Για τη νουβέλα του Σπύρου Κιοσσέ «Τα πρωτοβρόχια – Μικρή ιστορία ενηλικίωσης» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη
Ποια στιγμή σηματοδοτεί την πορεία προς την ενηλικίωση; Μέσα από ποιες διαδικασίες δρομολογείται; Ποιες ενδότερες δυνάμεις αντιπαρατίθενται; Πόσο καιρό διαρκεί; Και κυρίως πότε περατώνεται;
Η θεματική της ενηλικίωσης ευρισκόμενη στο μεταίχμιο της εφηβείας, δηλαδή στο μεσοδιάστημα λογικής και φαντασίας, άχρονου και έγχρονου, ταυτότητας και μη ταυτότητας, κουβαλά μπόλικη δραματική ύλη. Εντός της η πύκνωση των θεματικών μοτίβων που διαχρονικά απασχολούν την ανθρωπότητα σε θρησκευτική, φιλοσοφική και λογοτεχνική κλίμακα, όπως η νοσταλγία του χαμένου παραδείσου, η ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος, η τραυματική εμπειρία της πτώσης, ο δύσκολος αγώνας για την προσαρμογή και την επιβίωση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το μακρόβιο λογοτεχνικό ενδιαφέρον που εγείρει όχι μόνο στην ονομαζόμενη παιδική ή εφηβική λογοτεχνία.
Πρωτοβρόχια τιτλοφορείται το νέο βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ, μικρή ιστορία ενηλικίωσης ο επεξηγηματικός υπότιτλος – χωρίς, ευτυχώς, τον ηλικιακό προσδιορισμό του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνεται. O Τάσος είναι στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Ζει με τους γονείς και τη μικρότερη αδελφή του. Το πρωί πηγαίνει σχολείο, το απόγευμα ξαμολιέται στο παιχνίδι, έχει φίλους, γείτονες και συγγενείς. Σπίτι και σχολείο, έξω και μέσα χώρος, θέλω και πρέπει οργανώνουν την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα σ’ έναν μικρόκοσμο που μπορεί να φαντάζει στα μάτια του παιδιού στέρεος, αμετάβλητος και κραταιός, αλλά την ίδια στιγμή υπόκειται σε μια διπλή πίεση: Αφενός η μη συνειδητή χρονικότητα του ήρωα διαπερνάται απ’ την ιστορικότητα του χώρου και του χρόνου, που μέσα από ένα πλήθος πραγματολογικών στοιχείων τοποθετείται σε επαρχιακή πόλη της Θράκης στις αρχές του ’80, μέσα δηλαδή σ’ ένα μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον. Αφετέρου δεν παύουν οι αλλαγές στη ζωή του ήρωα, γεννιέται η αδελφή του, ο πατέρας του σχεδόν πάντα απών, εγκαταλείπει οριστικά την οικογένεια, εμφανίζεται η Ασημίνα και ύστερα εξαφανίζεται, η γιαγιά του πεθαίνει για να σιγήσουν οριστικά οι διηγήσεις της, ο κόκορας του, ο συνονόματος Τάσος, παρουσιάζεται απ’ το πρώτο ακόμη κεφάλαιο ψόφιος, να προσημαίνει δίκην συμβόλου το πέρας της παιδικότητας. Εντέλει, η μετάβαση στην ενηλικίωση είναι μια μαθητεία στον χρόνο, στις απώλειες, στη φθορά και στον πόνο.
Εδώ πιστεύω ότι είναι και η βασική αρετή του μυθιστορήματος: στην ειλικρίνεια και στην αφέλεια του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, στην ικανότητα δηλαδή του συγγραφέα όχι να μιμείται ούτε να υποκρίνεται, αλλά να ζωντανεύει με απόλυτη αληθοφάνεια την παιδική ματιά.
Ο αφηγητής του Κιοσσέ ταυτιζόμενος με τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος αποδίδει τα γεγονότα απ’ τη συγχρονική ματιά των παιδικών του χρόνων, πάει να πει με τις απλοϊκές εξηγήσεις, το ανακάτεμα του φανταστικού και του πραγματικού, την αδύναμη σχέση αιτίου-αιτιατού, την ανάγκη του χάπι εντ, την καταφυγή στο όνειρο, την τάση αυτοενοχοποίησης, την κυριαρχία του εγώ κι αυτό με τη σειρά του μας βοηθά απ’ τη μια να γνωρίσουμε καλύτερα την παιδική ψυχή και απ’ την άλλη αποδραματοποιεί την ένταση ακόμη και τραγικών συμβάντων, που κάποτε κάποτε χρωματίζονται με χιουμοριστικό τόνο. Εδώ πιστεύω ότι είναι και η βασική αρετή του μυθιστορήματος: στην ειλικρίνεια και στην αφέλεια του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, στην ικανότητα δηλαδή του συγγραφέα όχι να μιμείται ούτε να υποκρίνεται, αλλά να ζωντανεύει με απόλυτη αληθοφάνεια την παιδική ματιά. Πέραν των άλλων, η αφηγηματική αυτή επιλογή κομίζει και μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση στην ευρύτερη επεξεργασία του θέματος: η βαθύτερη κατανόηση του παιδικού κόσμου δεν μπορεί να γίνει ερήμην της ίδιας της παιδικής ματιάς.
Εξίσου επιτυχής είναι και η επιλογή των μικρών αφηγηματικών τμημάτων που συνέχουν εν είδει κεφαλαίων το μυθιστορηματικό όλο. Η αποσπασματικότητα, η έλλειψη ενότητας, η διασάλευση της χρονικής γραμμικότητας και η απουσία συνολικής εποπτείας, που χαρακτηρίζουν την παιδική οπτική, βρίσκουν σε αυτό τον τρόπο οργάνωσης του υλικού μια εξαιρετική αποτύπωση. Καθεμιά απ’ τις αφηγηματικές αυτές ψηφίδες διατηρεί μια σχετική αυτοτέλεια δράσης και από κοινού με τις άλλες συνθέτει ως ενοποιό δύναμη του συνόλου την ενιαία αφήγηση. Εμμέσως αναγνωρίζω εδώ ένα σχόλιο για τη γραφή, που έρχεται όχι μόνο να διασώσει τη μνήμη αλλά και να τη νοηματοδοτήσει με περιεχόμενο, επισφραγίζοντας την εξελισσόμενη ωρίμανση του ήρωα. Εν ολίγοις, η ολοκλήρωση της αφήγησης του Τάσου δηλοί την ενηλικίωση του Τάσου.
Η παιδική συνείδηση δεν μεστώνει αφ’ εαυτής σε κενό λόγου αλλά σε συνομιλία, σε αντιπαράθεση, σε διαμάχη με τις φωνές που την περιβάλλουν, εντέλει η ίδια η ωρίμαση έχει το νόημα της μετάβασης απ’ τον μονόλογο στον διάλογο...
Θέλω επίσης να σταθώ και στο πλήθος των φωνών που ακούγονται στο κείμενο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η φωνή του ίδιου του ήρωα και της γιαγιάς του, δύο διακριτές γλώσσες που εκφέρονται πάντα σε ευθύ λόγο συστήνοντας μια συνομιλία ανάμεσα στο σήμερα και στο χτες, στην κοινή νεοελληνική και στη διάλεκτο, στο βλέμμα και στη μνήμη. Την ίδια στιγμή υπάρχουν οι απόψεις, οι προτάσεις, οι ιδέες, οι σκέψεις του πατέρα, της αδελφής, της μητέρας, των φίλων, των δασκάλων κ.τ.λ., διαμεσολαβημένες απ’ τη φωνή του αφηγητή εν είδει πλάγιου λόγου. Τούτη η διαλογικότητα του κειμένου, ο κατά τον Μπαχτίν πολυγλωσσισμός του, οργανώνει τη βασική προϋπόθεση που απαιτείται στη διαδικασία της ωρίμανσης, την παρουσία δηλαδή του άλλου υπό τη μορφή πρωτίστως του λόγου του άλλου. Η παιδική συνείδηση δεν μεστώνει αφ’ εαυτής σε κενό λόγου αλλά σε συνομιλία, σε αντιπαράθεση, σε διαμάχη με τις φωνές που την περιβάλλουν, εντέλει η ίδια η ωρίμαση έχει το νόημα της μετάβασης απ’ τον μονόλογο στον διάλογο, απ’ τη φωνή του εγώ στη φωνή των άλλων.
Υπάρχει, τέλος, και η διάσταση του κοινωνικού χώρου, που ευλόγως διατηρείται σε δεύτερο φόντο μέσα στο αφηγηματικό σύμπαν του ήρωα, αλλά δεν παύει να υφίσταται και μάλιστα ολοένα και πιο ορατά όσο εξελίσσεται η πλοκή. Μέσα απ’ την ατομική ιστορία του Τάσου παρακολουθούμε τα ορατά σημάδια κρίσης της οικογένειας, τις σχέσεις αλληλεγγύης αλλά και τη μικρόνοια της επαρχίας, τη σταδιακή υποχώρηση της μνήμης του παρελθόντος μπροστά στον μικροαστικό ευδαιμονισμό του παρόντος, τη σκληρή πίεση των βιοτικών αναγκών και όλα αυτά δοσμένα με τρόπο που το ατομικό να καθίσταται ολοένα και πιο κοινωνικό. Ξανά λοιπόν η ωρίμανση, που έχει το νόημα της προσαρμογής του παιδικού εγώ στον έξω χώρο, μ’ όλες τις μικρές ή μεγάλες ήττες, τα μικρά ή μεγάλα τραύματα που αυτή η προσαρμογή προκαλεί.
Αν θα ’χα να διατυπώσω κάποια ένσταση, αυτή αφορά ορισμένα στοιχεία πλοκής (ο ψόφιος πετεινός, ο αόρατος ήρωας, το ποντικοφάρμακο) που, ενώ δίνουν ως προσημάνσεις μια ορισμένη κατεύθυνση στη δράση, αυτή τελικά σαν να δείχνει την τελευταία στιγμή απρόθυμη ή αμήχανη να τα αξιοποιήσει. Απ’ την άλλη, σκέφτομαι ότι και αυτή ακόμη η αμηχανία είναι συστατικό στοιχείο, εννοώ στοιχείο αληθοφάνειας, της αφηγηματικής επιλογής του συγγραφέα να μας συστήσει τον παιδικό κόσμο του ήρωα μέσα απ’ τα παιδικά του μάτια. Στην πολυπαραμετρική διαδικασία της μετάβασης απ’ την παιδικότητα στην ενηλικίωση υπάρχει πάντα χώρος για το απρόβλεπτο, το τυχαίο και το μη προγραμματισμένο. Εδώ και η ομορφιά, οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι. Στην προκειμένη, εδώ και η απόλαυση της ανάγνωσης.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΗΣΙΑΔΗΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Το χιόνι των Αγράφων» (εκδ. Κίχλη).