Για το βιβλίο με δύο νουβέλες της Ερμιόνης Κεχαγιά «Δύο ιστορίες» (εκδ. Βακχικόν).
Της Λεύκης Σαραντινού
Δύο νουβέλες με πρωταγωνίστριες δύο γυναίκες υπογράφει η πρωτοεμφανιζόμενη Ερμιόνη Κεχαγιά, διδάκτωρ Γλωσσολογίας. Το βιβλίο περιέχει δύο μικρές ιστορίες, δύο νουβέλες καλογραμμένες και ευκολοδιάβαστες οι οποίες αποδίδουν ορισμένες όψεις από τη ζωή της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.
Η Άννα διανύει την τρίτη δεκαετία της ζωής της και διάγει ζωή καθ’ όλα στρωμένη, ήρεμη και ευχάριστη, έως ότου συμβαίνει το αναπάντεχο: της ανακοινώνουν την απόλυσή της από την εργασία της, μια οκτάωρη δουλειά γραφείου. Τότε η Άννα, έχοντας πλέον άφθονο χρόνο στη διάθεσή της, θα ρίξει πιο προσεκτικά το βλέμμα της σε όλα όσα έβλεπε καθημερινά από το παράθυρο του τρένου –με το οποίο πήγαινε στη δουλειά της– και επέλεγε ως τώρα να αγνοήσει, δηλαδή τους άστεγους της πλατείας, τους ηλικιωμένους του γηροκομείου και ένα μυστηριώδες και μελαγχολικό αγόρι.
Η ιστορία της Άννας περιέχει πάμπολλες φθινοπωρινές εικόνες από τη ζωή της πόλης, ενώ η ιστορία της Ελπίδας χαρακτηρίζεται από μια γοητευτική αλληγορία...
Όταν ξεπεράσει το πρώτο σοκ από την απόλυσή της θα βρεθεί να προσφέρει βοήθεια σε όσους, μέχρι τότε δεν είχε αφιερώσει ποτέ τον πολύτιμο και πολύ προσεκτικά δομημένο χρόνο της. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας θα γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της και θα οδηγηθεί στην ευτυχία μέσα από έναν απρόσμενο έρωτα.
Η Ελπίδα πάλι, βιάζεται να μεγαλώσει και να ενηλικιωθεί – ή μήπως όχι; Τελικά και το να είσαι έφηβος έχει και τα καλά του… Στην προσπάθειά της να αφήσει πίσω της το μικρό κορίτσι που υπήρξε κάποτε, θα μπλεχτεί σε μία ηλεκτρονική περιπέτεια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η οποία θα της βγει, εν τέλει, σε καλό. Το μότο που χαρακτηρίζει τη ζωή της Ελπίδας αντικατοπτρίζει όλη την πολυπλοκότητα των σύγχρονων σχέσεων μέσα από τα μάτια μιας έφηβης: «απλά εκπλήσσομαι από τους γύρω μου και προσπαθώ να τους καταλάβω», δηλαδή μία ειλικρινής διάθεση κατανόησης και αλληλοβοήθειας.
Τις δύο ηρωίδες χαρακτηρίζει τόσο η προσπάθεια κατανόησης των γύρω τους, όσο και η σφοδρή επιθυμία της αρωγής προς τους συνανθρώπους τους. Και οι δύο θα δεθούν στενά με μια ηλικιωμένη γιαγιά και η σχέση τους αυτή θα αλλάξει τη ζωή τους προς το καλύτερο.
Η δεύτερη νουβέλα θέτει το ζήτημα της ενηλικίωσης στη σημερινή ελληνική –και ηλεκτρονική πλέον– κοινωνία μας, όπως και η πρώτη, θίγει έμμεσα πολλά σύγχρονα ζητήματα όπως την ανεργία, το πρόβλημα των αστέγων, αλλά και την αληθινή φιλία, τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ιστορία της Άννας περιέχει πάμπολλες φθινοπωρινές εικόνες από τη ζωή της πόλης, ενώ η ιστορία της Ελπίδας χαρακτηρίζεται από μια γοητευτική αλληγορία, όπου δύο σαλαμάνδρες «παρακολουθούν» αλλά και «σχολιάζουν» ενίοτε, τη ζωή και τις πράξεις της Ελπίδας.
Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ζώο κοινωνικό, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, και επίσης, αυτό που υπάρχει κοινό στις δύο ιστορίες είναι το γεγονός της πιθανής πραγματοποίησης και του πιο απίθανου πράγματος στη ζωή. Αυτό μόνο όταν ο άνθρωπος πιστεύει ότι είναι, πάνω απ’ όλα, φτιαγμένος για να αγαπά και να βοηθά τους συνανθρώπους του. Μόνο με αυτόν τον τρόπο και με ισχυρή αυτή την πίστη, θα καταφέρει να διατηρεί ήσυχη τη συνείδησή του και να ανταμώσει κάποτε την ευτυχία.
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, ο τόμος «Γραφοσκιάσεις: Ασκήσεις δημιουργικής γραφής για εφήβους και ενήλικες» (εκδ. 24 Γράμματα).
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Λίγο πιο πέρα, στη σπηλιά, η τυφλή σαλαμάνδρα λέει: “Τυχερή η Ελπίδα, πήρε το όνομα της άλλης, ποτέ δεν θα ηρεμεί, δεν θα σταματά να αναζητά το καλύτερο”.
Η μουγκή σαλαμάνδρα αναπήδησε και σκέφτηκε: “Άτυχο μικρό η Ελπίδα, πήρε το όνομα της άλλης, δεν θα ησυχάσει ποτέ, συνέχεια θα αναζητά”».