αυτό που κάνει ξεχωριστή τη γραφή της δεν είναι τόσο η εκλεπτυσμένη στο εργαστήρι της γλώσσα και οι αφηγηματικές τεχνικές της όσο η σχέση της με το παρελθόν· δεν ρεμβάζει, δεν αναπολεί, δεν νοσταλγεί, δεν κουνάει το δάχτυλο (τα συνήθη ολισθήματα της γραφής). Ρίχνει στο μπουκάλι τον Χρόνο, τον αφήνει να λιαστεί όσο χρειαστεί κι ύστερα τον ανασυγκροτεί σαν έψημα, για να επουλώσει –αφηγούμενη– τις χαίνουσες πληγές ενός παρατεταμένου τραύματος, άρα σύγχρονου, που διαρκώς αιμορραγεί (κυρίως μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων που θα επαναβεβαιώσει τη διαχωριστική γραμμή), κι έτσι να αφυπνίσει τη συλλογική μνήμη που πάντα βασανίζει με τη διαχρονική διάσταση τού σε εξέλιξη δράματος. Στήνει το αυτί της ν’ ακούσει την ίδια τη γη, τους κραδασμούς και τ’ αγκομαχητά της. Το ψυχορράγημά της το ίδιο. Τους νεκρούς, που δεν θέλουν να ξεχάσουν, με λέξεις-ποτά να ξεδιψάσει.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Τζίντιλι» (εκδ. Το Ροδακιό).