Για το μυθιστόρημα του Νίκου Βεργέτη «Τορκί μπαρ» (εκδ. Έρμα)
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το 2017 ο Νίκος Βεργέτης εκδίδει το πρώτο του έργο, το Χόλι Μάουντεν (εκδ. Κέλευθος), το οποίο περιλαμβάνεται στη μικρή λίστα των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων των βραβείων του λογοτεχνικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης». Είναι ένα δυναμικό ξεκίνημα, καθώς ο χειμαρρώδης μονόλογος του αφηγητή, μακροπερίοδος και προφορικός, πείθει για το λογοτεχνικό δυναμικό του νεαρού πεζογράφου. Τώρα ο συγγραφέας επιστρέφει με το τρίτο του βιβλίο, ένα μυθιστόρημα, αρκετά διαφορετικό, το οποίο όμως διατηρεί τη βεργέτεια γραφή, που φλερτάρει με ήχους αγγλικών τραγουδιών και συνδέει την ανθρωπιά με τη μαγκιά.
Το Τορκί είναι μια παραθαλάσσια πολίχνη στο Ντέβον της Αγγλίας, ενώ το ομώνυμο μπαρ λειτουργεί στη Νέα Σμύρνη. Πώς συνδέονται οι δύο τόποι; Ακόμα περισσότερο, πώς συνδέονται στο μπαρ τέσσερις θαμώνες και πολλοί άλλοι, που περνάνε φευγαλέα από το προσκήνιο της πολυδαίδαλης ιστορίας; Στην ουσία, αυτό το στέκι είναι μια μυθοπλαστική λίμνη, όπου τρία αφηγηματικά ποτάμια εκβάλλουν, είναι μια μπάρα όπου συναντιούνται τέσσερις ζωές, οι οποίες θεωρητικά δεν έχουν κάτι κοινό, αλλά... ένα μπαρ καταφέρνει πάντα να συνδέσει πεπρωμένα και παρελθόντα. Και κάπου ανάμεσα, μια κατσαρίδα περνοδιαβαίνει μεταξύ των ψυχών. Τρεις αφηγήσεις σπάνε σε πολλά μικρά κεφάλαια, τα οποία εναλλάσσονται. Έτσι οι τρεις ποταμοί ξεκινάνε από το παρελθόν και σταδιακά συρρέουν στη μεγάλη της ζωής δεξαμενή, όπου οι μουσικές των Jim Morrison, Waterboys, Moa Bones, Night Knight, Planet of Zeus, David Bowie, Johnny Cash κ.λπ. διαλύουν τους καπνούς και ξυπνάνε μνήμες και τραύματα.
Το Τορκί είναι μια παραθαλάσσια πολίχνη στο Ντέβον της Αγγλίας, ενώ το ομώνυμο μπαρ λειτουργεί στη Νέα Σμύρνη. Πώς συνδέονται οι δύο τόποι; Ακόμα περισσότερο, πώς συνδέονται στο μπαρ τέσσερις θαμώνες και πολλοί άλλοι, που περνάνε φευγαλέα από το προσκήνιο της πολυδαίδαλης ιστορίας;
Ο σκοτσέζος Τζίμι ΜακΝίκολ, ο ιδιοκτήτης του μπαρ, ήταν ποδοσφαιριστής της ομάδας Τορκί Γιουνάιτεντ μαζί με τον συντοπίτη του εξ Ίνβερνες, φίλο και εραστή του, Γκάρι Κέλι. Ο Άρης Χρήστου κουβαλά πάντα τη δυστυχία του, που έχει μάλιστα και σχήμα, μια κηλίδα αίματος σαν την Κρήτη, αφού έχασε γυναίκα και κόρη. Και κάπου ανάμεσα, μια κατσαρίδα περνοδιαβαίνει μεταξύ των ψυχών. Και τέλος, δυο αδέλφια, ο Αργύρης κι ο Βασίλης Άγρας, που είχαν στήσει μια επιχείρηση μέσω της οποίας έκαναν εορταστικές επετείους για νεκρούς, συνεχίζουν τη ζωή τους έστω και μετά το τέλος της βαριάς όπως εξελίχθηκε ιδέας τους.
Και οι τρεις ποταμοί, και οι τέσσερις πρωταγωνιστές, κουβαλάνε στην ψυχή τους έναν θάνατο, ένα πένθος που πνίγεται στο ουίσκι και στη μουσική, στους καπνούς του μπαρ και στις αναμνήσεις τους. Ωστόσο, το μυθιστόρημα δεν είναι ποσώς καταθλιπτικό, δεν είναι βουτηγμένο σε μια συνηθισμένη θολή μιζέρια, αλλά έχει κάτι από το γκάζωμα της ηλεκτρικής κιθάρας αλλά και τη σιωπή της τζαζ.
Κλείνοντας το βιβλίο, θα νόμιζε ο επιπόλαιος αναγνώστης πως πρόκειται για τέσσερις θαμώνες που λένε τις εμπειρίες τους σε ένα συνηθισμένο μπαρ, μια απόλυτα κοινότοπη ιστορία, μια καθόλου ενδιαφέρουσα αφήγηση καθότι χιλιοειπωμένη. Ωστόσο, αν το διπλοδιαβάσει κανείς, θα καταλάβει ότι οι αλληλένδετες ιστορίες διασταυρώνονται φευγαλέα και εντέλει συστήνουν ένα δίκτυο όπου αναδεικνύεται το τσαγανό, η επιμονή κι η ανθρωπιά των ανθρώπων. Η Νέα Σμύρνη και ο Πανιώνιος, ποδοσφαιρικός τε και μπασκετικός, το παρασκήνιο του αθλητισμού και τα στημένα παιχνίδια, ο υπόκοσμος κι οι άνθρωποι της νύχτας είναι το πρώτο επίπεδο, πάνω στο οποίο ο Φάνης Χριστοδούλου και οι δύο γκέι ποδοσφαιριστές (μαζί με έναν παλαίμαχο καλαθοσφαιριστή και την ιδιοκτήτρια δισκάδικου) ορθώνουν τη μαγκιά τους απέναντι στο αθλητικό και κοινωνικό κατεστημένο, έστω και με οδυνηρές απώλειες. Οι αδελφοί Άγρα από την άλλη συναντούν στη θανατοκάπηλη δουλειά τους πολλές περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίες έχουν τη δική τους αυτοτελή αξία, αλλά κι έναν νταή μπράβο που εκτελεί συμβόλαια θανάτου, πριν πεθάνει κι ο ίδιος.
Και κάπου ανάμεσα, μια κατσαρίδα περνοδιαβαίνει μεταξύ των ψυχών. Κάποιος άλλος θα την έλεγε σαράκι· ο Άρης Χρήστου τρώγεται με τις σάρκες του, αφού δεν απολαμβάνει, όπως είναι φυσιολογικό, τη ζωή, αλλά σπαράσσεται από μια αδιόρατη αιτία, που τον οδηγεί στην τρέλα. Η κατσαρίδα τρέφεται από το αίμα του, μεγαλώνει κάτω από το δέρμα του, υπονομεύει κάθε του φιλήσυχη στιγμή. Πολύ πριν χάσει τη γυναίκα και την κόρη του, έχει χάσει την ηρεμία του. Η κατσαρίδα είναι ένα ον που ζει μέσα μας και μας τρώει, χωρίς να μπορούμε να γλιτώσουμε από τους εσωτερικούς μας δαίμονες.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στο “Τορκί Μπαρ” ο χρόνος κυλούσε αλλιώτικα. Σε αυτό το απάγκιο των κατατρεγμένων, το κυλινδρικό καφεκόκκινο μαξιλάρι κατά μήκος της μπάρας υπέμενε μητρικά σχεδόν τους ασήκωτους απ’ τους καημούς αγκώνες των ημιμεθυσμένων θαμώνων που προσπαθούσαν βουτηγμένοι μέσα στη δυστυχοευτυχία τους να καβαλήσουν τον κεραυνό για να τη βγάλουν καθαρή μέχρι το επόμενο πρωί».