Για τη συλλογή με διηγήματα του Γρηγόρη Φεϊζατίδη «Ο Θεός πίσω από την ντουλάπα» (εκδ. Βακχικόν)
Της Λεύκης Σαραντινού
Βγαλμένα από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και με αφετηρία πάντοτε τον έρωτα -ή έστω την απλή παρουσία του- είναι τα εννέα διηγήματα που συγκεντρώνει στον τόμο με τίτλο «Ο Θεός πίσω από την ντουλάπα» ο βραβευμένος διηγηματογράφος Γρηγόρης Φεϊζατίδης, οδοντίατρος στο επάγγελμα.
Σε κάποια από αυτά επιλέγει να αρχίσει την αφήγηση με μια σκηνή από το τέλος και μετά να εξηγήσει στους αναγνώστες του τι έχει συμβεί χρησιμοποιώντας την τεχνική της αναδρομής. Πρόκειται για απεικονίσεις της καθημερινής ζωής στο νεοελληνικό περιβάλλον πολλών και διαφορετικών προσώπων, δοσμένες με μια φυσική, στρωτή και καλοδουλεμένη γραφή.
«Βηματίζει ξανά στον μικρό διάδρομο. Όταν έμπαινε αισθανόταν ότι βυθίζεται σε πηγάδι που καταλήγει σε κολαστήριο, τώρα νιώθει ότι ανεβαίνει στο φως κλεισμένη μέσα σε ένα μικροσκοπικό κορμί, χωρίς βάρος, ένα κορμί που δεν χωράει ούτε τις σκέψεις της ούτε τις μεγάλες ανάσες που φουσκώνουν το στήθος της».
Το πρώτο από τα διηγήματα ξεχωρίζει αφού ο αφηγητής δεν είναι άλλος από ένα μικρό παιδί, το οποίο βιώνει την εμπειρία μιας οικογενειακής κηδείας, η οποία όμως θα σταθεί αφορμή για να βγουν στη φόρα κρυμμένα μυστικά συναισθηματικής φύσεως της θανούσας θείας Όλγας. Το ενδιαφέρον στο διήγημα αυτό είναι η απόδοση της οπτικής του μικρού παιδιού στον κόσμο των μεγάλων.
Το ενδιαφέρον στο διήγημα αυτό είναι η απόδοση της οπτικής του μικρού παιδιού στον κόσμο των μεγάλων.
Το δεύτερο διήγημα είναι αυτό που δίνει στο βιβλίο τον τίτλο του και μας μιλάει για έναν πολιτικό μηχανικό, τον Ιάσονα, και τις συναισθηματικές του ατασθαλίες, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να κάνουν τη Φωνή του Θεού να τρυπώσει στο σπίτι του -συγκεκριμένα πίσω από τη ντουλάπα- υπό μορφή τύψεων.
Ακολουθεί μία ιστορία έρωτα αλλά και βίας, κυρίως βίας, καθώς και η ιστορία του Σάκη, της Νόρας και του Ντόνα που έχει τον ιδιαίτερο τίτλο «Κοιτάζοντας από το Έβερεστ».
Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η εξομολόγηση ενός μουσικού σε έναν ψυχολόγο σχετικά με τον έρωτά του για τη Μάρθα και η αναπάντεχη συνάντηση που έχει ένας εβδομηντάχρονος, καταμεσίς στο κατακαλόκαιρο, κατά τη διάρκεια της καθημερινής περιπατητικής του άσκησης. Αυτή θα τον κάνει να δει τα πράγματα με άλλο μάτι.
Το προτελευταίο διήγημα του βιβλίου αφορά το δράμα μιας γιατρού με κατάκοιτο πατέρα που αγωνίζεται να απολαύσει τη ζωή και τον έρωτα παρά τις αντιξοότητες. Πρόκειται για το πιο συγκλονιστικό διήγημα του βιβλίου που θίγει εμμέσως και το ζήτημα της ευθανασίας.
Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το τελευταίο διήγημα το οποίο αφορά τον βίο και την πολιτεία μιας ανύπαντρης μητέρας που δουλεύει ως σερβιτόρα. Το τέλος του διηγήματος θα μας καταπλήξει, δεν είναι όμως μονάχα εδώ που ο συγγραφέας καταφέρνει να ξαφνιάσει τους αναγνώστες του.
Συνολικά, πρόκειται για διηγήματα ρεαλιστικά, διηγήματα των ανθρώπων της διπλανής πόρτας που διαβάζονται ευχάριστα, χωρίς να είναι δυσνόητα. Πότε μας συγκινούν, πότε μας κάνουν να γελάμε και πότε να αναρωτιόμαστε.