Για τη νουβέλα του Χρήστου Αστερίου «Μικρές αυτοκρατορίες – Muratti: Ένας αποχαιρετισμός» (εκδ. Πόλις) και το μυθιστόρημα του Φαίδωνα Ταμβακάκη «Το τελευταίο ποστάλι» (εκδ. Εστία).
Της Έλενας Χουζούρη
Στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και προπαντός σε εκείνη των τελευταίων πενήντα χρόνων έως σήμερα, δύσκολα να εντοπιστεί μυθιστόρημα ή νουβέλα που να σχετίζεται έμμεσα ή άμεσα με ό,τι αποκαλείται βιομηχανική ιστορία, ή ιστορία του επιχειρείν. Τουτέστιν, η λογοτεχνική αναπαράσταση της δημιουργίας, πορείας και πιθανόν εξαφάνισής τους, κραταιών βιομηχανικών επώνυμων προϊόντων (brand names), του εντόπιου αλλά και γενικότερα του ελλαδικού χώρου, που στον καιρό τους αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας εμβρυώδους αλλά ισχυρής, οικονομικά και κοινωνικά, αστικής τάξης.
Δυο βιβλία για τη λογοτεχνική αναπαράσταση της βιομηχανικής δημιουργίας
Φέρνω στον νου μου το μυθιστόρημα της Αθηνάς Κακούρη Πριμαρόλια όπου οι αναγνώστες παρακολουθούν την εντυπωσιακή άνοδο μιας οικογένειας σταφιδέμπορων της Πάτρας, στις αρχές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, όταν η πατρινή σταφίδα έλαμπε σαν τον χρυσό στις ευρωπαϊκές αγορές, και την κατάρρευσή της που ακολούθησε την αντίστοιχη της σταφίδας. Και εκεί που σαφώς καταγράφεται ένα λογοτεχνικό έλλειμα, εμφανίζονται φέτος, με ελάχιστη χρονική διαφορά, δύο βιβλία γνωστών συγγραφέων, με παρόμοια θεματική, αν και εμφανείς διαφορές λογοτεχνικής προσέγγισης της. Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Χρήστου Αστερίου Μικρές αυτοκρατορίες – Muratti: Ένας αποχαιρετισμός (εκδ. Πόλις) και του Φαίδωνα Ταμβακάκη Το τελευταίο ποστάλι (εκδ. Εστία).
(...) αμφιβάλλω αν και ο συνεπέστερος καπνιστής, θιασώτης των Muratti γνώριζε την μακρά ιστορία που ακολουθούσε το ισχυρό αυτό brand name και πόσο ήταν συνδεδεμένο με τα πρώιμα χρόνια της δημιουργίας της ελληνικής βιομηχανίας και κατ’ επέκταση της αστικής τάξης
Tα «Muratti» έχουν εντυπωθεί στη μνήμη μου ως εκλεκτά και ακριβά τσιγάρα που, όποιος τα κάπνιζε είχε και την οικονομική άνεση να τα αγοράζει αλλά και απαιτητικό γούστο, ως προς το χαρμάνι που επέλεγε να απολαύσει, όταν ακόμα ο καπνός δεν είχε στοχοποιηθεί ως ένας ύπουλος εχθρός της ανθρώπινης υγείας. Ωστόσο, αμφιβάλλω αν και ο συνεπέστερος καπνιστής, θιασώτης των Muratti γνώριζε την μακρά ιστορία που ακολουθούσε το ισχυρό αυτό brand name και πόσο ήταν συνδεδεμένο με τα πρώιμα χρόνια της δημιουργίας της ελληνικής βιομηχανίας και κατ’ επέκταση της αστικής τάξης. Τοποθετώντας τη λογοτεχνική του προσέγγιση στο πλαίσιο των «Μικρών αυτοκρατοριών», με την έννοια της γέννησης, της άνθισης και της πτώσης που περιμένει οτιδήποτε φθαρτό του γήινου κόσμου μας, όσο ισχυρό κι αν έχει υπάρξει, ο Χρήστος Αστερίου ανακαλεί και ακολουθεί την εντυπωσιακή πορεία της εκ Κωνσταντινουπόλεως ορμώμενη οικογένειας Μουράτογλου, δημιουργού της ισχυρής καπνοβιομηχανίας με το διαχρονικό πλέον brand name, «Muratti».
Ο Αστερίου επινοεί έναν πρώην μανιώδη καπνιστή της γενιάς που αφηνόταν στην απόλαυση του τσιγάρου χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη της απαγόρευσης και της ενοχής
Πώς όμως και μέσα από ποια οπτική; Ο Αστερίου επινοεί έναν πρώην μανιώδη καπνιστή της γενιάς που αφηνόταν στην απόλαυση του τσιγάρου χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη της απαγόρευσης και της ενοχής. Ο συνταξιούχος ήρωάς του, ετών 72, έχει αναγκαστεί να αφήσει πίσω του την απόλαυση του καπνίσματος, αφενός διότι η σοβαρή του ασθένεια δεν το επιτρέπει, αφετέρου γιατί ο ορθολογιστής και political correct γιος του παρακολουθεί ως κέρβερος τη ζωή του, επιχειρώντας να του επιβάλλει τον δέοντα τρόπο ζωής. Εκείνος, για να ξεφύγει από τον γιο του και την ασθένειά του, αναλογιζόμενος την αμετάκλητη φθαρτότητα και αφανισμό της ύπαρξης, με μοναδική ίσως διάσωσή της μέσω της ανακατασκευασμένης μνήμης, μπαίνει σε μια γοητευτική περιπέτεια ανακάλυψης και καταγραφής της ιστορίας της φημισμένης, κάποτε, μάρκας τσιγάρων, «Muratti».
Με μια εξαιρετικά γοητευτική προσέγγιση ο Αστερίου επιχειρεί τη λογοτεχνική ώσμωση παρελθόντος-παρόντος
Στην ίδια περιπέτεια μπαίνει και ο αναγνώστης ο οποίος μαζί με τον κεντρικό ήρωα-αφηγητή παρακολουθεί το πώς κατασκευάζεται με τον τρόπο της λογοτεχνίας, βήμα το βήμα, μέσα από σπαράγματα ντοκουμέντων, αρχειακού υλικού, επιστολών, εγγράφων, φωτογραφιών, διαφημίσεων εποχής, η ιστορία της καπνοβιομηχανίας της οικογένειας Μουράτογλου. Από την οθωμανική Κωνσταντινούπολη των αρχών του 19ου αιώνα, εποχή κατά την οποία τοποθετείται η απαρχή της ελληνικής επιχειρηματικότητας και του εμπορίου, στο ισχυρό, προ του Μεγάλου Πολέμου, Βερολίνο, κέντρο της κραταιάς τότε Γερμανίας του Κάιζερ, έως το εύρωστο οικονομικά Μάντσεστερ της ίδιας περιόδου, η οικογένεια Μουράτογλου στήνει τη δική της αυτοκρατορία, η οποία ακολουθεί τη μοίρα όλων των αυτοκρατοριών, μεγάλων και μικρών: Από την άνοδο στην κατάρρευση. Η φίρμα μετά τον θάνατο της φυσικής της οικογένειας θα πουληθεί σε μια άλλη αναδυόμενη και, έως σήμερα ισχυρή αυτοκρατορία, τη Philip Morris.
Κατά ειρωνική σύμπτωση η άνοδος και η πτώση των «Muratti» συμπίπτει χρονικά με την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη μια και με την άνοδο και πτώση της Γερμανικής αυτοκρατορίας από την άλλη! Με μια εξαιρετικά γοητευτική προσέγγιση ο Αστερίου επιχειρεί τη λογοτεχνική ώσμωση παρελθόντος-παρόντος καθώς ο αφηγητής του οδοιπορώντας στο σημερινό Βερολίνο συναντά τα αποσπασματικά σημάδια των παλαιών κραταιών ημερών τόσο της μικρής αυτοκρατορίας των Μουράτογλου όσο και της μεγάλης γερμανικής προπολεμικής αυτοκρατορίας. Ο ηλικιωμένος ήρωάς του, στα πρόθυρα της φυσικής του κατάρρευσης λόγω της σοβαρής του ασθένειας, αναζωογονείται καθώς μπαίνει στην περιπέτεια της αναζήτησης των ιχνών των αδελφών Μουράτογλου, φαντάζεται τις σημαντικές στιγμές της εντυπωσιακής επιχειρηματικής τους πορείας ανά την Ευρώπη, μπαίνει στα σπίτια τους, στις λέσχες και στους οίκους ανοχής που σύχναζαν, στα δικαστήρια όπου διεκδικούσαν την επωνυμία τους, συνομιλώντας μαζί τους σαν να πρόκειται για παλιούς του φίλους.
Ανακαλύπτει μάλιστα μια ύστατη επιτυχία ενός από τους δύο αδελφούς, η οποία επισφραγίζει την αδιαμφισβήτητη διάσωση του ονόματος «Muratti» έως τον 21ο αιώνα που το κάπνισμα και οι καπνοβιομηχανίες έχουν πλέον στηθεί στον τοίχο. Το 1905, στο νησί Τζέρσι –του συμπλέγματος των νησιών της Μάγχης– εγκαινιάζονται οι τοπικοί ποδοσφαιρικοί αγώνες τους οποίους αθλοθετεί ο Δημοσθένης Muratti και οι οποίοι συνεχίζονται έως σήμερα. Το έπαθλο, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, είναι μια βαρύτιμη σφυρήλατη κούπα η οποία φυλάσσεται σε θυρίδα τοπικής τράπεζας, εμφανίζεται και στιλβώνεται την βραδιά του τελικού αγώνα.
(...) στη νουβέλα του Αστερίου υποφώσκει και μια νοσταλγία για απολαύσεις, οι οποίες σταδιακά αποκλείονται από τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, στο όνομα της υγείας του.
Η νουβέλα του Αστερίου οικοδομείται, με υποδειγματική δεξιοτεχνία, σε δύο επίπεδα με κοινό παρανομαστή την αναπόφευκτη φθορά του υλικού κόσμου και την πιθανή διάσωσή του μέσω της μνήμης, ως κατασκευή ή ως βίωμα. Στο ένα επίπεδο, ο Αστερίου για να ανασυστήσει την ιστορία της οικογένειας Μουράτογλου-Muratti επιλέγει την αποκαλούμενη λογοτεχνία-ντοκουμέντο, της οποίας την «κατασκευή» παρακολουθούμε βήμα-βήμα. Στο δεύτερο επίπεδο, ο συγγραφέας υιοθετεί τη ματιά του παντογνώστη αφηγητή, ακολουθεί κατά πόδας τον ηλικιωμένο ήρωα που πλάθει, προοικονομεί τις υπαρξιακές του αγωνίες μπροστά σε έναν επικείμενο θάνατο, τον θέτει σε μια διαδικασία αναστοχασμού καθώς ανακαλύπτει σταδιακά τα σημάδια της ιστορίας των Muratti συνειδητοποιώντας την απειλή της λήθης για τον υλικό μας κόσμο. Σε κάποιες σελίδες τα δύο επίπεδα συναντώνται και συνομιλούν μεταξύ τους, προπαντός εκεί όπου ο κεντρικός αφηγητής σπάζει τα όρια μεταξύ παρόντος και παρελθόντος χρόνου.
(...) ένα ρέκβιεμ για τη χαμένη απόλαυση του καπνίσματος;
Επίσης, σε καμία περίπτωση, η άρτια αυτή λογοτεχνικά δομημένη, γοητευτική νουβέλα αποτελεί... υβρίδιο ιστορίας. Θα μπορούσε, ωστόσο, εκτός των όσων ειπώθηκαν, να εικάσει κανείς ότι στη νουβέλα του Αστερίου υποφώσκει και μια νοσταλγία για απολαύσεις, οι οποίες σταδιακά αποκλείονται από τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, στο όνομα της υγείας του. Μια από αυτές είναι και το κάπνισμα. Επιπροσθέτως λοιπόν, ένα ρέκβιεμ για τη χαμένη απόλαυση του καπνίσματος;
Από τη «Muratti» στη «Marenco»
Αν ο Χρήστος Αστερίου ιχνηλατεί την πορεία της ελληνικής καπνοβιομηχανίας της οικογένειας Μουράτογλου-Muratti, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα, ο Φαίδων Ταμβακάκης επιχειρεί να σκιαγραφήσει και να μεταπλάσει μυθιστορηματικά την άνοδο και την άδοξη πτώση της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας κατά τον 20ου αιώνα έως τις απαρχές του 21ου. Οι μικρές αυτοκρατορίες στην περίπτωση του Ταμβακάκη έχουν σαφώς περισσότερα πλοκάμια από εκείνες του Αστερίου, αφού εμπλέκουν μυθιστορηματικά έναν ολόκληρο επιχειρηματικό κόσμο, αυτόν που εμφανίζεται δυναμικά στην Ελλάδα, αρχής γενομένης από τον μεσοπόλεμο, κυρίως από το 1950 και εντεύθεν, φτάνει στο ζενίθ του λίγο πριν, λίγο μετά τη δικτατορία, για να αρχίσει σταδιακά, από την δεκαετία του 1980, να φθίνει και να καταρρέει μεσούσης της τελευταίας οικονομικής κρίσης.
Ο μυθιστορηματικός χρόνος κατανέμεται σε έξι ημέρες, όσο δηλαδή διαρκεί το ταξίδι του Μάρκελου με το παλαίμαχο ποστάλι.
Καλός γνώστης αυτού του κόσμου ο Ταμβακάκης, αντλεί τα μυθιστορηματικά του υφάδια εκ των έσω πλάθοντας ένα αληθοφανές σύμπαν που σε αρκετές περιπτώσεις θα μας φανεί ιδιαίτερα οικείο. Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο Αντώνης Μάρκελος, ένας επίσης ηλικιωμένος, απόμαχος μιας ισχυρής κάποτε, χρεωκοπημένης πια, ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας, της Marenco, o οποίος επιχειρεί ένα συμβολικά ύστατο ταξίδι προς το νησί της Αγίας Ελένης, τόπο εξορίας και τελευτής του Ναπολέοντα, τον οποίον ανέκαθεν θαύμαζε. Το ποστάλι, με το επίσης συμβολικό όνομα «Σαιντ Χελένα», με το οποίο ταξιδεύει ο Μάρκελος, είναι και αυτό γέρικο, έτοιμο να αποσυρθεί. Αυτό είναι ένα από τα τελευταία του ταξίδια. Μαζί με τον Αντώνη Μάρκελο συνταξιδεύει και η Λουκία Μπαλτατζή, μέλος μιας ομάδας συγγραφής του «Χρονικού της Marenco» κατά τα πρότυπα του αρχαίου κινεζικού Σι Τζι.
Αυτό ακριβώς είναι και το αφηγηματικό εύρημα του Ταμβακάκη, πάνω στο οποίο οικοδομεί το πολύπτυχο μυθιστόρημά του. Το πρότυπο του Σι Τζι του επιτρέπει να εγκιβωτίσει μέσα στο μυθιστόρημά του πολλές μικρές ιστορίες για πρόσωπα και καταστάσεις σχετικές με τον ελληνικό επιχειρηματικό κόσμο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου, αλλά και γενικότερα για την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ελλάδας της ίδιας περιόδου. Ιστορίες οι οποίες εντάσσονται στο «Χρονικό της Marenco», και τις οποίες διηγείται ο Αντώνης Μάρκελος στη βιογράφο της κάποτε κραταιάς τσιμεντοβιομηχανίας του.
Έτσι το «Χρονικό της Marenco» μπορεί να διαβαστεί και σαν Χρονικό της Έλλάδας του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου.
Ο μυθιστορηματικός χρόνος κατανέμεται σε έξι ημέρες, όσο δηλαδή διαρκεί το ταξίδι του Μάρκελου με το παλαίμαχο ποστάλι. Κάθε ημέρα όμως εξακτινώνεται μέσα στον χρόνο των προσωπικών αναμνήσεων του αφηγητή, τις οποίες καταγράφει η συνταξιδεύουσα βιογράφος η οποία θα έλεγε κανείς ότι παίζει και έναν ρόλο υποβολέα στο μυθιστόρημα, καθώς μεταφέρει τις αφηγήσεις του Μάρκελου στην μεγάλη δικής της. Μέσα από αυτές τις κυκλωτικές αφηγήσεις αναδύεται ένας ολόκληρος κόσμος, με επίκεντρο την οικογένεια Μάρκελου και την «Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Ήφαιστος – Αφοί Μάρκελου», να πρωτοπορεί, να ξεφεύγει από τις παγίδες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, να βρίσκεται για να σωθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και πίσω πάλι στην Ελλάδα, να συνεχίζει να προχωρεί και μεταπολεμικά έως το 1967 που την παραλαμβάνει ο Αντώνης Μάρκελος – εγκαταλείποντας μια ήδη στρωμένη καριέρα στο Ναυτικό και προδίδοντας τη μεγάλη του αγάπη την θάλασσα.
Η τσιμεντοβιομηχανία που τώρα τιτλοφορείται «Marenco» συνεχίζεται να αναπτύσσεται, περνάει τις συμπληγάδες της δικτατορίας χωρίς όμως να βραχεί, εισέρχεται ελπιδοφόρα στη μεταπολιτευτική περίοδο όπου αναγκάζεται να αντιμετωπίσει, χωρίς σοβαρές απώλειες, τις σοσιαλίζουσες πρακτικές της εποχής έως την κατάρρευσή της, στη διάρκεια της κρίσης. Από δίπλα η ανταγωνιστική τσιμεντοβιομηχανία της οικογένειας Νύττη, με παρόμοια διαδρομή αλλά με πολλά λάθη στις επιλογές της, η οποία πέφτει ηρωικά προς το τέλος του 20ου αιώνα.
Σε ένα αφηγηματικό κρεσέντο ο μυθιστορηματικός χρεωκοπημένος πια τσιμεντοβιομήχανος δεν αφήνει τίποτα απ' έξω, όσα συγκροτούν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική εικόνα της Ελλάδας και των προσώπων που έθεσαν σ’ αυτήν το ίχνος τους. Έτσι το «Χρονικό της Marenco» μπορεί να διαβαστεί και σαν Χρονικό της Έλλάδας του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου. Με χιούμορ και κέφι, θα πρόσθετα, ο Ταμβακάκης σχολιάζει, πρόσωπα της οικονομίας, του Τύπου, της πολιτικής, δίνοντάς τους συμβολικά και αρκούντως παιγνιώδη ονόματα. Ιδιαίτερα τρυφερός όμως είναι με τον απόμαχο βιομήχανό του, ή «Ναύαρχο».
Όπως και ο επίσης απόμαχος ήρωας του Αστερίου, από άλλους δρόμους αυτός, έτσι και του Ταμβακάκη στο ύστατο ταξίδι του αναμετριέται με την έως τότε ζωή του, συναρμολογώντας ψηφίδα ψηφίδα τις μικρές ιστορίες που την αποτελούν, στην προσπάθειά του να διασώσει την προσωπική αλλά και την οικογενειακή μνήμη, ως τελευταίο αποχαιρετισμό στη δική τους μικρή αυτοκρατορία που κατέρρευσε. Ιδιαίτερα ευρηματική θεωρώ την σχεδόν ρομαντική ταύτιση του πολυσχιδούς Αντώνη Μάρκελου με τον Ναπολέοντα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ήρωας του Ταμβακάκη επιλέγει να ακολουθήσει τον ίδιο θαλάσσιο δρόμο προς το τέλος του με εκείνον που έκανε ο Ναπολέοντας μετά την κατάρρευση της δικής του αυτοκρατορίας. Τελικά φτάνουμε στο συμπέρασμα του ήρωα του Αστερίου ότι «στην πραγματικότητα είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες, προορισμένες να χαθούν»; Θα απαντούσα όχι, όσο υπάρχει η μνήμη και η αναπαράστασή της μέσω της γραφής. Το αποδεικνύουν και η γοητευτική νουβέλα του Αστερίου και το καλοδουλεμένο, χορταστικό και απολαυστικό μυθιστόρημα του Ταμβακάκη.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).