Για τη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Κουρμουλή «Άπνοια» (εκδ. Κείμενα). Κεντρική εικόνα: Ψηφιακή φωτογραφία © Γιάννης Γαλανάκης.
Του Νίκου Α. Μάντη
Μια διαδεδομένη «λαϊκή σοφία» θέλει τον χώρο της δημοσιογραφίας να μην μπλέκει εύκολα με εκείνον της λογοτεχνίας. Ο Τύπος, λένε, κυνηγάει συνεχώς το εφήμερο, σε αντίθεση με τον χώρο των βιβλίων, που είναι προσηλωμένος στο διαρκές. Ως αποτέλεσμα, αυτό το λοξοκοίταγμα μεταξύ του φευγαλέου και του βραδυκίνητου, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα εστίασης στον επίδοξο καταλύτη των νοητών ορίων, οδηγώντας τον σε ένα όχι και τόσο ευχάριστο «αλληθώρισμα».
Ο Νίκος Κουρμουλής δεν κινδυνεύει από κάτι τέτοιο. Χρόνια πολλά στο ρεπορτάζ βιβλίου και πολιτισμού, αποφάσισε με το ανά χείρας έργο, την Άπνοια (εκδ. Κείμενα), να κάνει κι εκείνος το «τρομερό βήμα», διασχίζοντας το σύνορο δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας. Το βήμα αυτό, στην περίπτωσή του, όχι μόνο δεν τον οδήγησε στα προαναφερθέντα οφθαλμολογικά προβλήματα, αλλά, αντίθετα, εμπέδωσε στον υποφαινόμενο την εντύπωση ότι ως νεόκοπος πεζογράφος διαθέτει ένα έντονο και ιδιαίτερα προσωπικό βλέμμα. Κάτι που είναι ζητούμενο για όλους μας, όσοι καταπιανόμαστε με το απαιτητικό άθλημα της δημιουργικής γραφής.
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων λοιπόν του Κουρμουλή έχει αρκετές ιδιαιτερότητες. Περιλαμβάνει οχτώ ιστορίες με επίκεντρο από έναν χαρακτήρα τη φορά, με τη χρήση μιας τριτοπρόσωπης αφήγησης, η οποία, εκδιπλωνόμενη σ’ έναν στακάτο, ρυθμικό ελεύθερο πλάγιο λόγο, επιτρέπει στον συγγραφέα να μετουσιωθεί σχεδόν στο πρόσωπο που παίρνει το βήμα του κάθε διηγήματος. Ο χώρος που ενώνει τους αφηγητές, παρόλο που εκείνοι ακούν σε ονόματα οικεία, άλλοτε Νέλλη, άλλοτε Θόδωρος, άλλοτε Σταύρος ή Δάφνη, δεν είναι ένα γνώριμο μέρος της νεοελληνικής συνθήκης, αλλά μια μελλοντική μητρόπολη, με το ευρηματικό όσο και αινιγματικό όνομα «Κλεψύδρα».
Ο χώρος που ενώνει τους αφηγητές, παρόλο που εκείνοι ακούν σε ονόματα οικεία, άλλοτε Νέλλη, άλλοτε Θόδωρος, άλλοτε Σταύρος ή Δάφνη, δεν είναι ένα γνώριμο μέρος της νεοελληνικής συνθήκης, αλλά μια μελλοντική μητρόπολη, με το ευρηματικό όσο και αινιγματικό όνομα «Κλεψύδρα».
Είναι η Κλεψύδρα του Χρόνου που διέπει τα πάντα από τότε που υπάρχει άνθρωπος, είναι η κλεψύδρα της αστικής Βαβέλ που υψώνεται προς τον ουρανό με καθετοποιημένη αυθάδεια, στο αρχετυπικό αρχιτεκτονικό σχήμα που διέπει τις φαντασιώσεις μας ήδη από το «Metropolis» του Φριτς Λανγκ, περνώντας διαμέσου του «Blade Runner», με την γιαπωνέζικη αισθητική που έκτοτε έχει κάνει κατάληψη σε όλες τις νοητές εκδοχές του αστικού μέλλοντος και δεν μας αφήνει να το συλλάβουμε αλλιώς (τουλάχιστον όπου δεν υφίσταται κάποιας μορφής Αποκάλυψη, οδηγώντας την ανθρωπότητα σε μια πλήρη ερήμωση α λα «Mad Max»). Στο βιβλίο η Κλεψύδρα ζει και αναπνέει ρυθμικά, θυμίζοντας ώρες ώρες ένα βίντεο κλιπ γυρισμένο με τη μορφή τεράστιου μονοπλάνου, έχοντας την κάμερα τοποθετημένη ίσως σε κάποιο drone, να καταυγάζει τις ζωές των ανθρώπων σαν μια μονότονη βροχή, ενώνοντας και χωρίζοντάς τους ταυτόχρονα.
Γνώμη μου ωστόσο είναι ότι με την Άπνοια ο Νίκος Κουρμουλής δεν θέλησε να δώσει ένα ακόμα δείγμα μελλοντολογικής φαντασίας, ώστε να προστεθεί στον –έτσι κι αλλιώς ισχνό– κατάλογο έργων του ελληνικού φανταστικού. Θεωρώ ότι η Κλεψύδρα του αθηναϊκού μέλλοντός μας, μαζί με τα συμπαρομαρτούντα αυτής (τον Δυτικό, τον Νότιο Τομέα, που ανακαλούν τα δικά μας δυτικά και βόρεια προάστια, τον Βόρειο τομέα με τη θρησκευτική του ιεραρχία και τον Κεντρικό, σαν απείκασμα της παλιάς εμπορικής ζώνης, την περιοχή «Σίγμα» για τους φτωχούς και τους αδύναμους να ακολουθήσουν το τεχνολογικό παιχνίδι, καθώς και το έσχατο «Τέλμα», «πατρίδα όλων των απανθρακωμένων ψυχών», βαθιά στον πάτο της κάθετης αβύσσου) είναι περισσότερο ένα αισθητικό τέχνασμα, ένα ευφάνταστο μέσο από πλευράς συγγραφέα για να πετύχει την επιθυμητή «απο-οικειοποίηση», το ξένισμα εκείνο δηλαδή σε σχέση με την τετριμμένη πραγματολογική συνθήκη του καθαρού ρεαλισμού, που θα οδηγήσει τους ψυχισμούς των ηρώων του να λάμψουν σε ένα καθαρότερο φως, απαλλαγμένοι από τα βάρη της άμεσης, νατουραλιστικής αναγνώρισης.
Γνώμη μου ωστόσο είναι ότι με την Άπνοια ο Νίκος Κουρμουλής δεν θέλησε να δώσει ένα ακόμα δείγμα μελλοντολογικής φαντασίας, ώστε να προστεθεί στον –έτσι κι αλλιώς ισχνό– κατάλογο έργων του ελληνικού φανταστικού.
Γιατί, κατά τα άλλα, πολλά από τα στοιχεία της δικής μας πραγματικότητας, εκείνης του 2022, βρίσκονται εδώ: η εργασιακή επισφάλεια και η λογική «homo homini lupus», στην ιστορία με τον σεκιουριτά Σταύρο, το αδιέξοδο των ερωτικών και οικογενειακών σχέσεων στην καταναλωτική έρημο του ύστερου καπιταλισμού, όπως περιγράφεται στην παραβολή της Δάφνης, ένα επώδυνο διαζύγιο εν μέσω ψηφιακής βίας, στο διήγημα του ποικιλοτρόπως αποτυχημένου Θόδωρου, η πολιτική ως βίαιο βιντεοπαιχνίδι στη ζωή της Νέλλης, η ακινησία που επιφέρει η συνειδητοποίηση της φτώχειας και της ματαιότητας σ’ έναν κόσμο προσανατολισμένο στην ταχύτητα (Ζήσιμος) ή η αυτιστική προσήλωση σε μια στείρα τελειοθηρία ως υποκατάστατο συναισθηματικής ζωής για τη σολίστ Ιωάννα. Οι ήρωες αυτοί, όπως άλλωστε σε κάθε δυστοπία, από το Εμείς του Ζαμιάτιν έως το σημερινό Black Mirror, για εμάς τους ίδιους μιλάνε, για τις δεκάδες ματαιώσεις και απογοητεύσεις του δικού μας κόσμου, για τον ολόδικό μας καπιταλισμό, για τη γνώριμή μας καταναλωτική φενάκη, για τη βία που ελλοχεύει κάτω από κάθε εμπορευματοποιημένη σχέση, κι ωστόσο –σε πείσμα των παραπάνω– για την επιμονή όλων μας να ελπίζουμε, ξανά και ξανά, σε μια ζαριά που θα μπορούσε, την τελευταία ίσως στιγμή, να αλλάξει την παρτίδα για χάρη μας.
Ο Νίκος Κουρμουλής γεννήθηκε στον Πειραιά τον Μάρτιο του 1972. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, με ειδίκευση στην παραβατικότητα ανηλίκων. Όταν γύρισε στην Ελλάδα, σπούδασε κινηματογράφο και σενάριο στη σχολή Σταυράκου. Κατόπιν δούλεψε για μια δεκαετία γεμάτη στην εφημερίδα «Ο Κόσμος του Επενδυτή» ως πολιτιστικός συντάκτης. Διετέλεσε σύμβουλος προγράμματος στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Εν συνεχεία συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Αυγή» ως κριτικός βιβλίου, ενώ εδώ και έξι χρόνια συνεργάζεται με τον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο 105,5» σε θέματα πολιτισμού και βιβλίου. Είναι συντάκτης στην εφημερίδα «Τα Νέα». |
Μικρή παρέκβαση στο σημείο τούτο: Είναι ίσως ίδιον της εποχής μας, το γεγονός ότι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι μελλοντολογικές μυθοπλασίες είναι από γκρίζες έως αμιγώς καταστροφολογικές. Η αισιόδοξη δεκαετία του ’60 βρίσκεται πια πολύ πίσω μας, όταν στο συλλογικό φαντασιακό επικρατούσε μια εκδοχή του μέλλοντος γεμάτη διαγαλαξιακούς ηρωισμούς και περιπετειώδεις εξερευνήσεις πλανητών. Σήμερα, όσοι αποπειρώνται να ψηλαφίσουν το μέλλον, έχουν συνείδηση των βαριών περιορισμών που αλυσοδένουν το παρόν μας – γι’ αυτό και πολύ συχνά οι φουτουριστικές αφηγήσεις ταυτίζονται με ψηφιακές ή οικολογικές δυστοπίες. Η γνωστή φράση του Φρέντρικ Τζέιμσον, ότι «είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού», έχει οδηγήσει τη λογοτεχνία του φανταστικού να γίνει μια «επίμονη Κασσάνδρα», προφητεύοντας όλων των ειδών τις απώλειες. Και πάλι όμως, το δράμα μας φαίνεται να είναι ότι δεν μπορούμε παρά να αποδεχόμαστε τις μυθοπλαστικές αυτές προφητείες ως κάτι απόλυτα δικαιολογημένο και αναμενόμενο.
Η άπνοια της Κλεψύδρας ωστόσο παραπέμπει αποκλειστικά στη στασιμότητα.
Στο βιβλίο του Κουρμουλή, αυτό το ψυχικό κλίμα συνοψίζεται και συμπυκνώνεται στην κυριολεκτική Άπνοια του τίτλου. Σε έναν κόσμο ψυχικά και πνευματικά ακινητοποιημένο, ο αέρας συμβολίζει την ελπίδα, την αλλαγή που έρχεται από κάπου αλλού για να μας πάει παραπέρα. Η άπνοια της Κλεψύδρας ωστόσο παραπέμπει αποκλειστικά στη στασιμότητα. Το κλίμα αυτό εκφραστικά αποδίδεται με τις σύντομες, λακωνικές φράσεις πάνω στις οποίες είναι δομημένη η αφήγηση του Κουρμουλή, φράσεις που, διαδεχόμενες η μία την άλλη σχεδόν μονότονα, περίπου σα να προέρχονται από κάποιο αλγοριθμικά επεξεργασμένο πρόγραμμα, εμπεδώνουν το κλίμα μιας μηχανοποιημένης ασφυξίας, την αρρυθμία ενός κόσμου που υποτίθεται ότι διαθέτει σφυγμό, αλλά δεν πάλλεται παρά μονάχα σαν ένα μισοχαλασμένο αυτόματο που κάποιος έχει ξεχάσει να κλείσει. Μέσα σ’ αυτό το αυτόματο, οι ζωές των ανθρώπων σιγοσπιθίζουν σαν περιστασιακά βραχυκυκλώματα, πρόσκαιρες αναστατώσεις ενός συστήματος σε αμετάκλητη διαδικασία εντροπίας και παρακμής.
Εδώ μονάχα η βροχή μπορεί πλέον να δώσει τη λύση. Σαν από μηχανής θεός, αντανακλώντας τους δικούς μας οικολογικούς εφιάλτες, η βροχόπτωση επέρχεται ανελέητα στο τέλος και αποδιοργανώνει τα πάντα, οδηγώντας τη μάνατζερ Κλάρα, την ηρωίδα που κλείνει και τη συλλογή, σε μια οριστική αναμέτρηση με τον διανυθέντα βίο της, με τις επιλογές, με τις αυταπάτες όχι αποκλειστικά εκείνης, αλλά ενδεχομένως και όλων ημών, στον κόσμο που επιλέξαμε να χτίσουμε τις προηγούμενες δεκαετίες, και που στην Άπνοια σαρώνεται απ’ τη θεομηνία και τον όλεθρο. Γράφει ο Κουρμουλής:
«Η Κλεψύδρα πνίγεται. Η καρδιά της κατρακυλάει. Θυμάται τον πρώτο της έρωτα. Ανοίγει διάπλατα τα πόδια της. Ένα γλυκό μελαψό αγόρι, όλο ντροπές. Πάρθηκαν στο ξεφλουδισμένο καπό ενός κλεμμένου Audi. Το δώρο του. Με τα κορμιά τους να εκρήγνυνται σαν βόμβες μολότοφ. Ή κάπως έτσι. Τα τζάμια τρίζουν απειλητικά. Το γραφείο της σείεται απ’ τα θεμέλια. Τα φώτα σβήνουν μέσα σ’ ένα παρατεταμένο σπάραγμα. Αποσυνδέει τους υπολογιστές και ξαπλώνει ανάσκελα. Η ανατομική καρέκλα την αγκαλιάζει σα χάδι. Ας σβηστούν τα ίχνη της, δεν τη νοιάζει τίποτα πια. Εξάλλου η δουλειά της είναι ο ύμνος του παροδικού, δεν κρατά ποτέ για πάντα».
Με τις φράσεις αυτές, η Άπνοια ολοκληρώνεται. Δεν ξέρω αν η ακροτελεύτια πρόταση είναι αυτοαναφορική, αποτυπώνοντας τις επιφυλάξεις του αγαπητού Νίκου για την πρωινή του δουλειά. Ξέρω ωστόσο ότι, όπως και στις καλύτερες εμπνεύσεις του Μπάλλαρντ, η επιρροή του οποίου είναι για μένα παραπάνω από εμφανής στο βιβλίο, η τεχνολογία, η ηδονή και η καταστροφή σμίγουν σε ένα αξεδιάλυτο μίγμα, όπου, σε αντίθεση με τον χρησμό του Έλιοτ για τον κόσμο που θα τελειώσει «σαν ψίθυρος», εδώ συμβαίνει το αντίθετο: η Κλεψύδρα καταρρέει εκκωφαντικά, σε μια εικόνα υδάτινης Αποκάλυψης που εκτυλίσσεται στον ρυθμό ενός οργασμού, και μάλιστα όχι ως προϊόν ερωτικής συνεύρεσης, αλλά ως αποτέλεσμα μιας αμιγώς φαντασιωτικής – αυνανιστικής πράξης. Αν αυτό δεν είναι πολιτική δήλωση, δεν ξέρω τι μπορεί να είναι. Η φενάκη του σημερινού κόσμου σερβιρισμένη σαν ένα παγωμένο, δηλητηριώδες αναψυκτικό με μηδέν τοις εκατό ζάχαρη.
Με το βιβλίο αυτό, ο Κουρμουλής μάς εξάπτει το ενδιαφέρον για τα μελλοντικά του χτυπήματα. Ένας γραφιάς που μπορεί να χτίσει και να γκρεμίσει έναν κόσμο με λίγες μονάχα κινήσεις, σίγουρα είναι προορισμένος να μας απασχολήσει εκτενώς και στο μέλλον. Του το ευχόμαστε ολόψυχα, για το δικό του αλλά και για το δικό μας καλό.
*Ο ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Σύντομα θα κυκλοφορήσει το καινούργιο του μυθιστόρημα «Κιθαιρώνας» (εκδ. Καστανιώτη).