Για το μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου «Λάδι σε καμβά» (εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα: Φοιτητές συγκεντρωμένοι έξω από το Πολυτεχνείο στις 15.11.1973 γράφουν συνθήματα σε διερχόμενα τρόλεϊ «Κάτω η χούντα» © Ντίμης Αργυρόπουλος / Πρακτορείο Φωτογραφικών Επικαίρων Ελληνικού και Ξένου Τύπου.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Πολλαπλώς συκοφαντημένη, κουβαλώντας το σταυρό της Μεταπολίτευσης που ώδινεν όρος και έτεκεν μυν (για αρκετά χρόνια) και αποτάσσοντας, εν πολλοίς, τα πολιτικά και κοινωνικά προτάγματα που η ιστορική συγκυρία έριξε στην πλάτη της, η γενιά του Πολυτεχνείου έχει μείνει στο εθνικό φαντασιακό ως εκείνη που περισσότερο κατέστρεψε παρά δημιούργησε.
Είχε την τύχη ή την ατυχία να ζήσει μέσα σε ενδιαφέροντες καιρούς. Να δει την Ελλάδα να μπαίνει σε γύψο, να εφορμά (έστω ένα μέρος της) για να ρίξει τη χούντα και στη συνέχεια, περισσότερο πραγματίστρια και κυνική, να εξαργυρώνει τα επαναστατικά παράσημα με κομματικά οφέλη και άκρατη κοινωνική ανέλιξη. Ήταν όμως, όλοι έτσι; Όπως κάθε γενιά, έτσι κι αυτή, έδωσε τη δική της μάχη των αντιθέτων. Μπορεί η προκατάληψη να κόλλησε πάνω της σαν γκρίζα σφραγίδα, εντούτοις το ξέρουμε πολύ καλά πως δεν έγιναν όλα τα μέλη εκείνης της γενιάς βλοσυροί πολιτικάντηδες ή ανερχόμενοι αστέρες στα χρυσοποίκιλτα σαλόνια των νεόπλουτων που ενέσκηψαν ως μάστιγα από τη δεκαετία του ’80.
Υπήρξαν οι αφανείς, εκείνοι που δεν τα κατάφεραν, που δεν είχαν τη δύναμη να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα, να απορροφήσουν τους κραδασμούς της ελληνικής κοινωνίας που άλλαζε ραγδαία και μέσα στο γενικευμένο ρεύμα να καταφέρουν να κολυμπήσουν κι αυτοί με το δικό τους ρυθμό.
Το μέγα δίδαγμα της ζωής: τα όνειρα σπάνια γίνονται πράξη. Μα ακόμη κι αν γίνουν πάλι κάτι θα έχει διαφύγει και δεν θα έχει καταφέρει να εισχωρήσει στους πόρους της σκληρόπετσης πραγματικότητας.
Στο νέο του μυθιστόρημα Λάδι σε καμβά (εκδ. Μεταίχμιο) ο εμπειρότατος Αλέξης Πανσέληνος «τραβάει» από το πλήθος έναν τέτοιο ήρωα. Δίνει μορφή, υπόσταση και φωνή στον Σπύρο. Θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε Σπύρος εκείνης της γενιάς που για αλλού ξεκίνησε κι αλλού η ζωή τον πήγε. Το μέγα δίδαγμα της ζωής: τα όνειρα σπάνια γίνονται πράξη. Μα ακόμη κι αν γίνουν πάλι κάτι θα έχει διαφύγει και δεν θα έχει καταφέρει να εισχωρήσει στους πόρους της σκληρόπετσης πραγματικότητας.
Η ιστορία του Σπύρου ξεκινάει από το 1966, διαπερνάει τη χούντα και τη Μεταπολίτευση και φτάνει έως το σήμερα. Στην ουσία, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικότροπο μυθιστόρημα ενηλικίωσης όπου ένα κορυφαίο γεγονός και η αλληλουχία κάποιων άλλων, εξίσου σημαντικών, αλλάζουν τη ροή της ζωής του ήρωα, τον μεταλλάσσουν, του αναδιαμορφώνουν τον ψυχισμό, τις αποφάσεις και τελικά τη ζωή.
Ο Σπύρος είναι σπουδαστής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η οραματική του προοπτική είναι να γίνει ένας ζωγράφος που θα αφήσει το χνάρι του στην εποχή. Που θα αναπλάσει με τον χρωστήρα του το δικό του πεπρωμένο. Οι γονείς του, μεγαλωμένοι σε εποχές δύσκολες, γρήγορα παρατούν τα δικά τους όνειρα. Ο πατέρας του που κάποτε ήθελε να γίνει μουσικός ξέμεινε πια με τις βελόνες του πλεξίματος της γυναίκας του να κάνει τον αρχιμουσικό. Κατέληξε να διευθύνει ένα μικρομάγαζο με ηλεκτρικά είδη στην Ιπποκράτους. Κλασική συντριβή, αλλά δεν θα είναι η μόνη που θα μας απασχολήσει στο μυθιστόρημα.
Ο πατέρας του θα συλληφθεί και θα εξοριστεί από τη δικτατορία. Ο Σπύρος θα αναγκαστεί να αφήσει κατά μέρος τη ζωγραφική και θα αναλάβει το μαγαζί.
Ο νεανίας και ορμητικός Σπύρος, το καλοκαίρι του ’66, θα βιώσει τη θέρμη, αλλά και τη απομάγευση του έρωτα. Θα φιλοξενηθεί από την οικογένεια του ζωγράφου Καραλή, επιστήθιου φίλου του πατέρα του, στη νησιώτικη κατοικία του. Η συνάντηση με τις δύο κόρες του Καραλή (εν προκειμένω: η οικογένεια αριθμεί ακόμη έναν γιο και τη σύζυγο) θα σταθεί καθοριστική στην πορεία του Σπύρου. Η λογική λέει πως η μεγαλύτερη κόρη (μεγαλύτερη κι από αυτόν), η Ειρήνη, θα αποτελούσε το αντικείμενο του πόθου του. Κι όμως, είναι η μικρή Γωγώ, το ανήλικο παιδαρέλι, που θα τον αναστατώσει.
Ζώντας μια ερωτική αμφιθυμία και μια αχαλίνωτη ελευθερία, σπάνια για έναν νέο μακριά από τον στενό οικογενειακό κύκλο, θα φτάσει αναπόφευκτα στο σημείο της σύγκρουσης. Η μικρή Γωγώ θα τον δει να κάνει έρωτα με τη μεγάλη αδελφή της και όλα θα καταρρεύσουν αυτοστιγμεί. Αυτή είναι η δεύτερη συντριβή πολύ πιο άμεση στον ψυχισμό του Σπύρου, καθώς θα εγγραφεί μέσα του πολύ βαθιά η ερωτική παραζάλη που βίωσε εκείνο το καλοκαίρι του ’66 στο νησί. Από τότε θα κουβαλάει για χρόνια εκείνες τις μέρες έρωτα και ρόδων στο Λιβάδι.
Η ζωή του έκτοτε θα είναι σαν τις βίαιες πινελιές που κάνει ένας ζωγράφος σε τραχύ καμβά. Ο πατέρας του θα συλληφθεί και θα εξοριστεί από τη δικτατορία. Ο Σπύρος θα αναγκαστεί να αφήσει κατά μέρος τη ζωγραφική και θα αναλάβει το μαγαζί. Μαζί με τη μητέρα του παλεύουν να φέρουν τον πατέρα του πίσω, καθώς η υγεία του στην εξορία ακολουθεί καθοδική πορεία. Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού για τον Σπύρο. Μόλις έχει ξεκινήσει να σκάβει τον λάκκο του.
Προσπέφτει ακόμη και σ’ έναν στρατιωτικό που είχε γνωρίσει στο νησί και τώρα έλυνε και έδενε με τους δικτάτορες. Αυτός ο κάποτε οραματιστής μιας άλλης ζωής να γίνει καταδότης των συμφοιτητών του για χάρη του πατέρα του; Η προοπτική είναι αρκούντως ζοφερή κι ας μην την εκπληρώνει. Μένει μακριά από όλες τις εξελίξεις. Ούτε καν στο Πολυτεχνείο δεν θα καταφέρει να μπει, καθώς τρώει ένα μπερντάχι ξύλο στα πέριξ και ανακρούει πρύμναν.
Ο Αλέξης Πανσέληνος (Αθήνα, 1943) έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια. Έχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (Η μεγάλη πομπή, 1986), το Βραβείο Μυθιστορήματος του περ. Διαβάζω (Σκοτεινές επιγραφές, 2012) και με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κ. και Ε. Ουράνη) (Ελαφρά ελληνικά τραγούδια, 2018). Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, στα γερμανικά, στα ιταλικά, στα πολωνικά και στα ρουμάνικα. |
Παρατάει εντελώς τη σχολή· η ζωγραφική τού είναι, πλέον, ένα ανυπόφορο βάρος. Ακόμη και η συνάντηση με τη μεγαλύτερη κόρη του Καραλή, εκείνες τις ταραγμένες ημέρες του Πολυτεχνείου, θα μοιάζει περισσότερο με παρωδιακό ιντερλούδιο και λιγότερο ως μια γλυκιά ανάμνηση από το παρελθόν. Η ζωή έχει προχωρήσει για όλους, εκτός από τον Σπύρο που ολοένα και περισσότερο γίνεται ένας στατικός ψίθυρος, μια ματαιωμένη φύση.
Είναι αυτή η αποδοχή της μετριότητάς του που δεν θα τον συντρίψει μεν, αλλά θα του κλείσει όλους τους λογαριασμούς του παρελθόντος. Ακόμη και την ανοιχτή πληγή με την μικρή τότε Γωγώ και τώρα σημαντική ζωγράφο με οικογένεια και καριέρα.
Η ζωή έχει προχωρήσει για όλους, εκτός από τον Σπύρο που ολοένα και περισσότερο γίνεται ένας στατικός ψίθυρος, μια ματαιωμένη φύση.
Παρά το γεγονός ότι το μυθιστόρημα είναι βραχύ, το πλάτος του είναι ευρύ και περιλαμβάνει μια σημαντική ιστορική περίοδο για τη χώρα που άλλαξε δραστικά την εικόνα της συμπαρασύροντας, όμως, στις φουρτουνιασμένες όχθες της ιστορίας πολλά άτομα. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι και ο Σπύρος. Πέραν των χαρακτηριστικών της ιδιοσυστασίας του (εμφανής, καθώς εξελίσσεται η πλοκή) είναι ένα τυπικό γέννημα της εποχής του. Εζησε έντονα και κάηκε νωρίς. Δεν ήταν ο μόνος, αλλά σίγουρα είναι μια αντιπροσωπευτική περίπτωση ενός ανθρώπου που είδε να πέφτουν τα όνειρά του σαν τα φθινοπωρινά φύλλα.
Η λιτότητα και η πύκνωση σε τούτο το μυθιστόρημα πηγαίνουν χέρι χέρι. Ο Πανσέληνος, συγγραφέας που μας έχει συνηθίσει σε μυθιστορήματα μακράς πνοής, αποδεικνύει πως γνωρίζει τον τρόπο να λέει λίγα και να υποδηλώνει περισσότερα. Κάτι που το είχε κάνει, άλλωστε, και στο επίσης ολιγοσέλιδο μυθιστόρημά του Η κρυφή πόρτα (εκδ. Μεταίχμιο). Η συγγραφική του δεξιότητα αποτυπώνεται εύγλωττα στο πώς χειρίζεται τον κειμενικό χρόνο κάνοντας σταθερά άλματα μπρος και πίσω, αλλά και πώς δημιουργεί το απαραίτητο πλαίσιο ώστε ο ήρωάς του να αρχίσει να «ρέει» ολοένα και προς τα κάτω, δίχως στηρίγματα και έρμα.
Η αγαπημένη του μουσική «επένδυση» υπάρχει πάντα (αποτελεί σταθερό μοτίβο στα βιβλία του Πανσέληνου), όμως εδώ κυρίαρχη θέση έχει η ζωγραφική που κι αυτή στα μέρη μας άρχισε να αλλάζει δρόμους από την Μεταπολίτευση και μετά. Αίφνης, ο κλασικότροπος Καραλής βγαίνει εκτός κάδρου, ενώ οι νέοι ρεαλιστές αρχίζουν να δηλώνουν έντονα την παρουσία τους, κάτι που δεν αρέσει στον Σπύρο. Ο συγγραφέας καταγράφει αυτές τις αλλαγές και τους δίνει νοηματικό βάρος στο πώς διαμορφώνεται τελικά ο ψυχισμός του Σπύρου και η άπωσή του από τα καλλιτεχνικά πράγματα.
Είναι, εντέλει, όλα χαμένα γι’ αυτόν; Μέσα στον μονήρη και δύσκαμπτο βίο του οδεύει πλησίστιος προς ένα τέλος άγευστο, δίχως μια νότα συμπόνιας γι΄ αυτά που έζησε και τις μικροχαρές που πρόλαβε να γευτεί;
Η τελευταία σκηνή του μυθιστορήματος είναι άκρως υποβλητική και σαν κάπως να φέρνει την καταλλαγή στην πολλάκις τραυματισμένη ψυχή του Σπύρου έτσι όπως διευθύνει –σαν τον πατέρα του κι αυτός– κρατώντας βελόνες πλεξίματος το «Απομεσήμερο ενός φαύνου» του Ντεμπισί. Κάποιες φορές τα στερνά τιμούν τα πρώτα ακόμη και στις αποτυχίες τους.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Είχε πιάσει να φέγγει όσο η Ειρήνη μάταια προσπαθούσε με κάθε τρόπο να με κάνει να μπω μέσα της. Όλο κι όλο που μπορούσα (γιατί έτρεμα μήπως ακουγόμασταν κάτω) ήταν να προσπαθώ με το χέρι να τη φτάσω σε οργασμό, κάτι που κι αυτό απέτυχε. Είχε σηκωθεί από το κρεβάτι φουρκισμένη, ξαναμμένη και απογοητευμένη τόσο, που τα πρώτα σκαλιά τα κατέβηκε ολόγυμνη όπως ήταν· φαντάζομαι στο δρόμο για το δωμάτιό της να φόρεσε την κιλότα ή τουλάχιστον το πουκάμισο. Για να πω την αλήθεια, προσπάθεια να την απωθήσω δεν έκανα. Είχα ερεθιστεί αφάνταστα και ο πόθος με έσπρωχνε να κάνω ολοπρόθυμα αυτό που κι εκείνη ζητούσε. Υπήρχε όμως κάτι άλλο που με σταματούσε: αν το έκανα, από την άλλη μέρα τα πράγματα θα άλλαζαν είτε ήθελα είτε όχι, η Ειρήνη θα συμπεριφερόταν διαφορετικά».