Για το μυθιστόρημα της Γεωργίας Συλλαίου «Ο δικός της καθρέφτης» (εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: Δυο κολάζ του © Patrick Morales-Lee.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Είναι εφικτό να λυτρωθεί κάποιος από το παρελθόν και να ξεχάσει τις τραυματικές του εμπειρίες; Τι κάνει κανείς όταν δεν θέλει να δει την αλήθεια ή όταν δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει;
Βρισκόμαστε «στην πόλη των δύο “φ”, στην πόλη των φαντασμάτων και των φαντάρων», στην Αλεξανδρούπολη. Στα περίχωρα της πόλης, σε δυο μονοκατοικίες με κήπο, χτισμένες αντικρυστά, ζουν οι δύο αδελφές Στέλλα και Ερμιόνη, και η ξαδέρφη τους η Νόρα. Οι δύο αδελφές χάνουν τους γονείς τους πολύ νωρίς και η κάθε μια, με τον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία της, αντιμετωπίζει με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο την απώλεια, μα και κάθε γεγονός στη μετέπειτα ζωή τους.
Η Ερμιόνη, απόμακρη και εσωστρεφής, βιώνει τραυματικά τον θάνατο των γονιών, αλλά δεν εκτονώνει τη θλίψη και τον πόνο της. Προτιμά να μην δείχνει το πώς νιώθει, καταφεύγει σε μια προκλητική σιωπή, δεν εκφράζει τις επιθυμίες της, περιμένει από τους άλλους να μαντέψουν τις ανάγκες της και είναι ευτυχισμένη τις φορές που αυτό –ίσως τυχαία– πραγματοποιείται. Ζηλεύει τη μικρή της αδελφή για τον τρόπο που λειτουργεί, για το πώς απολαμβάνει τα απλά πράγματα, για το πώς διεκδικεί το μερίδιό της από το κάθε τι. Η Ερμιόνη συνειδητοποιεί πολύ νωρίς την ανάγκη της να απομακρυνθεί από τον κύκλο των συγγενών και το καταφέρνει.
Μέσα από εναλλασσόμενους παραληρηματικούς μονολόγους, οι δύο αδελφές μάς αφηγούνται τη ζωή τους, περιγράφουν στιγμές από τα παιδικά τους χρόνια, την εφηβεία και την ενηλικίωσή τους.
Η Στέλλα, αν και αρχικά δείχνει να ζει στη σκιά της αδελφής της και της ξαδέρφης τους, τελικά αποδεικνύεται αρκετά ανεξάρτητη και χαράζει τη δική της πορεία, κάνοντας κάποιες –κατά την άποψη των άλλων δύο κοριτσιών– λανθασμένες επιλογές. Ο θάνατος των γονιών της συμβαίνει όταν εκείνη είναι σε πολύ μικρή ηλικία, κι αυτό την προφυλάσσει κάπως από το να βιώσει αυτό το γεγονός το ίδιο τραυματικά με την αδελφή της. Πρόσχαρη, κοινωνική και προσιτή στις επαφές των άλλων, απολαμβάνει τις όμορφες στιγμές της ζωής, χωρίς να θέτει υψηλούς στόχους ή να έχει ιδιαίτερες φιλοδοξίες.
Μέσα από εναλλασσόμενους παραληρηματικούς μονολόγους, οι δύο αδελφές μάς αφηγούνται τη ζωή τους, περιγράφουν στιγμές από τα παιδικά τους χρόνια, την εφηβεία και την ενηλικίωσή τους. Μιλούν για το χαμό των γονιών τους, για τη Ρωσίδα που έρχεται στο σπίτι τους και τις προσέχει, για τη σχέση τους με τους κατοίκους του διπλανού σπιτιού, για τον θάνατο του θείου τους, για την ξαδέρφη τους τη Νόρα. Η κάθε μια όμως, αντιλαμβάνεται και αξιολογεί τα γεγονότα εντελώς διαφορετικά.
Το πρόσωπο μαγνήτης
Η Νόρα είναι το κυρίαρχο πρόσωπο στην αφήγηση των δύο κοριτσιών. Και οι δύο τη λατρεύουν, τη θαυμάζουν, κάνουν ό,τι κι αν τους ζητήσει, διεκδικούν την προσοχή και τον χρόνο της. Εκείνη είναι το πρότυπό τους. Η πανέξυπνη Νόρα, με «τις ανεξήγητες ενέργειες και τις ιδιόρρυθμες σιωπές», που δεν έχει αίσθηση του χρόνου, γιατί ο χρόνος γι’ αυτήν είναι ενιαίος κι αδιαίρετος, που φέρνει πάντα εις πέρας αυτό που βάζει στο μυαλό της. Η Νόρα, η ύπαρξη της οποίας δεν υπάγεται στους γενικούς κανόνες της λογικής, η αθώα, θλιμμένη Νόρα, που δεν ανέχεται την αδικία και την καταπίεση, ούτε όμως και το ανθρώπινο άγγιγμα, που ξυπνάει φωνάζοντας τα βράδια μετά από κάποιον εφιάλτη, που παθαίνει κλειστοφοβικές κρίσεις και μπαινοβγαίνει στις κλινικές. Η Νόρα, που η παρουσία της λειτουργεί σαν καταλύτης στη μίζερη ζωή των δύο κοριτσιών, που φιλοσοφεί για τα πάντα με έναν δικό της μοναδικό τρόπο, που έλκεται από κάθε τι παράξενο. Εντυπωσιάζεται από τους αληγείς ανέμους, διατυπώνει τη δική της ιδιαίτερη άποψη για τον ανθρώπινο και συμπαντικό κόσμο, υποστηρίζει την πλήρη επιστροφή στη φυσική ζωή, «έχει την ικανότητα να μετατρέπει το άσπρο σε μαύρο, και να δίνει στα λεγόμενά της μια τόσο ελκυστική διάσταση που δεν χορταίνεις να την ακούς». Ο λόγος της είναι «ένα ποιητικό παραλήρημα, μια αφήγηση ανάμνησης ενός ονείρου, το οποίο είσαι σίγουρος ότι κάποτε είχες δει ή ότι θα δεις στο μέλλον».
Η Νόρα, που η παρουσία της λειτουργεί σαν καταλύτης στη μίζερη ζωή των δύο κοριτσιών, που φιλοσοφεί για τα πάντα με έναν δικό της μοναδικό τρόπο, που έλκεται από κάθε τι παράξενο.
Ο καθρέφτης που προστατεύει και μετριάζει τη φρίκη
Όλα τα γεγονότα από τη ζωή της Ερμιόνης και της Στέλλας, παρουσιάζονται αποσπασματικά, ένα στιγμιότυπο τη φορά, μια σκηνή, μια εικόνα. Ακριβώς όπως επανέρχονται στο μυαλό τους κι αντικατοπτρίζονται στους καθρέφτες των σπιτιών τους, και στα σπασμένα κρύσταλλα της μνήμης τους. Άλλοτε με νοσταλγία κι άλλοτε με φόβο, άλλοτε με χαρά κι άλλοτε με ενοχή. Και στην ατμόσφαιρα πλανάται διαρκώς η ύπαρξη ενός μυστικού, το οποίο κανείς δεν παραδέχεται και κανείς δεν δηλώνει ευθέως.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη με τίτλους «Η εικόνα» και «Το ράγισμα». Στο πρώτο μέρος έχουμε όλα τα τραυματικά γεγονότα που ζουν τα τρία κορίτσια στην παιδική τους ηλικία, τις σχέσεις με τους γύρω τους αλλά και μεταξύ τους, τις αντιδράσεις τους σε ό,τι ήρθε και τάραξε τον ρυθμό της ζωής τους. Στο δεύτερο, είναι ορατά τα αποτελέσματα των γεγονότων αυτών τα οποία καθορίζουν την ενήλικη ζωή τους, οι συνέπειες και τα σημάδια από την κάθε άλλο παρά ευτυχισμένη παιδική τους ηλικία.
Η Γεωργία Συλλαίου γεννήθηκε το 1962 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε κλασική μουσική και τραγούδι στo Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και, ακολούθως, σύγχρονα μουσικά ρεύματα και θέατρο στην Αυστρία, στη Γερμανία και στην Ολλανδία. Έχει δημοσιεύσει λογοτεχνικά κείμενα στα περιοδικά Εντευκτήριο, Δέκατα, Πανδώρα, Ένεκεν, Jazz & Τζαζ κ.ά. Έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ μουσικής και έχουν εκδοθεί δώδεκα προσωπικά της CD. Το πρώτο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Στο ακρωτήρι (εκδ. Οδός Πανός), κυκλοφόρησε το 2012. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί η νουβέλα της Εκεί κάτω στον ουρανό. |
Η συγγραφέας, έχοντας ως κύρια ενασχόλησή της τη μουσική, ακολουθεί, σύμφωνα και με δήλωσή της, τη δομή της μουσικής φόρμας στα γραπτά της. Μια σονάτα, απαρτίζεται είτε από τρία είτε από τέσσερα μέρη. Στο μυθιστόρημα, τρεις είναι οι ηρωίδες της ιστορίας, και τρεις οι χώρες όπου η ιστορία αυτή εξελίσσεται: Ελλάδα, Σουηδία, Ιταλία. Τρία και τα πρόσωπα με θετική και δοτική συμπεριφορά, τα οποία έρχονται να φέρουν μια ισορροπία στο γκρίζο της ζωής των κοριτσιών: η Ρωσίδα που φροντίζει τα δύο ορφανά, ο αγρότης που είναι ερωτευμένος με την Ερμιόνη και η Ιταλίδα καθηγήτρια που την φιλοξενεί κατά τη διαμονή της στη χώρα αυτή.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία για την κακοποίηση και τις συνέπειές της στην ενήλικη ζωή των θυμάτων, για τη συγχώρεση και τη λύτρωση από την ενοχή.
Ο καθρέφτης λειτουργεί για την κάθε ηρωίδα σαν ένα είδος προστασίας, όπως λειτούργησε η ασπίδα της Αθηνάς για τον μυθικό Περσέα, προστατεύοντάς τον από τη μαγική δύναμη του κεφαλιού της Μέδουσας, το οποίο πέτρωνε όποιον το αντίκρυζε. Στις αντανακλάσεις του φωτός πάνω στον καθρέφτη που έχουν απέναντί τους η Ερμιόνη και η Στέλλα, σχηματίζονται μορφές και σιλουέτες, επανέρχονται στιγμές οδύνης ή ηδονής, επαναλαμβανόμενοι θάνατοι.
Με την ευρηματική χρήση του καθρέφτη, την όμορφη ροή του κειμένου, τη σταδιακή παράθεση των πληροφοριών, την αμεσότητα και τη ζωντάνια της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και τις υπαινικτικές αναφορές, κλιμακώνεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη και διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία για την κακοποίηση και τις συνέπειές της στην ενήλικη ζωή των θυμάτων, για τη συγχώρεση και τη λύτρωση από την ενοχή, για τη δικαιοσύνη και την τιμωρία, για την αλήθεια που ποτέ δεν έχει μόνο μία όψη, για την συγκάλυψη και την παραδοχή, για τις οικογένειες με ρόλο κακοποιητικό σωματικά και ψυχικά, για τις πληγές που δεν επουλώνονται.
Η Ερμιόνη και η Στέλλα, μας αφηγούνται τα μέρη της ιστορία που αντικατοπτρίζονται στα θραύσματα του καθρέφτη τους, τις μνήμες από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωσή τους, μας κάνουν κοινωνούς των συναισθημάτων τους, με την ελπίδα να μετριάσουν την ένταση αυτών των συναισθημάτων. Αυτό που δεν μαθαίνουμε ποτέ, είναι το τι βλέπει η Νόρα στον δικό της καθρέφτη, και αν κάτι από αυτά που διηγούνται οι δύο ξαδέλφες της, πλησιάζει, έστω και λίγο, στη δική της εκδοχή της ιστορίας.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δεν έχουμε ξεκρεμάσει ακόμα τα κάτοπτρα. Ανάλογα με το φως και τη θέση των κρυστάλλων, τα αντικείμενα δείχνουν άλλοτε στιλπνά και συμμετρικά, άλλοτε θαμπά και στραπατσαρισμένα. Όταν τα απογεύματα κάθομαι και τα χαζεύω όπως σαλεύουν με την παραμικρή κίνηση των χεριών της Λίζας, καταλαβαίνω ότι δεν μπορεί να υπάρχει μόνο μία πραγματικότητα, μονάχα μία αλήθεια. Όλα μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή από ένα τυχαίο γύρισμα, από μιαν ανεπαίσθητη στροφή. Μια ελάχιστη ρωγμή στο γυαλί αρκεί για να θαμπώσει όλη η εικόνα του κόσμου, ή να ραγίσει μια καρδιά για πάντα. Κάτι που μονίμως θα μας διαφεύγει μπορεί, πολύ εύκολα, να μας εξουθενώσει και τελικά να μας τσακίσει».