
Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Καρκανέβατου «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά» (εκδ. Εστία). Φωτογραφία © Pablò / Unsplash.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Αυτό το πρώτο μυθιστόρημα του Γιάννη Καρκανέβατου μιλά για την Ιστορία μέσω των προσωπικών ιστοριών: από το συγγραφικό παρόν του 2022 έως το αφηγηματικό του 2004 κι από εκεί πίσω στα 1946, η Ιστορία ψάχνει τις δέστρες των λιμανιών για να αγκυροβολήσει. Άλλοτε με αναμνήσεις, με λόγια και με κινηματογραφικά πλάνα κι άλλοτε με σιωπές και με αποσιωπήσεις, τα δρώντα πρόσωπα, οι αφανείς ήρωες που δεν πέρασαν στα επίσημα κιτάπια της ιστοριογραφίας, κουβαλάνε τα μπαγκάζια της από το παρελθόν που βιώθηκε και χαράχτηκε στο δέρμα μέχρι σήμερα, όταν η επόμενη γενιά αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως οικογενειακή προκυμαία.
Είναι συνηθισμένο πλέον στην πεζογραφία μας ο αφηγητής να μην καμουφλάρεται πίσω από ένα μυθοπλαστικό alter ego, με άλλο όνομα και ιδιότητα, αλλά να παρουσιάζεται με το πραγματικό του πρόσωπο. Έτσι κι εδώ, ο Γιάννης Καρκανέβατος αναλαμβάνει σε πρώτο πρόσωπο να μας εξιστορήσει, αποσπασματικά, χωρίς ομαλό μοντάζ, χωρίς να δένει το ένα επεισόδιο με το άλλο, την ιστορία του πατέρα του Σωκράτη και του θείου του Αντρέα, με κέντρο τον Εμφύλιο. Έτσι, με τη μορφή μαρτυριών, με τη μορφή διαλόγου, με τη μορφή μαγνητοφώνησης των αναμνήσεων των δύο αδελφών, το οικογενειακό δράμα ξεδιπλώνεται, και μαζί, στο πλαίσιο της προφορικής Ιστορίας, απλώνεται και το ευρύτερο πλαίσιο: οι Αριστεροί της Ανατολικής Μακεδονίας (Σερρών), που γλίτωσαν από τους Βούλγαρους, πολέμησαν τον κυβερνητικό στρατό και τους δωσίλογους, κι έπειτα υπέστησαν την οδύσσεια της εξορίας στο παραπέτασμα.
Ο πατέρας του αφηγητή έγινε δάσκαλος, προσπερνώντας άπειρα εμπόδια, καθώς είχε αδελφό «αντεθνικώς φρονούντα» στο παραπέτασμα, και προσπάθησε αφενός να διατηρήσει την επαφή του με τον κομμουνιστή Αντρέα, να στείλει το 1961 τους γονείς τους να τον δουν, να πάει ο ίδιος το 1977...
Η αφήγηση τριχοτομείται σε ανάκατα επεισόδια, στιγμές και μνήμες. Ο αφηγητής και τα σκόρπια γεγονότα της ζωής του, ο θείος Αντρέας και η περιπέτειά του στη Ρουμανία του Γκεοργκίου-Ντεζ και του Τσαουσέσκου και τέλος ο Σωκράτης, που αποτελεί και την κορυφή του τριγώνου, η οποία συνδέει τις άλλες δύο γωνίες. Ο πατέρας του αφηγητή έγινε δάσκαλος, προσπερνώντας άπειρα εμπόδια, καθώς είχε αδελφό «αντεθνικώς φρονούντα» στο παραπέτασμα, και προσπάθησε αφενός να διατηρήσει την επαφή του με τον κομμουνιστή Αντρέα, να στείλει το 1961 τους γονείς τους να τον δουν, να πάει ο ίδιος το 1977 και εντέλει να φροντίσει με κόπους και θυσίες να του δοθεί πάλι η ελληνική ιθαγένεια, ώστε να μπορέσει κάποια στιγμή να επαναπατριστεί. Στέκομαι λίγο παραπάνω στον Σωκράτη, όχι μόνο επειδή ο τίτλος του μυθιστορήματος τον ορίζει ως τον βασικό πρωταγωνιστή, αλλά κι εξαιτίας της οπτικής του γωνίας, αυτής του παραμένοντος πίσω αδελφού Αριστερού, σοσιαλιστή κατά τη Μεταπολίτευση, ο οποίος νοιάζεται και αγωνιά για την τύχη του εξορισμένου αδελφού του.
Και ποια σχέση έχουν όλα αυτά με τις ένθετες ιστορίες από τη ζωή του αφηγητή; Πώς τελικά το παρόν σηματοδοτείται από το παρελθόν και πώς οι επόμενες γενιές, άμεσα ή έμμεσα, στιγματίζονται από τις προηγούμενες; Στο ανά χείρας μυθιστόρημα, το οποίο με τον τρόπο της ιστοριογραφικής μεταμυθοπλασίας νοηματοδοτεί το παρελθόν, τα ξέφτια της αφανούς Ιστορίας γίνονται νήματα που ράβουν τα ρούχα του σήμερα, είτε το θέλουμε είτε όχι. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο συγγραφέας εναλλάσσοντας τα κεφάλαια, που αφορούν το παρόν και τις δικές του αναμνήσεις κι εμπειρίες, με τα κεφάλαια, που ανακαλούν τον Εμφύλιο και το μετά, μέσω των λόγων του πατέρα Σωκράτη και του θείου του Αντρέα, ξαναχτίζει τις γέφυρες που γκρέμισε η σιωπή. «Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά» είναι η φυσιολογική κατάσταση της σκόπιμης αποσιώπησης (δες και τις ανάλογες παρατηρήσεις της Ρέας Γαλανάκη στο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη», όπου πάλι οι γονείς δεν μιλάνε πολύ για τη ζωή τους), σιωπής, η οποία εντέλει σπάει, όταν τα δύο αδέλφια ξανασμίγουν και αποκαλύπτουν, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο, ορόσημα της οικογενειακής τους μοίρας.
Η μνήμη δεν είναι πάντα αυτόματη, αλλά εν μέρει χειραγωγείται και εν μέρει κατασκευάζεται, η λήθη δεν είναι πάντα ακούσια, αφού πολλές φορές είναι μια μορφή αποσιώπησης για όσα πρέπει να ξεχάσουμε, στο πλαίσιο της συμφιλίωσης ή της επούλωσης των τραυμάτων.
Είπα και προηγουμένως ότι τα ονόματα των πρωταγωνιστών, όπως και του αφηγητή, είναι τα πραγματικά, δείγμα της προσπάθειας πολλών σημερινών συγγραφέων να πείσουν ότι όλα όσα αφηγούνται είναι απόλυτα αληθινά, πέρα από ρεαλιστικά. Έτσι, το ιστορικό μυθιστόρημα στηρίζεται και προβάλλει πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, εν είδει μαρτυρίας, εν είδει προφορικής ιστορίας, και αναζητεί, όπως η ιστοριογραφία, μνήμες, ντοκουμέντα, προφορικές καταθέσεις κ.λπ., ώστε να αναπλάσει ζωντανά, παραστατικά, έστω και αποσπασματικά, το φλέγον παρελθόν.
Ήδη από το εξώφυλλο, ο τίτλος υποδηλώνει το παιχνίδι της μνήμης και της λήθης με το οποίο προσεγγίζουμε την ιστορία, ειδικά τη βιωμένη. Η μνήμη δεν είναι πάντα αυτόματη, αλλά εν μέρει χειραγωγείται και εν μέρει κατασκευάζεται, η λήθη δεν είναι πάντα ακούσια, αφού πολλές φορές είναι μια μορφή αποσιώπησης για όσα πρέπει να ξεχάσουμε, στο πλαίσιο της συμφιλίωσης ή της επούλωσης των τραυμάτων. Ωστόσο ο τοίχος της Ιστορίας έχει τρύπες, που αφήνουν να περάσει το παρελθόν, με λόγια και μνήμες, τόσο αυτό της προηγούμενης γενιάς όσο και της αμέσως προηγούμενης, τόσο των προσωπικών τραυμάτων όσο και της Ελλάδας ολόκληρης, που διχάστηκε, μάτωσε, πόνεσε, διαμελίστηκε, ειδικά στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Η αποκάλυψη στο τέλος, η αποκάλυψη για τις πραγματικές προθέσεις του Αντρέα, στίζει αντιθετικά όλα όσα προηγήθηκαν. Ανάμεσα στο πραγματικό «θέλω» και τον δρόμο που πήραν τα πράγματα ο άνθρωπος γραπώνεται συχνά από το βιωμένο, έστω κι αν είναι αθέλητο, και προσπαθεί να χτίσει τη ζωή του με αυτό. Αλλά και ως σχόλιο στην εθνική ιστορία (κομματική και πολιτική) η αποκάλυψη θρυμματίζει τον μύθο περί ηρώων που εκούσια και παθιασμένα πολεμούσαν για τη σοσιαλιστική πατρίδα. Έτσι, το βιβλίο του Γιάννη Καρκανέβατου εντάσσεται στη χορεία όσων από τη σκοπιά των Αριστερών δείχνουν τη φόδρα στην πίσω πλευρά του υφάσματος και μέσα από τις προσωπικές τραγωδίες καθαιρούν μύθους και συλλογικά ιδεολογήματα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αναρωτιέμαι γιατί το λέει σ’ εμένα και γιατί το λέει τώρα. Μια ζωή ο ίδιος δεινοπάθησε για να στηρίξει τις επιλογές του μεγάλου του αδερφού. Ο Αντρέας πάλεψε για μια ιδέα και ο Σωκράτης πάλεψε για τον αδερφό του. Ίσως από επιθυμία να βγάλει το αγκάθι από μέσα του που έχει χρονίσει και αγνοεί αν ο πόνος είναι πραγματικός ή με τον καιρό έκλεισε η πληγή, έφυγε η σκλήθρα κι έμεινε να τον πληγώνει η μνήμη του πόνου».