Για το μυθιστόρημα της Μαρίας Κουγιουμτζή «Νύχτες πυρετού» (εκδ. Καστανιώτη). Στην εικόνα, λεπτομέρεια από πίνακα του Egon Schiele [γκουάς, ακουαρέλα και μολύβι σε χαρτί, 1913, © Ιδιωτική συλλογή].
Της Χλόης Κουτσουμπέλη
Η Ε.Β. είναι μια γυναίκα που ζει με απώλεια συνείδησης και παραλυσία επί εννέα χρόνια σε μια κλινική ανιάτων. Όλο αυτό το διάστημα την επισκέπτεται ο Γεδεών, ο πρώην εραστής της μητέρας της, που μετά τον θάνατό της έγινε γι’ αυτήν προστάτης και πρότυπο ιδανικού εραστή, και μια νοσοκόμα που την περιποιείται και τη βγάζει βόλτα μαζί με τον αρραβωνιαστικό της. Το σώμα της γυναίκας έχει μια μνήμη ηδονική, ερεθίζεται, ποθεί, λαχταρά. Η γυναίκα ζει μια μυστική ζωή, εγκιβωτισμένη μέσα στην πραγματική, γεμάτη από εικόνες, σπαράγματα, αναμνήσεις, ψευδαισθήσεις, παρορμήσεις, διακατέχεται από μια ενστικτώδη ανάγκη να αγγίξει το ανέφικτο και το ανεκπλήρωτο. Από αυτή την περίεργη κατάσταση κωματώδη λήθαργου συνέρχεται την τελευταία μέρα της ζωής της, μόνο και μόνο για να πεθάνει. Όλο το μυθιστόρημα είναι η αντανάκλαση της ζωής της γυναίκας αυτής μέσα σε ένα ρευστό, θολό, παραμορφωτικό καθρέφτη, όπου το όνειρο και η πραγματικότητα συγχέονται συνέχεια μέσα σε έναν ασυνείδητο περίκλειστο κόσμο που εκτυλίσσεται όλος υπόγεια. Η γυναίκα θαρρείς και μπαίνει σε διαφορετικά κορμιά και ζει μέσα από αυτά πρωτόφαντες και συναρπαστικές εμπειρίες, έτσι ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός των ιερών μυστηρίων και της ερωτικής ζωής πολλών ανθρώπων.
Ο αναγνώστης βυθίζεται σε μια νέκυια, σε έναν κόσμο σκιών και οραμάτων όπου κυριαρχεί η ηδονή, το σώμα είναι ένα τυφλό ζώο που απαιτεί, θέλει και λαχταρά να ζήσει έξω από συμβατικούς κανόνες και ηθικούς περιορισμούς. Η γλώσσα της Κουγιουμτζή, τόσο ζωντανή και γλαφυρή, γλώσσα σωματοποιημένη και ερωτική, «γλείφει» όλα τα φωνήεντα και τα σύμφωνα των λέξεων και τα ερεθίζει, μικρά στόματα ανοιγοκλείνουν τα γράμματα. Είναι μια γλώσσα παγίδα, μια γλώσσα γεμάτη κρυψώνες και καταπακτές, ο αναγνώστης βυθίζεται συνέχεια πολλαπλά σε πιο βαθιά στρώματα για να ανακαλύψει τελικά τις δικές του κρυφές επιθυμίες, τους δικούς του ανομολόγητους πόθους, τον δικό του κρυμμένο εαυτό. Το μυθιστόρημα εξελίσσεται στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, σε κάθε χώρα και πόλη στον κόσμο, αφού στην ουσία εξελίσσεται όλο πίσω και κάτω από την πραγματικότητα, σε μήκη και βάθη άλλων παραλλήλων. Οι συντεταγμένες του παραπέμπουν στο αχανές πεδίο της ποίησης.
Ο αναγνώστης βυθίζεται σε μια νέκυια, σε έναν κόσμο σκιών και οραμάτων όπου κυριαρχεί η ηδονή, το σώμα είναι ένα τυφλό ζώο που απαιτεί, θέλει και λαχταρά να ζήσει έξω από συμβατικούς κανόνες και ηθικούς περιορισμούς.
Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα για τη μη ζωή, ή για μια πιο πλατιά διευρυμένη ζωή γεμάτη πάθος και φαντασία, για μια μυθιστορηματική ζωή. Οι φράσεις είναι σύντομες, μικρές και ουσιαστικές και εξόχως ποιητικές. Το καλό και το κακό εναλλάσσονται συνεχώς. Ένας άνθρωπος που έχει μέσα του το κακό, μας λέει η συγγραφέας, είναι γεννημένος να διαπράττει εγκλήματα, σε όσες ζωές και αν μετενσαρκωθεί. Παράδειγμα ο Ηρακλής, ο άσπονδος φίλος της Συλβί, το θύμα που γίνεται θύτης εξαιτίας της μητέρας του.
«Αν προσπαθήσεις να καθηλώσεις οτιδήποτε σε ένα μυθιστόρημα» γράφει ο D.H. Lawrence «ή το σκοτώνεις, ή το μυθιστόρημα το βάζει στα πόδια – μαζί με το καρφί! Είναι το τέλειο μέσο που μας αποκαλύπτει το μεταβαλλόμενο ουράνιο τόξο των ζωντανών μας σχέσεων. Το μυθιστόρημα μπορεί να μας βοηθήσει να ζήσουμε όσο τίποτε άλλο: όσο καμιά διδακτική Γραφή, εν πάση περιπτώσει. Yπό τον όρον ότι ο μυθιστοριογράφος κρατάει το δάχτυλό του μακριά από το δίσκο της ζυγαριάς». Γι’ αυτό στο μυθιστόρημα αυτό όλα είναι ρευστά, διαχέονται, μετατρέπονται σε άυλη μορφή, σε ενέργεια, σε ζωή. Παραθέτω ένα απόσπασμα:
«“Τώρα άκου, αύριο μεθαύριο ο καλός μας πρωταγωνιστής θα δολοφονηθεί. Ναι, ναι... μη ρωτάς πώς το ξέρω...” “Θα τον σκοτώσεις εσύ;” ρώτησε με φανερή απόλαυση ο άλλος. “Τι ανόητος! Φυσικά... ποιος άλλος; Άρχισες πάλι τις βλακείες, δεν ξέρω ακόμα πώς, ξέρω όμως τον εχθρό του. Θα βάλω αυτό το μούτρο να τον σκοτώσει μ’ έναν τρόπο που δεν θα μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς. Το βλέπω μέσα στις ακούσιες λάμψεις της κακίας, που στέλνουν οι ματιές του. Ο καημένος ο πρωταγωνιστής δεν έχει ιδέα, είναι ένα αρνί που κοιμάται πλάι στο λύκο”. “Κατάλαβα”, είπε ο μικρόσωμος, η φωνή του τώρα ακούστηκε ιδιαίτερα ψιλή, “μιλάς για το θεατρικό μυθιστόρημα που γράφεις”. “Φυσικά. Μιλώ για το μυθιστόρημα που γράφει η ζωή…”».
Η συγγραφέας δεν κρίνει, δεν κουνά το δάχτυλο, δεν αποφαίνεται για το πιο είναι το σωστό ηθικά, πιστεύει ότι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι από φως και σκοτάδι, αλλά το σκοτάδι τους είναι αυτό που θέλει να εξερευνήσει. Όπως και στα διηγήματά της έτσι και σ’ αυτό το μυθιστόρημα βουτάει μέσα στον σκοτεινό, ανομολόγητο κόσμο της ηδονής και του πόνου και τον εξερευνά με θάρρος και με μια μοναδική ικανότητα. Θαρρεί κανείς ότι η γραφή της είναι ειδικά προσαρμοσμένη για να διεισδύει μέσα στο τούνελ της ανθρώπινης ψυχής, έχει βράγχια και μπορεί να αναπνέει ακόμα και εκεί που το οξυγόνο λιγοστεύει, είναι φωτεινή και τρυπάει το σκοτάδι.
Όπως και στα διηγήματά της έτσι και σ’ αυτό το μυθιστόρημα βουτάει μέσα στον σκοτεινό, ανομολόγητο κόσμο της ηδονής και του πόνου και τον εξερευνά με θάρρος και με μια μοναδική ικανότητα.
Για τη συγγραφέα ο έρωτας είναι μια φυσική, πρωταρχική δύναμη. Γράφει στη σελίδα 228:
«Ο Έρωτας ο μόνος ικανός να δημιουργεί; Ο μοναδικός δημιουργός; Η δικαιοσύνη, το ήθος, η αγάπη ήταν ενοχλητικά, άχρηστα, επικίνδυνα μικρόβια γι’ αυτόν. Καταβρόχθιζε με γοητευτική ορμή τους ηθικούς κανόνες, σαν να ήταν ο ιός που έπρεπε να εξαφανίσει.
Ο Έρωτας ήταν το άδειο που ενσαρκωνόταν;
Ο Γεδεών, ο Μαρκίς, η Συλβί δεν ήταν παρά ερωτικές μεταμορφώσεις δικές του; Παρουσίες που εκπορεύονταν από το πονηρό, εκπάγλου ομορφιάς πρόσωπό του; Μια ομορφιά που δεν είχε σχέση με καμιά τιμιότητα, με κανένα αγαθό, παρά μονάχα την απόλαυση με στόχο την εμφάνιση της ύπαρξης; Ήτανε στ’ αλήθεια λίγο αυτό; Δεν ήταν πιο μεγαλειώδες από κάθε ηθικό κανόνα; Από κάθε ήμερο και ακίνητο παράδεισο; Ένα μωρό που λάμπει από την άγνοια της ύπαρξής του;»
Η Κουγιουμτζή δεν προσπαθεί να οριοθετήσει και να κατευθύνει τη γραφή της, την αφήνει να ξετυλίγεται σαν καυτή λάβα, να απλώνεται στο χαρτί και να παίρνει μορφή μέσα σε μια ονειρική ατμόσφαιρα όπου όλα μεταμορφώνονται και μεταλλάσσονται αέναα, όπου η φιλοσοφία γίνεται ποίηση και η ποίηση φιλοσοφία. Δεν υπάρχει τίποτε στατικό, τίποτε συμπαγές. Στο μυθιστόρημα αυτό ο αναγνώστης πρέπει να παραδοθεί γυμνός και ευάλωτος όπως μέσα στο ρεύμα ενός ποταμού, με κλειστά τα μάτια να αφεθεί για να αισθανθεί όλες τις δονήσεις μιας αριστοτεχνικής γραφής.
Η Μαρία Κουγιουμτζή γεννήθηκε (το 1945) και ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων Άγριο βελούδο (2008, βραβεία διηγήματος του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, και του περιοδικού Διαβάζω), Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου; (2011), Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα (2016, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος) και το μυθιστόρημα Κι αν δεν ξημερώσει; (2013). Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. |
Ένα ασυνήθιστο, γοητευτικό, ερωτικό, μαγικό μυθιστόρημα που δεν εντάσσεται εύκολα σε κάποιο είδος γραφής, ένα μυθιστόρημα με ασυνήθιστους και πολύ ζωντανούς χαρακτήρες που τα χέρια τους αγγίζουν τους αναγνώστες, αφού η αφή είναι η κυρίαρχη του αίσθηση. Γράφει στη σελίδα 528:
«Κι όμως οι άνθρωποι είναι αόρατοι μεταξύ τους. Δεν βλέπουν ο ένας τον άλλο, παρά μονάχα μαριονέτες, καρτούν. Αν μπορείς να δεις όχι το ομοίωμα, αλλά τον άνθρωπο, θα απλώσεις χέρι μόνο για να τον χαϊδέψεις. Είναι τόσο δύσκολη η ζωή από μόνη της, δεν χρειάζεται κι εμάς να την αποτελειώσουμε.
Πόσο χώμα κουβαλάμε για να θάψουμε ο ένας τον άλλο!»
Η Συλβί, που θα μπορούσε να είναι το alter ego ή αλλιώς το avatar της Ε.Β., είναι μια γυναίκα παθιασμένη που επιθυμεί να γευτεί όλη τη ζωή ως τα ακροδάχτυλα της έκστασης και του πόνου.
«Βρίσκεται μέσα σε ένα τεράστιο ρόδινο κοχύλι, ευτυχισμένα αιχμάλωτη, μεταμορφωμένη σε μαργαριτάρι ηδονής».
Στο τέλος του βιβλίου όλοι οι χαρακτήρες συγχωνεύονται, υπάρχει μια διασάλευση των ορίων και των ταυτοτήτων, η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ θα πει ο Φλωμπέρ. Η Ε.Γ., η Συλβί, ο φωτογράφος, ο Γεδεών, όλα τα πρόσωπα που παρελαύνουν μέσα στο μυθιστόρημα, αλλά και όλοι οι άγνωστοι άνθρωποι όπως γράφει η Κουγιουμτζή:
«Όλο το πλήθος του κόσμου που έρχεται και φεύγει αέναα, μέσα στη δίνη των πλανητών, των γαλαξιών, στα σύμπαντα που δημιουργούνται και καταστρέφονται διαρκώς».
Όλα γίνονται ο Κανείς, ο πρώτος άνθρωπος, ο τελευταίος άνθρωπος, η Ψυχή.
Ένα μυθιστόρημα ταξίδι στο κέντρο της ψυχής, μια ανίχνευση, μια εξερεύνηση, μια στοχαστική φιλοσοφική και ποιητικότατη περιπλάνηση στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως λέει και η ίδια η συγγραφέας:
«Όμως, ίσως όλοι ζούμε σ’ έναν λαβύρινθο, έναν λαβύρινθο εικασίας και οι δρόμοι μέσα σ’ αυτόν διασταυρώνονται, αποκλίνουν αλλά στην ουσία παρά την πλαστογραφία τους καταλήγουν στον εφιάλτη του πραγματικού κόσμου. Ένας Μινώταυρος περιμένει να μας κατασπαράξει. Σκέφτομαι πως οι γνώσεις, οι επιστήμες, οι ιδέες, αυτά που λέμε αξίες, στέκονται ακίνητες κι εμείς αυθαίρετοι σέρβερ τις παραποιούμε, τις τραβάμε από δω και από κει, σύμφωνα με μια άγνωστης προέλευσης οικειότητα ή τάση σε κάποια από αυτές».
* Η ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ είναι πεζογράφος και ποιήτρια. Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ» (εκδ. Πόλις).
Νύχτες πυρετού
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2020
Σελ. 546, τιμή εκδότη €20,00