Για το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γιάννη Πάσχου «Το χρονικό ενός δυσλεκτικού» (εκδ. Περισπωμένη).
Του Νίκου Ξένιου
Το χρονικό ενός δυσλεκτικού του Γιάννη Πάσχου (εκδ. Περισπωμένη) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτοβιογραφική νουβέλα, όμως κατ’ ουσίαν είναι μια ανάλαφρη καταγγελία κατά της μικρόνοιας. Ο κόσμος για το παιδί-Γιάννη είναι ένας κόσμος ήχων και εικόνων, ένα πληρέστατο σύμπαν γεμάτο έμπνευση και καλπάζουσα φαντασία από το οποίο απουσιάζουν επιδεικτικά τα γράμματα. Στις ποικίλες παρουσιάσεις του βιβλίου δόθηκε μεγάλη έμφαση στον βασανισμό και την περιθωριοποίηση που υφίσταται ένα δυσλεκτικό παιδί, ιδιαίτερα σε εποχές και τόπους όπου η επιστήμη δεν έχει ακόμη δώσει τα φώτα της. Ισχυρίζομαι, ωστόσο, ότι η πεμπτουσία του βιβλίου αυτού δεν είναι η παράθεση των προβλημάτων που αντιμετώπισε ο συγγραφέας ως απόπειρα ηρωοποίησής του: αντιθέτως, πρόκειται για μια ρεμβαστική αναπόληση μιας εξόχως δύσκολης ενηλικίωσης.
Ο Γιάννης Πάσχος, μη έχοντας συνειδητοποιήσει την ιδιαιτερότητά του, ελάχιστα ενοχικός γι’ αυτήν, δυνατός ως ιδιοσυγκρασία και, κυρίως, μαχητικός σε όλα τα επίπεδα, διαγράφει μια πορεία δημιουργικής φαντασίας που αντιπαλαίει τις αντιξοότητες και εκπλήσσει με την πρωτοτυπία της. Ανεπίδεκτος στα κολυβογράμματα του σχολείου, επινοεί ως παιδί χίλιους δυο τρόπους ώστε να επιβάλει την παρουσία του: και είναι η φήμη του μια Ηροστράτειος φήμη, μια ιδιάζουσα περίπτωση άξια μελέτης, μια συναρπαστική ατομικότητα που, από τις επάλξεις της, γίνεται φωνή ένστασης όλων των «ιδιαίτερων» και όλων των «διαφορετικών» του κόσμου ετούτου, ενάντια στη σοβαροφάνεια και το δήθεν που μαστίζει τη ζωή μας.
Με σύμμαχό του τη μητέρα του και γαλουχημένος με αυτοαποδοχή, το παιδί-πρωταγωνιστής της νουβέλας έχει την απαιτούμενη σκευή όχι μόνο για να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο που περιγράφεται με γράμματα, αλλά και να βάλει αυτά τα γράμματα σε μια νέα σειρά.
Γιατί, πρέπει να το παραδεχτούμε, είναι σπάνιο ένας αναγνωρισμένος καθηγητής πανεπιστημίου και διακεκριμένος λογοτέχνης να κάνει, εκ των υστέρων, μια τέτοια δήλωση δυσλεξίας, χωρίς αυτό να εγκλείει και μια πρόθεση σαρκασμού του στείρου ακαδημαϊσμού, της ανορεξικής επιστημοσύνης, της ανοργασμικής παραγωγής των γραφιάδων. Οι ιστορίες που για άλλους ήταν εξωφρενικές ήταν, για το παιδί-Γιάννη, αυτονόητες. Αυτό από μόνο του συνιστά το πρώτο βήμα αντίστασης. Με σύμμαχό του τη μητέρα του και γαλουχημένος με αυτοαποδοχή, το παιδί-πρωταγωνιστής της νουβέλας έχει την απαιτούμενη σκευή όχι μόνο για να επιβιώσει σ’ έναν κόσμο που περιγράφεται με γράμματα, αλλά και να βάλει αυτά τα γράμματα σε μια νέα σειρά. Και, όπως ακριβώς μπορεί κανείς να διαπιστώσει και από τα υπόλοιπα κείμενά του, η αναδιάταξη των στοιχείων της πραγματικότητας σε μια νέα πραγματικότητα (ενδο-λογοτεχνική) είναι κατ’ ουσίαν το επίτευγμα της λογοτεχνίας του Πάσχου.
Να γίνω πιο συγκεκριμένος: οι μουντζούρες, τα σβησίματα, οι περισπωμένες στις προπαραλήγουσες και τα κοκκινάδια των διορθώσεων των δασκάλων, η απελπισία των πρώτων χρόνων του δημοτικού σχολείου, η απαξίωση από τους στενόμυαλους, ανεγκέφαλους δασκάλους και η έλλειψη ευαισθησίας πολλών ανθρώπων, η κειμενοκεντρική αντίληψη περί ευφυίας που κατέτρυχε (και κατατρύχει) το ελληνικό σχολείο αυτόν τον «θάλαμο των αερίων απενεργοποίησης, αφυδάτωσης και αποστείρωσης», όλος αυτός ο λογιωτατισμός που συνιστά τη γάγγραινα της νεοελληνικής πνευματικής ζωής, όλο αυτό το βασανιστήριο γίνεται, για το ιδιαίτερο αυτό παιδί, παράγοντας χειραφέτησης και εφαλτήριο προόδου. Συντρέχουσας και της τύχης, το τέλος της ανωφέρειας τούτης τον βρίσκει φοιτητή στο πανεπιστήμιο, όσο κι αν αυτό ακούγεται αντιφατικό. Και η ιστορία του συνεχίζεται με όλες τις ακαδημαϊκές δάφνες, τα συνέδρια και την ευρύτερη αποδοχή που ουδείς θα φανταζόταν, αναλογιζόμενος την αφετηρία της διαδρομής. Διαύγεια, καθαρότητα στις δηλώσεις, αποστομωτική ειλικρίνεια, λυρισμός: να τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του αφηγήματος, που οριοθετεί με τον απλούστερο τρόπο το πέρασμα από την πραγματικότητα στη φαντασία. Πρόκειται για ένα μνημείο νεορρεαλισμού που όμοιό του μπορεί κανείς να βρει μόνο στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Δούκα, μόνο στο Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή, μόνο στις νουβέλες της Μαργαρίτας Καραπάνου (η λεπτομέρεια με τα γράμματα των Πομάκων κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας το αποδεικνύει).
Μεταπλάθοντας το κάθε βίωμα σε κάτι άλλο, αναγνωρίσιμο μόνο από τον ίδιο, ο συγγραφέας δεν χτίζει μόνο μια νουβέλα «ενηλικίωσης» (αυτή θα ήταν μια πρόχειρη διαπίστωση), κυρίως αφήνει μια παρακαταθήκη περιφρόνησης όλων των επουσιωδών κατηγορημάτων που νοθεύουν τις στιγμές μας και ψευτίζουν τη ζωή μας.
Στους ρόλους που η κοινωνία κατανέμει και στις περγαμηνές που η κοινωνία απονέμει ο ήρωάς μας είναι outsider. Είναι ο απρόβλεπτος τρίτος, ο διαφορετικός «άλλος», ο απρόσκλητος επισκέπτης, πιθανόν ο παρείσακτος εισβολέας. Αν δεν είναι αυτό συναρπαστικό, τότε τι είναι συναρπαστικό; Και το σημαντικότερο είναι πως η τόσο πλήρης νοήματος και ουσίας εξιστόρηση που κοινωνιολογικά διανοίγει τόσους ορίζοντες συζητήσεων δεν είναι παρά η αφορμή για να γραφεί ένα λογοτεχνικό βιβλίο υψηλών αξιώσεων. Το ότι ο αφηγητής είναι ένα παιδί που έχει ενηλικιωθεί χωρίς να έχει αποβάλει την ευαισθησία, τον αυθορμητισμό, την πειραχτική διάθεση και τον σαρκασμό ενός παιδιού, αυτό πια είναι το μεγαλύτερο λογοτεχνικό επίτευγμα του Γιάννη Πάσχου.
Πώς το πετυχαίνει αυτό ένας συγγραφέας, ενώ αποδύεται στον αγώνα ανασυγκρότησης της μνήμης του; Μα, φυσικά, βάζοντας σε τάξη της πολύτιμες εικόνες που συγκροτούν το προσωπικό του σύμπαν και καταθέτοντάς τες στο χαρτί σε μια γλώσσα λαγαρή και σπαρταριστή, άμεσα κοινοποιήσιμη στον αναγνώστη, οικεία, ψηλαφήσιμη, όπως είναι οι αγιογραφίες σ’ ένα παρεκκλήσι και όπως είναι οι στίχοι της λειτουργίας που αποστηθίζονται με «φωτογραφικό» τρόπο για να αρθρώσουν έναν λόγο αυτονομημένο, αποσχισμένο από τις επίσημες συνδηλώσεις του, ελαστικό και ευρύχωρο, κατάλληλο ώστε να χωρέσει όλες τις εκτάσεις και τα τοπία, τα πλάσματα και τις ψυχές, τις απόκοσμες διαστάσεις και τα υπερρεαλιστικά επεισόδια που χτίζει η απροσμέτρητη φαντασία του ταλαντούχου παιδιού. Του παιδιού που έχει, όμως, μιαν επιπρόσθετη, κορυφαία δυσκολία.
Οι 97 σελίδες του βιβλίου του Γιάννη Πάσχου είναι τόσο έντονες, τα επεισόδιά του είναι τόσο τραγελαφικά και η ενάργεια της γλώσσας του τόσο χαρακτηριστική που κανείς διερωτάται από πού αντλήθηκε όλη αυτή η ζωντάνια και πώς είναι δυνατόν να μην γκρεμίζεται αυτό το σύμπαν την ώρα που εκτίθεται σε κείμενο. Ποια είναι, λοιπόν, η εκμυστήρευση και ποια είναι η δήλωση του συγγραφέα; Μεταπλάθοντας το κάθε βίωμα σε κάτι άλλο, αναγνωρίσιμο μόνο από τον ίδιο, ο συγγραφέας δεν χτίζει μόνο μια νουβέλα «ενηλικίωσης» (αυτή θα ήταν μια πρόχειρη διαπίστωση), κυρίως αφήνει μια παρακαταθήκη περιφρόνησης όλων των επουσιωδών κατηγορημάτων που νοθεύουν τις στιγμές μας και ψευτίζουν τη ζωή μας.
Με όπλο του την αγάπη των γονιών του και την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του που του εμφύσησαν, ανακαλεί τα τραύματα της παιδικής του ηλικίας συγκροτώντας σε σύστημα αφηγηματικό όλες τις προσωπικές του στιγμές αναζήτησης παρηγοριάς και προσωπικής πορείας μέσα από τη στενόχωρη ατραπό της επαρχιακής Ελλάδας της δεκαετίας του ’60. Και να προσθέσω κι ετούτο, που κρίνω ότι είναι σημαντικό: ο φίλτατος Γιάννης Πάσχος δεν γκρινιάζει, δεν μεμψιμοιρεί, δεν διεκτραγωδεί. Αντιθέτως, εμφορούμενος από νοσταλγία, αγάπη για τους δικούς του και τεράστια αποθέματα ανθρωπισμού και κατανόησης, αναπλάθει ένα ημερολόγιο των παθημάτων του διαπνεόμενος από μεγαλοψυχία, αφοπλιστικό χιούμορ και ευθύτητα, με λίγα λόγια συστηνόμενος όπως πραγματικά είναι. Όσοι τον γνωρίζουμε και τον αγαπούμε έχουμε διαπιστώσει ιδίοις όμμασιν πως πρόκειται για έναν νικητή της ζωής. Με αυτό το βιβλίο το επιβεβαιώνει και ο ίδιος.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).