Για τη νουβέλα του Τάκη Καμπύλη «Γενικά συμπτώματα» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το βιβλίο κακώς ονομάζεται «νουβέλα». Όχι μόνο επειδή οι 179 σελίδες του ξεπερνούν κατά πολύ το όριο πάνω από το οποίο αρχίζει η επικράτεια του μυθιστορήματος. Αν συγκριθεί βέβαια με το πρώτο λογοτεχνικό έργο του Τάκη Καμπύλη, το Γίγαντες και φασόλια (εκδ. Καστανιώτη), των εφτακοσίων σελίδων για την ιστορία της αναρχίας στην Ελλάδα, τότε ναι, τα Γενικά συμπτώματα είναι νουβελίτσα! Επανέρχομαι, όμως, στη βασική μου σκέψη. Το βιβλίο είναι μυθιστόρημα, όχι μόνο λόγω έκτασης, αλλά κυρίως λόγω της πολυπλοκότητας της δομής του. Εύκολα θα το χαρακτηρίζαμε πολυσυνθετικό, αφού ποικίλοι χαρακτήρες γίνονται αφηγητές στη δική τους ιστορία, κι έπειτα, όταν πάρει τη σκυτάλη της αφήγησης κάποιος άλλος, επανεμφανίζονται συνήθως σε δευτεραγωνιστικό ρόλο. Κύκλοι και σπειροειδείς τροχιές συμπλέκουν αρμονικά ανθρώπινες ζωές και διαπροσωπικές διασταυρώσεις.
Η πέτρα του κορωνοϊού (έστω κι αν πουθενά δεν κατονομάζεται η ασθένεια, η οποία εξελίχθηκε γρήγορα σε πανδημία), που έπεσε στη λίμνη της ελληνικής –και της παγκόσμιας– κοινωνίας, δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει κυματισμούς, που ξεκινώντας από το κέντρο εκτείνονται επάλληλα όσο παίρνει το μάτι. Σ’ αυτό το λιμναίο οικοσύστημα επηρεάζονται ασύμμετρα όλοι εκείνοι (εμείς δηλαδή) που ζούσαν προηγουμένως με άλλους ρυθμούς: ο Δημήτρης Οικονόμου, ανώτερο στέλεχος της τράπεζας, γίνεται εθελοντικά πειραματόζωο σε ένα νέο εμβόλιο· ο αποτυχημένος γιος, αρνητής εν πολλοίς της ασθένειας, βλέπει τη μικροεπιχείρηση του πατέρα του Σπύρου Μεταξά να φαλιρίζει· η μητέρα τού προηγούμενου πάσχει από Αλτσχάιμερ· ο καφετζής βλέπει και σχολιάζει όσα γίνονται στη γειτονιά κι ανησυχεί για τις χρεοκοπίες και την πανδημία· ο δημοσιογράφος ανακαλύπτει ποιος είναι το πειραματόζωο της Εταιρείας στην Ελλάδα και προσδοκά οφέλη από αυτό.
Άλλοι παρακολουθούν κι άλλοι βιώνουν τις συνέπειες των επιπτώσεων, όλοι όμως μέσα τους –και σ’ αυτό βοηθά η εσωτερική οπτική γωνία του καθενός– αμφιταλαντεύονται, δείχνουν ανασφάλεια, ψάχνουν τον κόσμο και τον εαυτό τους…
Η δεκάχρονη οικονομική κρίση ήρθε σαν ποτάμι και σάρωσε πολλά. Κι όταν το 2019 εν πολλοίς φάνηκε να έχει τελειώσει, ξεπήδησε ένας νέος πίδακας, υγειονομικής φύσης αυτή τη φορά, που ξαναέπνιξε άτομα, συνειδήσεις και ψυχές. Αυτό το διπλό υδάτινο οικοσύστημα ξεδιπλώνει σπονδυλωτά ο Τάκης Καμπύλης, δίνοντας τη σκυτάλη από τον έναν χαρακτήρα στον άλλο, με αποτέλεσμα η οπτική του καθενός να φωτίζει τη δική του σκέψη αλλά και τις αντιδράσεις των άλλων.
Οι ανθρώπινοι τύποι που αναδεικνύονται περνάνε καθημερινά πλάι μας. Ο εκπρόσωπος των τραπεζών, γρανάζι κι αυτός ενός αλγόριθμου, ο αρνητής της πανδημίας άνεργος, οι χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες, που δεν μπόρεσαν να ορθοποδίσουν, ο παρατηρητικός καφετζής κι ο φιλέρευνος δημοσιογράφος. Άλλοι παρακολουθούν κι άλλοι βιώνουν τις συνέπειες των επιπτώσεων, όλοι όμως μέσα τους –και σ’ αυτό βοηθά η εσωτερική οπτική γωνία του καθενός– αμφιταλαντεύονται, δείχνουν ανασφάλεια, ψάχνουν τον κόσμο και τον εαυτό τους…
Σ’ αυτό το οικοσύστημα, ή μάλλον σ’ αυτήν την τροφική αλυσίδα, ο θύτης γίνεται θύμα και το θύμα θύτης. Ο τραπεζικός δολοφονείται εξ αμελείας, και γύρω από το πτώμα του αναδεικνύεται ο κύκλος των ανθρώπων που φταίνε και συνάμα είναι αθώοι, σπαράζουν και σπαράσσονται (με τη διπλή έννοια του ξεσκίσματος αλλά και της οδύνης), κουβαλούν τον σταυρό τους και συνάμα διχάζονται για το πρέπον. Ο συγγραφέας αξιοποιεί πολύπλευρα και ουσιαστικά το πεδίο της οικονομικής κρίσης και της νεόκοπης πανδημίας, για να μιλήσει για τους ανθρώπους, οι οποίοι μέσα σ’ αυτό το ρευστό τοπίο ψάχνουν τη λύτρωση και την εξιλέωση, με όρους χριστολογικούς ενίοτε, καθώς η βαριά καθημερινότητα δεν δίνει εύκολα δρόμους διαφυγής.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Γιατί, όμως, είμαι αμήχανος; Δεν δολοφονήθηκε ο Δημήτρης Οικονόμου; Δεν ήταν εθελοντής του Εμβολίου; Δεν ήταν ένας μοναχικός σταυροφόρος της πανδημίας; Κι ας ηταν ένας μονήρης του κόσμου των λογαριασμών, κι ας είχαν οι αποφάσεις του βυθίσει στον πόνο και στην καταστροφή εκατοντάδες οικογένειες. Αυτό δεν καθιστά τη θυσία του ακόμα μεγαλύτερη;
Ένας τελώνης…
Και λοιπόν; Ποιος μου λέει ότι οι θυσίες χρειάζονται σήμερα; Ότι δεν έχει βαρεθεί το κοινό τις θυσίες; Ποιος πιστεύει στο “καλό παράδειγμα”; Κανείς, το μόλυνε κι αυτό η πανδημία, φρόντισαν οι ειδικοί κι οι φαρισαίοι να το φέρουν στα μέτρα του καθενός».