Σκέψεις, επισημάνσεις και παρατηρήσεις για την προσέγγιση και τη χρήση ηθογραφικών στοιχείων σε βιβλία νέων συγγραφέων με αφορμή τα βιβλία των: Κωνσταντίνου Δομηνίκ «Ώπα, ώπα, μπλάτιμοι» (εκδ. Ενύπνιο), Μιχάλη Αλμπάτη «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» (εκδ. Νήσος) και Κώστα Μπαρμπάτση «Λυκοχαβιά» (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Τρεις συγγραφείς, κάποιοι από αυτούς κατεβαίνουν για πρώτη φορά στη λογοτεχνική αρένα, τρεις πεζογράφοι με ηλικίες από 34 και πάνω, τρία βιβλία που κυκλοφόρησαν στα τέλη του 2021 και στο πρώτο εξάμηνο του 2022, τρεις τόμοι που περιλαμβάνουν δυο συλλογές διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα. Τι κοινό εντέλει έχουν όλα αυτά, πέρα από το γεγονός ότι είναι έργα συγγραφέων σχετικά νέων στη λογοτεχνία; Εν πρώτοις τίποτα, αισθητικά τουλάχιστον. Σε μια δεύτερη όμως ματιά, μπορούμε να δούμε ότι τα διαφορετικά θέματα και τα διαφορετικά τοπία στα οποία εξελίσσεται η δράση (Μακεδονία, Αιτωλοακαρνανία και Κρήτη) αποκεντρώνουν τη σκέψη, ορίζουν την επαρχία ως άξονα και επιστρέφουν –και στις τρεις περιπτώσεις– σε μια παλαιική Ελλάδα.
Δεν είναι οι πρώτοι συγγραφείς που μέσα στον 21ο αιώνα καταφεύγουν σε μια σύγχρονη ηθογραφία, σε μια «νεοηθογραφία» που εγκαθιστά το ντόπιο μέσα στο διεθνές, που ενθρονίζει το ιθαγενές ως αντίβαρο στο παγκόσμιο, που συστήνει μια glocalization ως πολυφωνική αντίπραξη στην ισοπέδωση της πόλης και της σύγχρονης ομογενοποιημένης κουλτούρας. Κι οι τρεις κουβαλάνε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την υβριδική ταυτότητα της παγκοσμιοποιημένης εποχής μας, ζουν σε πόλεις και βρίσκονται σε επαφή με την Ευρώπη και τις προκλήσεις της. Ωστόσο, προτείνουν έργα που γυρίζουν την πλάτη στο σημερινό πολιτισμικό ισοπεδωμένο status quo προς όφελος μιας κουλτούρας που δεν θαυμάζει ειδυλλιακά το παλιό, αλλά το φέρνει στο προσκήνιο ως μήτρα αρχέγονων συναισθημάτων.
Tα διαφορετικά θέματα και τα διαφορετικά τοπία στα οποία εξελίσσεται η δράση (Μακεδονία, Αιτωλοακαρνανία και Κρήτη) αποκεντρώνουν τη σκέψη, ορίζουν την επαρχία ως άξονα και επιστρέφουν –και στις τρεις περιπτώσεις– σε μια παλαιική Ελλάδα.
Έτσι, η ανάγνωση καθενός από τα τρία κείμενα, που εστιάζουν σε μια προνεωτερική Ελλάδα, που ανιχνεύουν το πανανθρώπινο στις τοπικές συνήθειες και αντιλήψεις, που ορθώνουν το τοπικό χρώμα απέναντι στο γκρίζο της εποχής μας, ψηλαφεί όχι μόνο έναν άλλο κόσμο, αλλά και μια διαφυγή, η οποία έχει να προτείνει βαθιά νερά και υπόγεια στρώματα σκέψης και αίσθησης.
Θα μπορούσαμε όλο αυτό να το ονομάσουμε «ηθογραφικό εξωτισμό», αφού η ζωή στην ύπαιθρο του μεσοπολέμου ή των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, σε μια προνεωτερική Ελλάδα, με παραδοσιακές αντιλήψεις και κυρίως με παλαιικές συνήθειες, μοιάζει μακρινή και μουσειακή. Αυτή η φαινομενικά «μουσειακή» προσέγγιση του παρελθόντος, με λαογραφικούς και τοπικιστικούς όρους, μπορεί να γίνει ενεργή και να προσελκύσει τον σύγχρονο αναγνώστη για τρεις τουλάχιστον λόγους:
Πρώτον, όπως έχω ξαναγράψει, η επιστροφή στο τοπικό είναι ένα ισχυρό αντίβαρο στο παγκοσμιοποιημένο και τις αλλοτριωτικές του τάσεις, αλλά και στο εθνικό, όσο αυτό ενσαρκώνεται στην υδροκέφαλη πρωτεύουσα ή στις μεγάλες πόλεις. Δεύτερον, είναι μια ατμόσφαιρα και γλώσσα, που ακόμα κι αν δεν μπορούμε να τις καταλάβουμε εν όλω ή εν μέρει, μοιάζουν σαν εξωτικό φρούτο, εσωτερικής οπτικής, το οποίο λάμπει, γυαλίζει, προκαλεί με την ανοίκεια φύση του και τις μη-αστικές του ανταύγειες. Τρίτον, οι γενιές που έχουν ανάλογα βιώματα, άμεσα ή έμμεσα, τα οποία διατηρούν ανάλογους αντίλαλους, περνάνε στο στάδιο της ταύτισης, με τη ευρύτερη έννοια του όρου. Αλλά και οι νεότεροι ακόμα, που αναζητούν μια προσωπική ταυτότητα μέσα στο χαοτικό διεθνές σκηνικό, προχωρούν σε ανάλογες ταυτίσεις, όχι αναγκαστικά μόνιμες και ακλόνητες, αλλά ως πτυχές της πολυδιάστατης προσωπικότητάς τους, που κρατούν μαζί το σύγχρονο και το παλιό, το παγκόσμιο και το τοπικό.
Σε αυτή την επανακάμψασα ηθογραφία, οι τάσεις που συναντώνται απλώνονται προς διάφορες κατευθύνσεις, μία από τις οποίες είναι η ώσμωση του χωριού (ως χωροχρόνου και νοοτροπίας) με το φανταστικό στοιχείο. Σε αυτή τη σύζευξη, ενώ τα διηγήματα του Κωνσταντίνου Δομηνίκ ξεκινάνε ρεαλιστικά, αποκτούν έξαφνα μια μεταφυσική διάσταση, με πινελιές θρησκευτικού δέους, μεταφυσικής δαιμονικής παρουσίας, επικοινωνίας με το επέκεινα και ατμόσφαιρα Αποκάλυψης. Το έχει κάνει πετυχημένα ο Νικήτας Παπακώστας στο Καληνύχτα καλούδια μου (Δώμα, 2018) και οι Χρυσόστομος Τσαπραΐλης και Φώτης Βάρθης στις Γυναίκες που επιστρέφουν (Αντίποδες, 2020).
Ο νεαρός συγγραφέας Κωνσταντίνος Δομηνίκ (1988) γεννιέται στο Βερολίνο αλλά ζει στην Κατερίνη. Επομένως, ενώ κουβαλά εκ καταγωγής και γέννησης τον ευρωπαϊκό αέρα, στρέφεται πλησίστιος στην ηθογραφική μεταφυσική, δημοσιεύοντας μικρά, αλλά γεμάτα χαρακιές διηγήματα. Οι παράλληλες πραγματικότητες, αυτή της επαρχιακής καθημερινότητας κι αυτή του φανταστικού, συμπορεύονται, και κάποια στιγμή η μία εμφιλοχωρεί μέσα στην άλλη, τροχίζοντας με σπίθες την ανάγνωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα «Ο Μουράς», όπου στον δρόμο για το χωριό με το αμάξι ένας θόρυβος ενοχλεί πατέρα και γιο. Ο μικρός θυμάται όταν παλιά ο μπαρμπα-Γλήνας καβάλα στη φοράδα του, ενώ πλησίαζε το γεφύρι, είδε άξαφνα ένα αιωρούμενο φως και έπειτα μια γάτα να κάθεται στα καπούλια του ζώου. Κι όταν οι δυο τους φτάσανε στο χωριό, ανακάλυψαν ότι μια γάτα, πραγματική αυτή τη φορά, είχε χωθεί στον κινητήρα του αυτοκινήτου. Στην εγκιβωτισμένη ιστορία, η γάτα –ως σύμβολο εξωγήινων κόσμων ή ως μετενσάρκωση του Διαβόλου– τρόμαξε τον αγαθό χωρικό, ενώ σήμερα μια ανάλογη εμφάνιση υιοθετείται ως αγαθή συγκυρία.
Πέρα από αυτό το αντιπροσωπευτικό δείγμα, όλα τα διηγήματα ανοίγονται στον θρύλο, δημιουργούν σκηνές Αποκάλυψης, το θρησκευτικό στοιχείο φέρει μέσα του μεταφυσικές παρουσίες και σύμβολα, παπάδες και δαίμονες μάχονται μέχρις εσχάτων, το κατοικίδιο φίδι έρχεται να αναδείξει τις τοπικές αντιλήψεις, που φτάνουν μέχρι την αρχαιότητα (οικουρός όφις), οι νεκροί με κάποιον τρόπο δηλώνουν το παρών στη ζωή των ζωντανών, τρεις γριές του χωριού έρχονται σαν Μοίρες… Σ’ αυτό το πλαίσιο παραλληλισμών και αλληλένδετων κόσμων εντάσσεται και η «Λένα Μπατζή», διήγημα όπου ο γιος Γεώργιος σκοτώνεται σε ατύχημα με τη μηχανή, αλλά έρχεται σαν Άη-Γιώργης πάνω στο σιδεράλογό του να την πάρει μαζί του.
Οι λέξεις, οι οποίες δίσημες αναδεικνύονται δεσμοί ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, σπορπίζουν καπνό, δαιμονικές εικόνες και υπερκόσμιες σκηνές μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.
Η γλώσσα του συγγραφέα αναδεικνύει αυτό το κλίμα με λέξεις βγαλμένες από την ύπαιθρο, που σκιαγραφούν τον τόπο και τις κινήσεις των προσώπων. Οι θαυμαστές παρομοιώσεις του θυμίζουν συνεχώς ότι το πρωτόφαντο είναι απρόσμενο, παρόλο που το συναντάμε κι αλλού με πιο λογικές εκφάνσεις. Οι λέξεις, οι οποίες δίσημες αναδεικνύονται δεσμοί ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, σπορπίζουν καπνό, δαιμονικές εικόνες και υπερκόσμιες σκηνές μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.
Ο δεύτερος συγγραφέας, ο Μιχάλης Αλμπάτης, αν τολμούσε να βάψει το βιβλίο του, ειδικά στους διαλόγους και τους μονολόγους των προσώπων, με περισσότερο χρώμα κρητικής διαλέκτου, τότε θα μπορούσα να πω ότι το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους είναι ένα βιβλίο που ορθώνει στιβαρά το ανάστημά του.
Στο πλαίσιο της ηθογραφικής τάσης, για την οποία συζητάμε, ο ηρακλειώτης συγγραφέας (γεννημένος το 1973), όμοια αλλά και διαφορετικά από τον Κ. Δομηνίκ, δημιουργεί κι αυτός ένα ρεαλιστικό σκηνικό στην Κρήτη του 1951, το οποίο διεμβολίζει με τη βαθιά χαρακιά του φανταστικού. Όλα σκιαγραφούν αληθοφανώς το χωριάτικο περιβάλλον, τις απόψεις των ανθρώπων της εποχής με τις προκαταλήψεις και τις αφελείς κοσμοαντιλήψεις τους, ώσπου ο δεκαπεντάχρονος Φανούρης ανακαλύπτει ότι μπορεί να ακούει τους άρτι τεθνεώτες νεκρούς! Η ιστορία, μετά απ’ αυτήν την ευφυή αφετηρία, παίρνει τη μορφή συναντήσεων με διάφορους νεκρούς σε μια κλιμακωτή πορεία, που φέρνει στο προσκήνιο κρυμμένα μυστικά και γνώμες, οι οποίες μπορούν πλέον να εκφραστούν υπό το καθεστώς της πρωτόγνωρης ελευθερίας του θανάτου.
Οι συναντήσεις με τους νεκρούς κι οι αποκαλύψεις των τελευταίων νοτίζονται από ισχυρές δόσεις χιούμορ κι έτσι ο θάνατος δεν φοβίζει. Σ’ αυτό το γκρίζο ωστόσο πεδίο δημιουργούνται οι συνθήκες για να αναδειχθούν θέματα, όπως οι προκαταλήψεις των ανθρώπων, η αμαρτωλή ζωή τους, ζητήματα κληρονομιάς και συγγένειας, η θρησκευτικότητα και η σχέση με τον Θεό… Η απαλλαγή από τα δεσμά και τις σχέσεις του ατόμου με τους άλλους λόγω της αποβίωσής του του επιτρέπουν να αποκαλύψει τις αλήθειες του, οι οποίες έρχονται να ανατρέψουν βεβαιότητες και να προβάλουν μια επώδυνη και δύσκολα αποδεκτή πραγματικότητα.
Mέσω του χιούμορ, των ερωτικών σκηνών, των αθυρόστομων εκφράσεων και των καταγγελτικών μονολόγων των νεκρών, ασκείται κριτική στην κοινωνία...
Το βιβλίο εξελίσσεται σε ένα Bildungsroman, ένα μυθιστόρημα μαθητείας στο οποίο ο νεαρός Φανούρης ωριμάζει, συνειδητοποιεί τον κόσμο, ερωτεύεται μια πόρνη, προχωρά προς την πνευματική και κοινωνική του ενηλικίωση. Το έργο τελειώνει με τη νομική κύρωση της πρωτόφαντης κατάστασης, αλλά κυρίως με μια προσωπική διάψευση, που αλλάζει την ανιούσα πορεία του πρωταγωνιστή και διερμηνέα μεταξύ των νεκρών και των ζωντανών. Παράλληλα, μέσω του χιούμορ, των ερωτικών σκηνών, των αθυρόστομων εκφράσεων και των καταγγελτικών μονολόγων των νεκρών, ασκείται κριτική στην κοινωνία, από τη δικαστική εξουσία έως την εκκλησιαστική κι από τις σχέσεις συγγένειας που διέπονται από ιδιοτέλεια ως τις άλλες διαπροσωπικές σχέσεις.
Κλείνω με τη Λυκοχαβιά του Κώστα Μπαρμπάτση, ο οποίος εντάσσεται σ’ αυτήν τη νεοηθογραφική ανάδυση, καθώς κι αυτός αναδεικνύει το χωριό, τη φύση, την επαρχία και τα ήθη εποχών που μοιάζουν ανεπιστρεπτί παρελθούσες. Τα θέματα έρχονται από το πρόσφατο παρελθόν: η μετανάστευση στη Γερμανία η οποία δεν ικανοποιεί τον αλλιώς μαθημένο ορεσίβιο βοσκό, που επιστρέφει στο χωριό και στον γνώριμο τρόπο ζωής, και η πατρική καταπίεση που εκδηλώνεται στην έγκυο κόρη και στον αντάρτη σύντροφό της. Συναντάμε, επίσης, τη σχέση του μικρού παιδιού με έναν λύκο, με όλα τα στερεότυπα που συντροφεύουν τον άγριο φίλο του, τη βία που πολλές φορές δεν έχει ορατή αιτία στα βουνά της Αλβανίας, αλλά κι την εκδίκηση ως εκτόνωση, τον σαλό του χωριού που γίνεται ζωντανό σκιάχτρο από τους Γερμανούς κ.ά.
Κείμενα σαν τα διηγήματα του Κ. Μπαρμπάτση υποβάλλουν το ερώτημα ποια πολιτισμικά πλαίσια διασταυρώνονται και ποιο το αποτέλεσμα. Ο συγγραφέας παιδί του 21ου αιώνα γεννήθηκε στα τέλη του 20ού αιώνα στο επαρχιακό Αγρίνιο, αλλά έζησε και ζει στην αστική Θεσσαλονίκη. Έτσι, έχει βιώματα από χωριό και επαρχιακές κοινότητες, έχει μνήμες από μη αστικές νοοτροπίες και μεταμνήμες δύο ή τριών γενιών από προνεωτερικές αντιλήψεις. Ωστόσο, όσο κι αν υπάρχουν ερεθίσματα που τον έχουν γονιμοποιήσει, πόσο μπορεί να ταυτιστεί με τα πλαίσια μέσα στα οποία εντάσσει τους πρωταγωνιστές του;
Ας δούμε μερικούς άξονες, που συνδέουν το παραδοσιακό με το σύγχρονο. Στο πρώτο διήγημα η τοπικότητα συγκρούεται με την παγκοσμιοποίηση μέσω της μετανάστευσης. Ο πρωταγωνιστής φεύγει για τη Γερμανία, μετανάστης, σε μια πορεία επιβεβλημένη λόγω φτώχιας και συνήθης για τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες· παρόλο, όμως, που φαίνεται να ριζώνει εκεί και να αποκαθίσταται επαγγελματικά, τα τινάζει όλα στον αέρα και γυρίζει στα πρόβατα και τα βουνά της Ηπείρου. Σε τρία άλλα διηγήματα, στο «Πεσκέσι», στο «Ζωντανό σκιάχτρο» και «Στον τόπο του» τα ήθη της εποχής συνδέονται με την ευρύτερη ιστορία (εθνική και ντόπια), καθώς στο πρώτο ο Εμφύλιος γίνεται το πεδίο όπου προσωπικές διενέξεις στο οικογενειακό δίκαιο γίνονται αίτιο εκδίκησης, στο δεύτερο και στο τρίτο η βία ορθώνεται κατά δικαίων και αδίκων και μέσα στο κλίμα πολέμου και ανασφάλειας πληρώνεται με άλλη βία.
Αναδεικνύει τον θάνατο, την απώλεια, τον φόνο μέσα στο πλαίσιο μιας αναίτιας συχνά, φυσικής, ενστικτώδους, όσο και απάνθρωπης συμπεριφοράς, σαν η ζωή στις προνεωτερικές κοινωνίες να είναι ζούγκλα και μάχη μαζί.
Έχοντας στο νου μου και το Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου ή το Παιδί του Γιάννη Παλαβού, σκέφτομαι ότι ο κύκλος της βίας μάς οδηγεί στο να σταθούμε στη (φυσική) επιθετικότητα που εκπέμπουν οι άνθρωποι, προκειμένου να επιβιώσουν πρακτικά και ψυχολογικά, αλλά και στη βία προς και από τη φύση· ο λύκος στη «Λυκοχαβιά» είναι μαζί φίλος εκ φύσεως αλλά και εχθρός μέσα στη διαπάλη ανθρώπων και ζώων, φίλος και εχθρός ανάλογα με το ποια είναι η πλευρά στην οποία θα σταθείς.
Καλογραμμένη συλλογή με πειστικές πινελιές. Αναδεικνύει τον θάνατο, την απώλεια, τον φόνο μέσα στο πλαίσιο μιας αναίτιας συχνά, φυσικής, ενστικτώδους, όσο και απάνθρωπης συμπεριφοράς, σαν η ζωή στις προνεωτερικές κοινωνίες να είναι ζούγκλα και μάχη μαζί.
Διαβάζω με ενδιαφέρον αυτή τη νεοηθογραφική στροφή, σαν διαφυγή και σαν αντιπαγκοσμιοποίηση, σαν επιστροφή στο αυθεντικό όσο κι αν αυτό δεν εκπέμπει δόσεις αγαθής νοσταλγίας αλλά προβάλλει το άγριο σαν φυσικό. Δεν ξέρω βέβαια –κι αφήνω εδώ μια μικρή ένσταση– αν αυτή η τάση μπορεί να μας πείσει για την αλήθεια της ή αν «βολεύει» με τον πραγματολογικό εξωτισμό της, ώστε να μαγευτεί ο αναγνώστης, αισθητικά, πολιτισμικά, διαλεκτικά, μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα μιας ανοίκειας πολιτισμικής πραγματικότητας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Αποσπάσματα από τα βιβλία
«Τραβώντας με μια χοντρή αλυσίδα τον δαίμονα πίσω του, ο πάτερ Σεληνιάς, δόκιμος μοναχός στην Ιερά Μονή των Αγλαών Πέτρας Ολύμπου, προχωράει αδέκαστος μπροστά, άγριος απόκοσμος μέσα στο μαύρα ράσο του, ανοίγοντας δρόμο μέσα από τις φτέρες και τα κατσιδοπούρναρα. Αύγουστος κι έχει μια ζέστα άρρωστη, συγκαίγεται ο τόπος. Νιώθει την αλυσίδα στη χούφτα του να φλέγεται, αλλά ακόμα και το χέρι να του κόβανε, με τα δόντια θα τη γράπωνε…» Κωνσταντίνος Δομηνίκ, «Ώπα, ώπα, μπλάτιμοι» (εκδ. Ενύπνιο)
«Παρόλο που το καλοκαίρι εκείνο έκλεινε τα δεκαπέντε του χρόνια, δεν είχε ποτέ ως τότε παραστεί σε κηδεία. Από τα μικράτα του ακόμα, όταν πέθαινε κάποιος στη γειτονιά, απέφευγε να πλησιάζει το σπίτι όπου τον ξενυχτούσαν, όχι εξαιτίας του αρχέγονου φόβου του θανάτου που οι μορφές των πεθαμένων αντανακλούν σαν πένθιμοι καθρέφτες, αλλά επειδή ο ίδιος ο θάνατος φαντάζει στα μάτια των παιδιών σαν κάτι το ξένο κι ολότελα παράταιρο με τη ζωή…» Μιχάλης Αλμπάτης, «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» (εκδ. Νήσος)
«Να τρέχει το παιδί μπροστά κι ο λύκος από πίσω. Χώθηκε στο δάσος παίρνοντας σβάρα ό,τι βρήκε στο διάβα του και πήγε καρφί για τη βελανιδιά. Και με το πού ’φτασε, έκατσε αποκαρωμένο στη ρίζα, σφουγγίζοντας με το μανίκι τα νερά και τα δάκρυα απ’ το πρόσωπο. Μοσκίδι είχε γίνει. Μέρες τώρα έριχνε μια βροχή που δεν τελευόταν με τίποτα. Πάλι καλά που ’χε το καλυβάκι εκειά και μπήκε από κάτω. Τι καλυβάκι δηλαδή, ένα τσαντίρι στεριωμένο με κάτι παλούκια και κάτι παλιοτσίγκια ριγμένα αμ’ παν’.» Κώστας Μπαρμπάτσης, «Λυκοχαβιά» (εκδ. Κέδρος)