Για τη μυθιστορηματική βιογραφία της Αργυρώς Μαντόγλου «Τρικυμίες παθών – Τα νεανικά χρόνια του Κοραή στο Άμστερνταμ» (εκδ. Κλειδάριθμος).
Της Λεύκης Σαραντινού
Τις Τρικυμίες παθών στην καρδιά του νεαρού Αδαμάντιου Κοραή αναλαμβάνει να αφηγηθεί η Αργυρώ Μαντόγλου, με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο στο νέο της μυθιστόρημα, εστιάζοντας σε μια άγνωστη περίοδο του βίου του διάσημου λογίου, τα χρόνια του στο Άμστερνταμ, από το 1772 μέχρι και το 1774. Όπως και η ίδια μας εξηγεί στον επίλογο του βιβλίου της, όλοι μας έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε τον Κοραή ως έναν σοφό λόγιο με άσπρα μαλλιά, εξολοκλήρου ταγμένο στο πνεύμα του διαφωτισμού στο Παρίσι και στην αποστολή του να βοηθήσει το υπόδουλο Γένος, δημοσιεύοντας τα έργα του, τέτοια όπως την περίφημη Αδελφική Διδασκαλία. Κι όμως, ο τρανός αυτός λόγιος υπήρξε κάποτε ένας μποέμ νέος με μια πολύπλευρη και ιδιαίτερη προσωπικότητα, που φλέρταρε επίμονα τόσο με τον έρωτα στο πρόσωπο γοητευτικών νεαρών κοριτσιών, όσο και με την ίδια την ιδέα της ελευθερίας.
Τα τρία χρόνια που ο Κοραής έζησε το Άμστερνταμ
Αυτήν ακριβώς την παραμελημένη πτυχή της προσωπικότητάς του θέλει να αναδείξει μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο η συγγραφέας. Γι' αυτό και εξάλλου η «μυθιστορηματική βιογραφία» της, όπως την αποκαλεί, δεν αφορά ολόκληρο τον βίο του Κοραή, αλλά μονάχα τα τρία αυτά έτη της ζωής του, κατά τα οποία έζησε στο Άμστερνταμ. Δεν επιχειρεί όμως μονάχα να ρίξει φως σε αυτή την άγνωστη περίοδο της ζωής του Κοραή, αλλά και να φωτίσει και να κατανοήσει τον ψυχισμό του, να αναλύσει τις σκέψεις του και να περιγράψει διεξοδικά τα συναισθήματά του.
Η Αργυρώ Μαντόγλου αξιοποίησε τις πολυάριθμες επιστολές που ο δυσαρεστημένος Σταμάτης απηύθυνε στον πατέρα του Κοραή από την ολλανδική πρωτεύουσα, όσο και τις επιστολές και τα γραπτά του ίδιου του Κοραή, σε συνδυασμό με δευτερογενείς πηγές που έχουν γραφτεί για τον Δάσκαλο του Γένους και την εποχή του.
Ο εικοσιτριάχρονος Κοραής ένιωθε να ασφυκτιά στην υπό τουρκική κατοχή Σμύρνη. Η μετοικεσία του στην ολλανδική πρωτεύουσα, όπου και προτίθεται να αναλάβει τη διεύθυνση ενός εμπορικού συνεταιρισμού στην επιχείρηση του πατέρα του, γίνεται δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό, αφού ο Κοραής, ως μέγας θιασώτης των βιβλίων, της ευρωπαϊκής σκέψης και του πνεύματος του διαφωτισμού, λαχταρά να εντρυφήσει στα γράμματα στο πλευρό του καλβινιστή λογίου Αδριανού Βύρτου, παράλληλα με τις εμπορικές υποχρεώσεις που του ανατίθενται. Τότε βέβαια, δεν μπορούσε να προβλέψει πως οι δύο αυτοί αντιφατικοί στόχοι θα αποδεικνύονταν τελικά ασυμβίβαστοι και ότι το «λόγιο» πνεύμα του θα επικρατούσε πανηγυρικά έναντι του «εμπορικού».
Η Ελλάδα του ρουσφετιού και η Ευρώπη του Διαφωτισμού
Έτερη τροχοπέδη στη ζωή του εκεί θα αποδειχτεί η παρουσία του υποτακτικού του, Σταμάτη Πέτρου, ενός «αγύρτη και σαρδανάπαλου» βοηθού –σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς του ίδιου του Κοραή–, ο οποίος με τη μικροαστική και ρουσφετολογική νοοτροπία του, θα δημιουργεί διαρκώς προβλήματα στον κύρη του αντί να τον βοηθήσει. Η διαρκής αυτή κόντρα μεταξύ του Αδαμάντιου και του Σταμάτη θέλει να υποδηλώσει τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες νοοτροπίες των Ελλήνων, δύο νοοτροπίες οι οποίες θα φανούν σε όλη τους την έκταση ολοκάθαρα προσεχώς στην Ιστορία, τόσο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάσταση, όσο και κατά την πρώτη περίοδο ζωής του νεοελληνικού κράτους. Από τη μια, επομένως, είναι η Ελλάδα του ρουσφετιού και των ιδιοτελών συμφερόντων, η οποία αντικαθρεφτίζεται στο πρόσωπο του Σταμάτη, και από την άλλη η κοσμοπολίτικη νοοτροπία του Διαφωτισμού και της Ευρώπης, την οποία φέρει ο Κοραής.
Η Αργυρώ Μαντόγλου αξιοποίησε τις πολυάριθμες επιστολές που ο δυσαρεστημένος Σταμάτης απηύθυνε στον πατέρα του Κοραή από την ολλανδική πρωτεύουσα, όσο και τις επιστολές και τα γραπτά του ίδιου του Κοραή, σε συνδυασμό με δευτερογενείς πηγές που έχουν γραφτεί για τον Δάσκαλο του Γένους και την εποχή του.
Η γραφή –σε τριτοπρόσωπη αφήγηση– της Μαντόγλου είναι μεστή και ζεστή. Συχνά δε, διακατέχεται από περιγραφική και ποιητική διάθεση. Ενίοτε διακόπτεται από πρωτοπρόσωπες διαφωτιστικές εξομολογήσεις του ίδιου του Κοραή, οι οποίες αποκαλύπτουν πολλά για τον ψυχισμό του, όπως τον αναπλάθει η συγγραφέας καθώς ισορροπεί στο τεντωμένο σχοινί που ενώνει την Ιστορία με τη Λογοτεχνία.
Ο νεαρός μποέμ δίνει τη θέση του στον σοφό λόγιο
Ο «Διαμαντής» παρουσιάζεται ως ένας ευαίσθητος και ονειροπόλος νέος που θέλει να βοηθήσει τους συνανθρώπους του, αλλά και να κατακτήσει τον κόσμο της γνώσης και της λογιοσύνης. Εύκολα ενθουσιάζεται, αλλά και απογοητεύεται. Η ήρεμη ιδιοσυγκρασία του και ο πόθος του για σπουδές, δεν θα αποκλείσει τον έρωτα από τη ζωή του· θα τον βρει στο πρόσωπο της Μαρί. Ό,τι αρχίζει όμορφα, όμως, συνήθως τελειώνει με πόνο μιας και τίποτε δεν διαρκεί για πάντα. Το βιβλίο, λοιπόν, τελειώνει με τον θάνατο του «νέου μποέμ Κοραή» και το τέλος της παραμονής του στη «Βενετία του Βορρά», καθώς και με την ανάδυση του σοφού λογίου στον οποίο πρόκειται να μεταμορφωθεί λίαν συντόμως ο Κοραής.
Να σημειώσουμε, κλείνοντας, ότι στο μυθιστόρημα της Αργυρώς Μαντόγλου, σκιαγραφείται μοναδικά το Άμστερνταμ στο τέλος του 18ου αιώνα. Πρόκειται για μία εν πολλοίς παραμελημένη περίοδο της ολλανδικής πρωτεύουσας, η οποία είχε γνωρίσει τη μέγιστη ακμή της κατά τον 17ο αιώνα. Η όπερα, το χρηματιστήριο, τα βρόμικα κανάλια της, οι δαιμόνιοι έμποροι, οι παρηκμασμένοι ευγενείς, οι φιλόδοξοι αστοί, οι λόγιοι και οι ζωγράφοι, συνθέτουν το πολύχρωμο πορτρέτο του Άμστερνταμ. Οι Τρικυμίες παθών είναι ένα μυθιστόρημα ξεχωριστό τόσο για το πρωτότυπο θέμα του όσο και εξαιτίας της άρτιας λογοτεχνικής γραφής της Αργυρώς Μαντόγλου.
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Μύθοι που έγιναν ιστορία» (εκδ. Ενάλιος).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Θωμαΐς δεν ξεχνούσε τις φορές που είχε ξεσπάσει οργισμένος με την ανεξήγητη δειλία του γιου τους, ετούτος δεν ήταν φτιαγμένος από τη δική του στόφα, ούτε των άλλων αρσενικών της οικογένειας. Μόνο στα γράμματα είχε τον νου του, στα γράμματα και τις γλώσσες –γαλλικά, αραβικά, ακόμα και εβραϊκά ζήτησε να μάθει και μελετούσε νυχθημερόν–, «Ας πάει να ψηθεί στην αγορά», της φώναξε, όταν μιαν άλλη εσπέρα είχε αποτολμήσει κάτι να του πει για να τον μεταπείσει, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, εκείνος είχε βγει αλαφιασμένος από την κάμαρα, κλείνοντας πίσω του με βρόντο την πόρτα».