Για το πεζογράφημα του Γιώργου Χ. Θεοχάρη «Δίφορη μνήμη» (εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: Ο συγγραφέας το 1958 στην πλατεία της Δεσφίνας Φωκίδος, απαγγέλει το ποίημα «Ο βράχος και το κύμα» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. © Από το αρχείο του Γιώργου Χ. Θεοχάρη.
Της Λίλυς Εξαρχοπούλου
Ο πιτσιρικάς που σε υποδέχεται στα σκαλιά του πέτρινου σπιτιού του στο εξώφυλλο του βιβλίου χαμογελά και σε καλεί να επιλέξεις: διαβάζεις τη βιογραφία του, ένα ταξιδιωτικό στην ελληνική ύπαιθρο, την ιστορία της ορεινής Φωκίδας ή μήπως ένα, εν δυνάμει, μεταμοντέρνο μυθιστόρημα; Ίσως η απάντηση που θα δοθεί από τον κάθε αναγνώστη να είναι διαφορετική αλλά η ποιητική φλέβα του Θεοχάρη είναι παντού εμφανής και ο χώρος, η Δεσφίνα, σε προκαλεί να αντιμετωπίσεις το πόνημά του ως την ανθρωπογεωγραφία ενός ελληνικού χωριού τον περασμένο, κυρίως, αιώνα.
Ευφυώς ο συγγραφέας ξεκινά το βιβλίο με κάποιες αναφορές από ιστορικά κείμενα και εφημερίδες του 19ου αιώνα για τον τόπο του και συνεχίζει αυτοσυστηνόμενος για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία, όπως είναι σύνηθες σήμερα, για το ποιος γράφει και τι αναφέρει. Υπογραμμίζει μάλιστα ότι ακόμη και τα παιδιά της ελληνικής επαρχίας είχαν πρόσβαση στην ποίηση μέσω της επαφής τους με τα τροπάρια, τα απολυτίκια, τους ύμνους της εκκλησίας. Το επόμενο σκαλί-κεφάλαιο μας οδηγεί στον γέρο πλάτανο και την κεντρική πλατεία του χωριού, εκεί που ελάμβαναν χώρα όλα τα σημαντικά γεγονότα. Συνεχίζει δίνοντας φωνή στους γεννήτορές του που, με πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, μιλούν για τα προσωπικά τους βιώματα, τον αγώνα του αργαλειού που ανασταίνει οικογένειες, τον πόλεμο που αφήνει δυσεπούλωτα τραύματα.
«“Χάθηκε το μικρό της Αγγέλως”, φώναξε η μάνα. Πεταχτήκαμε έξω στον δρόμο… Κάποιος… “Τη βρήκα”, φώναξε. Τρέξαμε. Είδαμε την Εφούλα πνιγμένη στο καζάνι της μπουγάδας».
Το επόμενο μέρος είναι αφιερωμένο σε στιγμιότυπα, φωτογραφικά θαρρείς, της ζωής στο χωριό, γι’ αυτό και κάθε κεφάλαιο φέρει το όνομα παλαιών φωτογραφικών μηχανών (Lubitel, Exacta, Yashika κ.ά.). Αυτά τα στιγμιότυπα περιλαμβάνουν ένα δυναμικό μωσαϊκό της καθημερινότητας σε κάθε ελληνικό χωριό: αγροτικές εργασίες, βοσκοτόπια, γάμους, ξενιτειά, κτίσιμο σπιτιών, υφαντουργία, ανταλλακτικό εμπόριο, μαίες, βεντούζες, παιδικά παιχνίδια και παιδικά ατυχήματα, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, αγαπητικοί και αγαπητικές, αυτοκτονίες, αιμομιξίες, βετεράνοι ακόμη και δύο πολέμων, αντάρτες, δωσίλογοι. Τα πρόσωπα του χωριού έχουν όνομα και υπόσταση, τα γεγονότα μοιάζουν μακρινά αλλά είναι σημερινά:
«“Χάθηκε το μικρό της Αγγέλως”, φώναξε η μάνα. Πεταχτήκαμε έξω στον δρόμο… Κάποιος… “Τη βρήκα”, φώναξε. Τρέξαμε. Είδαμε την Εφούλα πνιγμένη στο καζάνι της μπουγάδας».
Συντριπτική ομοιότητα του παραπάνω αποσπάσματος με την πρόσφατη είδηση για τα παιδάκια που πέσαν σε ασβέστη στην αυλή του σπιτιού τους σε χωριό της Κρήτης. Τα αθησαύριστα ανέκδοτα του κεφαλοχωρίου και των κατοίκων του λαμβάνουν συχνά μια ποιητική διάσταση:
«Έπιναν ούζα στην άκρη στο κύμα. Ο Μπάμπης καθόταν κάθε νύχτα μονάχος στο πεζοδρόμιο του μαγαζιού κι έπινε. Σηκώθηκε μια φορά ένας και πήγε κοντά του. “Έλα, ρε Μπάμπη, στην παρέα”, του είπε. “Μην παρεμβάλλεσαι, φίλε, δίνω ρεύμα στο φεγγάρι, πρέπει να είμαι μόνος”, αποκρίθηκε».
Το ορεινό τοπίο με θέα στον Κορινθιακό μπορεί να μοιάζει ειδυλλιακό αλλά συχνά καταρρακώνεται από τους κεραυνούς που αφαιρούν ζωές συγχωριανών. Οι γυναίκες υπομένουν είτε την ανεργία των αντρών τους είτε τις αρχαϊκές πατριαρχικές νοοτροπίες (να παντρευτεί πρώτα η ασχημότερη κόρη και έως τότε να μένει έγκλειστη η ομορφότερη(!), κακό και συμφορά αν τα κορίτσια έχουν μυωπία, κ.ο.κ). Οι πόλεμοι διχάζουν, οι εξορίες τρομοκρατούν, στον εμφύλιο ο αδελφός σκοτώνει αδελφό, οι κτηματικές διαφορές, η κλοπή ζωντανών αλλά και ασήμαντες αφορμές οδηγούν σε απρόσμενους φόνους. Κι επειδή ο φωτογραφικός φακός δεν μπορεί να καταγράψει ούτε την αγριότητα ούτε –πολύ περισσότερο– την τρυφερότητα, έρχεται ο συγγραφέας να αναπληρώσει το κενό. Αυτό γίνεται με ολοζώντανες αφηγήσεις: Για την ορφανή γιαγιά Καλλιόπη που πεντάχρονη στα 1906 κάνει κάθε δουλειά που της τυχαίνει ώστε να μαζέψει χρήματα και να αγοράσει μάνα(!)· τη συγχωριανή παιδούλα Ελενίτσα, που πένεται κι έτσι προσεταιρίζεται τη χούφτα τα γεννήματα (στάρι, κριθάρι, μύγδαλα, ρεβύθια, ελιές, κουκιά, κρεμμύδια) που είχε απλωθεί Πρωτοχρονιά για καλή σοδειά· το χτίσιμο σπιτιών βοηθεία των συγχωριανών με τον αρχιμάστορα να αναγγέλλει:
«“Καλώς ήρθε το χάρισμα από τον Μήτσο Σ., ένα πακέτο πρόκες 16/21”, “Καλώς ήρθε το χάρισμα από τον Θανάση Κ., τρία τσουβάλια τσιμέντο…”. Με κάθε αναγγελία δένει ένα λευκό μαντίλι στην κορυφή της σκεπής. Μέχρι που πέφτει η νύχτα το χωριό ακούει τα χαρίσματα. Στην κορυφή της κατασκευής ανεμίζουν τα μαντίλια της καλοσύνης των συγχωριανών».
«Θυμάμαι το θύμα και τον θύτη. / Τον θύτη ως θύμα, / Και το θύμα ως θύτη, / θυμάμαι. / Τη μαύρη μοίρα / των Λαβδακιδών του χωριού μου, / θυμάμαι».
Το αρχικό, μάλλον αρκαδικό τοπίο ντύνεται το ένδυμα της ελεγείας που αποτυπώνεται εξαιρετικά στον εσωτερικό μονόλογο του συγγραφέα στο «Πατρίδος – Καταβολή και συγκατάβασις», όπου σχεδόν κάθε παράγραφος ξεκινά με το «Θυμάμαι…» και επιχειρεί να θωπεύσει μνήμες-πληγές καταλήγοντας στον ποιητικό σπαραγμό:
«Θυμάμαι το θύμα και τον θύτη. / Τον θύτη ως θύμα, / Και το θύμα ως θύτη, / θυμάμαι. / Τη μαύρη μοίρα / των Λαβδακιδών του χωριού μου, / θυμάμαι».
Για να αλαφρύνει το κλίμα παρατίθενται αποσπάσματα εφημερίδων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και ακολουθούν αυτοτελή διηγήματα για τη ζωή στη Δεσφίνα. Έπονται οι «Αυτοδίδακτοι της στέρησης», όπου ο αφηγητής αναλαμβάνει να μιλήσει προσωπικά αλλά και εξ ονόματος της γενιάς του («χρόνοι στεγνοί με καιρό στενό, ζωή στερημένη» – εξού και το πρώτο πληθυντικό του μεγαλύτερου τμήματος) και να συγκρίνει την αλλοτινή εποχή με την παρούσα, καταλήγοντας σε μια υπαρξιακή ενοχική διερώτηση. Ακολουθεί λεπτομερής καταγραφή των ναών και ναΐσκων της περιοχής και το ξάφνισμα στο κεφάλαιο «Ο περιορισμός του ζωτικού μας χώρου» που συνοψίζει την, εν πολλοίς, ματαιότητα του ανθρώπινου βίου. Οι παλαιές φωτογραφίες, πορτρέτα τούτη φορά, επανέρχονται για να αποδοθεί φόρος τιμής στους προπάτορες και να αγκαλιάσουν στοργικά τον μικρό Γιώργο που έγινε ποιητής «Άλλωστε η ποίηση –σκέφτομαι– / αδυνατεί να μεταφράσει τη δυστυχία της μνήμης». Η τελευταία αφήγηση κλείνει το βιβλίο εξίσου λυρικά: «Σ’ εκείνες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες θα υπάρξουμε. / Ίσως γιατί τα κατσαρά δοντάκια τους στο περιθώριο / έχουν τη δύναμη να ροκανίζουν τη φθορά».
Ο ποιητής-πεζογράφος Γιώργος Θεοχάρης, εν μέρει αυτοβιογραφούμενος, εφευρίσκει τρόπους να σε ελκύει κάθε τόσο εκ νέου στον ανοίκειο, ίσως για κάποιους, χώρο του χωριού, σε κατατοπίζει για τα ήθη και τα πάθη της ελληνικής επαρχίας, σε συνεπαίρνει με τις μικρές ιστορίες που, κουβάρι το κουβάρι, συνθέτουν τη μεγάλη. Ένα κολάζ με επίκεντρο τη Δεσφίνα Φωκίδας αλλά και μια αποτύπωση χαρακτήρων που συναπαρτίζουν την ανθρώπινη τοπογραφία με άκρως αυθεντική και ποιητική ματιά.
* Η ΛΙΛΥ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο η ποιητική συλλογή «Λαθραία οργή» (εκδ. Μελάνι).