Για τη συλλογή διηγημάτων της Έλσας Χίου και της Νίτσας Κιάσσου «Κάτω στο γιαλό» (εκδ. Σύλλογος Μουσικής & Πολιτιστικής Δημιουργίας «Ηδύλη»). Φωτογραφία © Νίτσα Κομνηνή-Κιάσσου
Του Γιάννη Σ. Παπαδάτου
Δύο Σαμιώτισσες συγγραφείς, η Νίτσα Κιάσσου και η Έλσα Χίου, ένωσαν τις συγγραφικές τους φωνές σε μια έκδοση του «Συλλόγου Μουσικής & Πολιτιστικής Δημιουργίας “Ηδύλη”» Σάμου. Πρόκειται για το βιβλίο Κάτω στο Γιαλό το οποίο περιέχει δεκαοχτώ (18) διηγήματα με ποικίλη θεματολογία. Είναι ρεαλιστικά διηγήματα για ενήλικες τα περισσότερα των οποίων αποπνέουν άρωμα της κοινωνίας της Σάμου, σε ένα πολύμορφο σκηνικό που ταξιδεύει τον αναγνώστη και την αναγνώστρια στο τελευταίο μισό του 20ού αιώνα έως σχεδόν στις μέρες μας. Θα αναφερθώ σε αυτά επιγραμματικά, εστιάζοντας σε ορισμένα.
Η θεματολογία των διηγημάτων της Κιάσσου αντλείται κυρίως από την καθημερινότητα. Οι ήρωες και οι ηρωίδες τους, έχουν όνειρα που είτε αυτή τα φθείρει («Το μηχανάκι»), ενώ οι νεώτερες γενιές τα κρατούν ως ιδανική ανάμνηση («Το μαντολίνο») είτε αδυνατώντας να τα πραγματοποιήσουν, ανυπομονούν να συλλάβουν το αυτονόητο («Αναρρωτήριο»). Άλλοτε τα πρόσωπα αναζητούν τη νεότητα έστω κι αν «στεγάζεται», μέσω της ανάμνησης, στο πλαίσιο μιας αυταπάτης («Αυταπάτη») ή αισθάνονται ασφάλεια μέσα από ανέλπιστες καταστάσεις («Θαλασσινά τριαντάφυλλα»).
Φαίνεται πως ό,τι άγνωστο μας πλησιάζει, ενδόμυχα το φοβόμαστε. Κι όταν συμβολικά φέρει φριχτές ιστορίες του παρελθόντος, ακόμα κι αν αποσιωπούμε την ύπαρξή του, στο τέλος, μάλλον άδικα, τελειώνουμε μια και καλή μαζί του. Στο διήγημα «Ο στόχος» αναδύεται η υπόθεση ενός νεαρού Έλληνα σκοπού που βλέπει κάθε μέρα έναν Τούρκο ψαρά να εισέρχεται παράνομα στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Η αποτύπωση της συνείδησης κι η υπερβολικά εμμονική προσοχή του σκοπού στις κινήσεις του «εχθρού», ως σημαίνον σκηνικό, επισκιάζει τις λυρικές περιγραφές του θαλασσινού τοπίου με τους απότομους βράχους του. Το δε δραματικό διήγημα «Προφήτης κάτω απ’ τον Θεό», με ιστορικό πλαίσιο τις αρχές της δεκαετίας του 1950, παρουσιάζει συμβάντα που κρύβουν αφ΄ ενός την ανάμνηση της πάλαι ποτέ παράδοσης, τότε που στην επαρχία υπήρχε το επάγγελμα του παραγγελιοδόχου και τη χαρά που κρύβει μια νησιωτοπούλα για το πρώτο της ταξίδι στην Αθήνα για να δει και τον στρατιώτη αδελφό της και αφ’ ετέρου την «προφητεία» του επικείμενου κακού και το μαντάτο που ήρθε για τον θάνατό του σε αεροπορικό δυστύχημα.
Άλλοτε τα πρόσωπα αναζητούν τη νεότητα έστω κι αν «στεγάζεται», μέσω της ανάμνησης, στο πλαίσιο μιας αυταπάτης («Αυταπάτη») ή αισθάνονται ασφάλεια μέσα από ανέλπιστες καταστάσεις («Θαλασσινά τριαντάφυλλα»).
Από το ξεχωριστό διήγημα «Τα σημάδια» αναδύεται ένας δυναμικός γυναικείος χαρακτήρας, που τον ενσαρκώνει η Καλλιόπη. Επιστράτευε όλη την πείρα της ερμηνεύοντας τα όνειρα και τις ανθρώπινες προσδοκίες, μαζί με πιπεράτα δίστιχα, αλλά μόνο την ημέρα του Κλήδονα. Εμφανιζόταν γοητευτικά ντυμένη και με τελετουργικές κινήσεις έδινε τους χρησμούς: «διατηρούσε μια ηρεμία ολύμπια […] και προφήτευε τις ερωτικές εξελίξεις της επόμενης χρονιάς. Μαντεία τελικά πουθενά δεν υπήρχε. Οξυδέρκεια, ναι και με το παραπάνω» (σσ. 76-77). Ήταν μια πάμπτωχη, αγράμματη γυναίκα, που ζούσε στο βουνό και δεν μιλούσε σχεδόν στην αρχή, μάλλον γρύλιζε. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Με τον τρίτο της άντρα, που ήταν θαλασσινός, ξύπνησε ένα ερωτικό πάθος που κράτησε ως το τέλος. Αποκαλυπτικές της αφηγηματικής δεινότητας της συγγραφέως, είναι οι περιγραφές που πραγματοποιούνται για ανθρώπους, συναισθήματα και καταστάσεις. Ένα δείγμα:
«Παρθένος, λοιπόν, από το πάθος ενός αληθινού έρωτα ανέβηκε στο βουνό ανυποψίαστος, για να βρεθεί μπροστά σε μια γυναίκα που φαινόταν από μακριά πως ήταν ανέραστη κι ανέγγιχτη παρά τους δυο της γάμους, γεμάτη πάθος όμως κι ανυπομονησία για τον σύντροφο που ονειρευόταν και δεν είχε συναντήσει ακόμα». (σ. 89)
Η ηρωίδα, παρόλο που ήθελε να φύγει πρώτη από τη ζωή, δεν της έγινε το «χατίρι». Ωστόσο, συνέχισε τη ζωή της με τις μαντικές της ικανότητες πλέον αποδεκτές, παρά τα κατά καιρούς αρνητικά σχόλια των κατοίκων.
Η εν λόγω γυναικεία φιγούρα, συγκεντρώνει, σύμφωνα με τον Lucien Goldmann, τα χαρακτηριστικά της τραγικής ηρωίδας. Ο ήρωας, κατά τον Goldmann, δρα σε ένα περιβάλλον που, ενώ τον αποξενώνει, συνεχίζει τη ζωή του στο πλαίσιο μιας οραματικής κοσμοθεωρίας που φέρει στην ιδεολογία της μόνο ποιοτικές αξίες, πολλές φορές δίχως να τις γνωρίζει ο ήρωας, αλλά ούτε και να τις ζει ολοκληρωμένα. Μια τραγική ηρωίδα, είναι, λοιπόν, η Καλλιόπη που ήταν σαν να ξεφύτρωσε ακατέργαστη από τη φύση, ρίζωσε στην αμάθεια και προχώρησε στη ζωή κάνοντας σταθερά και οξυδερκή πολιτιστικά βήματα. Η ίδια έζησε πάντα με αξιοπρέπεια, ως το τέλος κανακεύοντας την παράδοση με γνώση, χιούμορ αλλά και πίκρα, θητεύοντας στην αυθεντικότητα.
Η Νίτσα Κιάσσου (αριστερά) και η Έλσα Χίου (δεξιά). |
Κι έρχομαι στα διηγήματα της Έλσας Χίου ορισμένα εκ των οποίων αποπνέουν, με δημιουργικό τρόπο, άρωμα δημοσιογραφικής γραφής. Το θέμα των περισσοτέρων διαπνέεται από διαπολιτισμική συλλογιστική («Σπουργίτια και πολεμότρυπες»), από το εσωτερικό της οποίας αναδύεται η κριτική αφηγηματική ματιά με βασικές υφολογικές ορίζουσες τη νοσταλγία («Οι φιλενάδες του τρίτου θαλάμου»), τις πολύμορφες αισθήσεις που αναδύονται από τη χρησιμοποίηση μέσων επικοινωνίας («Το μηχανάκι»), την αλληλεγγύη και την κατανόηση του Άλλου («Κορίτσι ξένο ξενιτεμένο), τον σκεπτικισμό απέναντι σε έθιμα («Σουνέτ»), τις διαφορετικές οπτικές του χρόνου απέναντι σε κτήρια («Οδοιπορικό»).
Στο διήγημα «Η γυναίκα των μαύρων μολυβιών» μια δυναμική γυναίκα, αγωνίστρια, καταγράφει σε μια συγκέντρωση Ελλήνων και Τούρκων ειρηνιστών, ό,τι υπέστησαν τα χέρια της, δείχνοντάς τα σακατεμένα από τα βασανιστήρια στα οποία την υπέβαλε η Χούντα, βάζοντας μολύβια ανάμεσα στα δάχτυλά τους, αντιπαραθέτοντας το γεγονός με τα μολύβια ζωγραφικής του παιδιού της. Ο μόνος δυνατός λόγος της ύπαρξης του διηγήματος, υπογραμμίζει ο Ian Reid, είναι ότι έχει μέσα του το γεγονός της πραγματικότητας και το δυσβάσταχτο βάρος της. Μια τέτοια αλήθεια αναδύεται από το συγκεκριμένο διήγημα.
Χαρακτηριστικές «διακειμενικές» σκηνές, που κατά την ανάγνωση φέρουν στον νου την ταινία Σινεμά ο Παράδεισος, περιγράφονται και με χιούμορ, στο διήγημα «Τι διδακτικές που είναι αυτές οι ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες», μέσα από τη διένεξη δύο πλανόδιων «σινεματζήδων», καθώς και την αγωνιώδη προσπάθεια της αφηγήτριας και των άλλων παιδιών να δουν στα έργα γνωστά πρόσωπα της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, μαζί με τη συγκίνηση της αφηγήτριας, αναφερόμενη στη μητέρα της, όταν βλέπανε μαζί την τελευταία ταινία.
Το σκηνικό αλλάζει στο διήγημα «Μηδέ καταπιέτω αυτώ βυθός». Μια τοιχογραφία ενός καϊκιού φέρνει στη μνήμη την ιστορία του. Καλοτάξιδο μεν, αλλά κάποια μέρα χάθηκε στον βυθό. Τραγική ειρωνεία που επαληθεύει τη μοίρα ακόμη και εκείνων των άψυχων που επενδύουν σε αυτά οι ανθρώπινες ελπίδες. Παρόλο το άδοξο τέλος τού καϊκιού, στον Γιαλό της Σάμου, με τα ονόματα των κατασκευαστών και των ιδιοκτητών που αναφέρονται, η τοιχογραφία αναβιώνει τη μνήμη και την ιστορία. Και η επωδός τονίζει με σκεπτικισμό: «[…] να ψάξουμε να βρούμε κάτι βαθύτερο και πιο απτό […] να αναγνώσουμε δηλαδή πάνω στην τοιχογραφία το αληθοφανές παρελθόν και το αληθοφανές επίσης μέλλον αυτού του αλλότριου πλέον Γιαλού μας». (σ. 149)
Τέλος, από το έντονα βιωματικό διήγημα, «Διορισμός στο Καλαμπάχτασι», αναδύονται με διεισδυτική ματιά σπαράγματα της κοινωνίας της Σάμου, μιας λίγο μακρινής εποχής που ανέδιδε, παρά τη φτώχεια, ομορφιά και συναίσθημα. Σημειώνει εμφαντικά ο Paul Ricoer ότι αφενός ο τρόπος με τον οποίο η Ιστορία, ακριβώς επειδή επιδιώκει να είναι αντικειμενική, συμμετέχει στη μυθοπλασία και αφετέρου η μυθοπλασία έχει μερίδιο στην Ιστορία, διότι μας δίνει τη δυνατότητα να συμπεράνουμε ότι «μέσω της μιμητικής της πρόθεσης, ο κόσμος της μυθοπλασίας μάς οδηγεί στον πυρήνα του πραγματικού κόσμου της πράξης». Πράγματι, το συγκεκριμένο διήγημα θα μπορούσε να έχει τίτλο «Εικόνες χρονικού της εκπαίδευσης και η κοινωνία της επαρχίας της Σάμου τη δεκαετία του 1960». Αποτυπώνει με ρεαλισμό και με τη φωνή της ενδοδιηγητικής αφηγήτριας, τον διορισμό της μητέρας της σε άλλο χωριό του νησιού τους, τη μαθητική της ζωή στο χωριό, τα νυχτέρια κοντά στο τζάκι, τους θρύλους και τις παραδόσεις από τις αφηγήσεις μιας γριάς, που χρησίμευσαν ως μαθητεία μύησης κι ενηλικίωσης, αλλά και άλλα χρήσιμα πράγματα από κατοίκους του χωριού.
Ο χρόνος των κειμένων και των δύο συγγραφέων, κατά περίπτωση, αναδίνει την οσμή μιας εποχής που στην επαρχία ή και σε ορισμένα αστικά περιβάλλοντα οι άνθρωποι ακόμη δεν έχουν χάσει την αθωότητά τους.
Αναφέρεται κι εκείνο το μάθημα που έκαναν στη φύση, που το συνήθιζε τότε η παραδοσιακή παιδαγωγική και που βλέπουμε να επανέρχεται σήμερα, στα παιδαγωγικά συστήματα, κυρίως των σκανδιναβικών χωρών, ως τη ζητούμενη παιδαγωγική και μαθησιακή διαδικασία για το σχολείο του μέλλοντος. Παραθέτω την καταληκτήρια παράγραφο του διηγήματος, απότοκη της επίσκεψης της αφηγήτριας μετά από μισόν αιώνα και που συγκεντρώνει μια βαθιά νοσταλγική αύρα που έχει ενσωματώσει τεκμήρια λαογραφίας και συνάμα ιστορίας της εκπαίδευσης:
«Δεν απομένουν παρά οι νοερές εντός μας εικόνες και μερικές αναμνήσεις που αντέχουν στον χρόνο. Ίσως και τούτες οι φορτισμένες λέξεις γραμμένες σαν χρέος ψυχής σ΄αυτά που μου αποθησαύρισε ένα αποξεχασμένο χωριό μέσα απ’ τον πένητα πλούτο του». (σ. 162)
Η αφήγηση ορισμένων διηγημάτων γίνεται είτε από την πλευρά του ενδοδιηγητικού αφηγητή που μπορεί να συμμετέχει ή όχι στα δρώμενα, όπως και σε κάποια διηγήματα του εξωδιηγητικού αφηγητή για τον ίδιο λόγο. Ο χρόνος των κειμένων και των δύο συγγραφέων, κατά περίπτωση, αναδίνει την οσμή μιας εποχής που στην επαρχία ή και σε ορισμένα αστικά περιβάλλοντα οι άνθρωποι ακόμη δεν έχουν χάσει την αθωότητά τους. Κρατάνε τη μαγεία της παράδοσης του τόπου τους και αναπαριστούν με απλά λόγια την πάσα αλήθεια, χωρίς ενδοιασμούς είτε βγαίνουν από τα όρια του τόπου τους, μεταφέροντας τη γνώση και την κριτική ματιά ως εμπειρία και βίωμα, ώστε, όλα αυτά, να προσληφθούν λειτουργικά από τον αναγνώστη και την αναγνώστρια.
Ο ρυθμός της αφήγησης είναι γοργός ή δε πλοκή τους σε συνδυασμό με τους κεντρικούς χαρακτήρες, προσφέρει ένα λειτουργικό δέσιμο έχοντας ως όχημα μια γοητευτική γλώσσα που συχνά φτάνει σε λυρικές, αποφθεγματικού τύπου, εξάρσεις:
«Έτσι έμαθε ν’ ανθίζει την άνοιξη, να ναρκώνεται το φθινόπωρο και να γεμίζει αγαλλίαση από τις δροσιές, τις ευωδιές και τους χρωματιστούς συνδυασμούς που συνόδευαν τις αλλαγές των εποχών» (Κιάσσου, σ. 70),
«Αυτό το “μέρχαμπα” ήταν τελικά μια άδεια λέξη γυμνή από το νόημά της; Καμιά φορά οι άδειες λέξεις πληγώνουν σαν καρφιά». (Χίου, σ. 124)
Οι κεντρικοί χαρακτήρες ολοκληρώνουν κάθε φορά την ακολουθία των γεγονότων, αφήνοντας τις αισθήσεις να πάλλονται κατά περίπτωση από την πλήρη κατάπτωση μέχρι την ελπίδα και το όραμα. Ορισμένοι χαρακτήρες (π.χ. στα διηγήματα: «Αναρρωτήριο», «Αυταπάτη», «Προφήτης κάτω απ’ το Θεό», «Τα σημάδια», «Κορίτσι ξένο ξενιτεμένο», «Η γυναίκα των μαύρων μολυβιών», «Σπουργίτια και πολεμότρυπες», «Σουνέτ») ως τραγικοί ήρωες, κατά τον Georg Lukács κουβαλούν στους ώμους τους τη μοίρα μιας κοινότητας. Ακριβώς όπως οι ήρωες του έπους. Γιατί το άτομο αναβιβάζεται μέχρι το υπέρτατο επίπεδο του υποκειμένου που οφείλει να δημιουργήσει έναν ολόκληρο κόσμο διαμέσου της βιωμένης εμπειρίας του.
Το πολύμορφο σκηνικό των κειμένων εντάσσεται στο πλαίσιο κυρίως της επαρχιακής γεωγραφίας κι άλλοτε δρα ως ιστορικό πλαίσιο, άλλοτε ως σύμβολο, ως θεματοφύλακας του πολιτισμού, ως χώρος επικοινωνίας, ως χώρος μύησης κι ενηλικίωσης και άλλοτε ως χώρος εγκλεισμού κι απομόνωσης αλλά και ως αποτύπωση της συνείδησης ορισμένων κύριων προσώπων.
Καταληκτικά: πρόκειται για ένα βιβλίο που διαβάζεται με ενδιαφέρον, το οποίο μέσα από στιγμιότυπα νοσταλγικής τοπιογραφικής μνήμης, αλλά και σύγχρονης τοπικής ή διαπολιτισμικής ματιάς προσφέρει αξιόλογα κείμενα τα οποία προσλαμβάνονται από τον αναγνώστη και την αναγνώστρια, απολαυστικά. Μέσα από την αφήγηση, τα μαγικά στοιχεία, τα ποικίλα σύμβολα των ιστοριών ο αναγνώστης και η αναγνώστρια, όπως σημειώνει η L.M. Rosenblatt στη «συναλλακτική» της θεωρία, βιώνουν τα κείμενα λογοτεχνικά κι εστιάζοντας στα προαναφερόμενα στοιχεία εμπλέκονται ενεργά βιώνοντάς τα ως αισθητική εμπειρία.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ είναι τ. αναπλ. καθηγητής Παν/μίου Αιγαίου, συγγραφέας, κριτικός βιβλίων για νέους. Τελευταίο του βιβλίο (επιμ.): «Κ'η φαντασία στο λογισμό – Τιμητικός τόμος για την καθηγήτρια Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου» (εκδ. Καλειδοσκόπιο).
✢
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Genette, G. (1980). Narative Discourse. Μτφρ. J. Lewin. Oxford: Basil Blackwell.
Goldmann, L. (1979). Για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος. Μτφρ. Ε. Βέλτσου – Π. Ρυλμόν. Αθήνα: Πλέθρον.
Lukács, G. (2004). Η θεωρία του μυθιστορήματος. Μτφρ. Ξ. Τσελέντη. Αθήνα: Πολύτροπον.
Παπαντωνάκης, Γ. & Κωτόπουλος, Τρ. (2011). Σκηνικό, Χαρακτήρες, Πλοκή. Αθήνα: Ίων.
Rosenblatt, L.M. (21994). The Reader, the Text, the Poem: The Transactional Theory of the Literary Work. Carbondale: Southern Illinois University Press.
Ricoer, P. (1990). Η αφηγηματική λειτουργία. Μτφρ. Β. Αθανασόπουλος. Αθήνα: Καρδαμίτσας.
Reid, I. (1982). Το Διήγημα. Μτφρ. Λ. Μεγάλου-Σεφεριάδη. Αθήνα: Ερμής.