Για το αφήγημα του Χάρη Βλαβιανού «Τώρα θα μιλήσω εγώ» (εκδ. Πατάκη).
Της Νίκης Κώτσιου
Το οικογενειακό τραύμα και οι παραφυάδες του συνεχίζουν να αρδεύουν το πολύπτυχο έργο του ποιητή Χάρη Βλαβιανού (1957) που με τον αποσπασματικό δραματικό μονόλογο Τώρα θα μιλήσω εγώ (εκδ. Πατάκη) δίνει φωνή στη νεκρή αδελφή του Μαρίνα. Η Μαρίνα μιλά σε πρώτο πρόσωπο και παρουσιάζει ένα σύντομο πανόραμα της ταλαιπωρημένης ζωής της επιμένοντας στην καθοριστική σχέση της με τη μητέρα και αναδεικνύοντας τα στοιχεία που την έστρεψαν στον εθισμό και την εξάρτηση. Μιλά με συνταρακτική αμεσότητα και ειλικρίνεια και δε διστάζει να κατηγορήσει ευθέως τη μητέρα της αποδίδοντάς της βαριές ευθύνες. Ο λόγος της είναι ακραία λιτός κι ανεπιτήδευτος, απαλλαγμένος από κάθε είδους άσκοπο βάρος, άλλωστε κάθε προσπάθεια επιτηδευμένης καλλιλογίας θα υπονόμευε αμετάκλητα το εγχείρημα στερώντας του δύναμη, ένταση και πειστικότητα.
Ο εθισμός της Μαρίνας και οι αυτοκαταστροφικές επιλογές της, προκύπτουν σαν το αναπόφευκτο και αναμενόμενο αποτέλεσμα μιας ζωής ολοκληρωτικά στερημένης από αγάπη...
Η Μαρίνα φέρει ένα τραύμα βαθύ και ανεπούλωτο και κουβαλά το σταυρό της μέχρι το τέλος. Υφίσταται το μαρτύριό της μόνη και δεν μπορεί να υπολογίζει σε βοήθεια προερχόμενη από την οικογένεια. Αναζητά τη θαλπωρή μίας εστίας αλλά δεν βρίσκει παρά μόνο θλιβερά υποκατάστατα. Αποκομμένη κι αποξενωμένη, τριγυρίζει σε κοινότητες απεξάρτησης και δεν παύει να υποτροπιάζει και να ξανακυλά διαγράφοντας κύκλους που δεν οδηγούν πουθενά. Ο εθισμός της Μαρίνας και οι αυτοκαταστροφικές επιλογές της, προκύπτουν σαν το αναπόφευκτο και αναμενόμενο αποτέλεσμα μιας ζωής ολοκληρωτικά στερημένης από αγάπη, μιας ζωής με απόντα πατέρα και σκανδαλωδώς αδιάφορη, διόλου υποστηρικτική μητέρα.
Η μητέρα είναι το πρώτο αντικείμενο αγάπης, ο πρώτος «σημαντικός άλλος». Η σχέση μαζί της προδιαγράφει εν πολλοίς τη μετέπειτα πορεία μας και τον τρόπο που θα δομηθεί ο ψυχισμός μας. Η Μαρίνα είναι κατηγορηματική στις σκληρές αποφάνσεις της και επιρρίπτει την ευθύνη για την κατεστραμμένη της ζωή ολοκληρωτικά στη μητέρα. Στη συμπεριφορά της μητέρας τοποθετεί την απαρχή και την αιτία του τραύματος, πάνω στη μητέρα βλέπει το «τέρας» που την οδήγησε στον όλεθρο. Η τοξική αυτή μητέρα, που διαθέτει μια προσωπικότητα με έντονα ναρκισσιστικά στοιχεία, αρνείται να αναλάβει την ευθύνη που συνεπάγεται το να είσαι γονιός, ζει απερίσκεπτα και επιπόλαια, χωρίς να υπολογίζει το τίμημα και τις συνέπειες. Χειριστική, αλαζονική, χωρίς έγνοια και ενσυναίσθηση, η μητέρα της Μαρίνας στέκεται εμπόδιο στην προσπάθεια της κόρης της να κατακτήσει αίσθημα στοιχειώδους προσωπικής αξίας κι εμπιστοσύνης στον εαυτό της.
Επιβαρυμένη με οδυνηρά αισθήματα ανεπάρκειας, αναξιότητας και ντροπής, η Μαρίνα εισπράττει άρνηση και απόρριψη με σκαιό τρόπο, και μάλιστα όταν, περισσότερο απ ο,τιδήποτε άλλο, έχει ανάγκη την αποδοχή. Η μητέρα βλέπει πάνω στην τοξικομανή κόρη την πιο απτή απόδειξη μιας τραγικής αποτυχίας και προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τις επαφές μαζί της. Στα μάτια της, η Μαρίνα είναι μίασμα και απόβλητη, δεν δικαιούται συμπόνια και περίθαλψη γιατί αμαυρώνει την εικόνα της οικογένειας με τρόπο απρεπή και άκομψο. Επιπλέον, κηλιδώνει την υπόληψη της μητέρας, που θέλει να απολαμβάνει γόητρο και κύρος στην καλή κοινωνία.
O Χάρης Βλαβιανός γεννήθηκε στη Ρώµη το 1957. Έχει εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές και τέσσερις συλλογές δοκιµίων. Το 2015 εξέδωσε το πρώτο του µυθιστόρηµα µε τίτλο Το αίµα νερό. Ακολούθησε το 2016 το Κρυφό ηµερολόγιο του Χίτλερ. Φυλακές Λάντσμπεργκ, Νοέμβριος 1923-Δεκέμβριος 1924 (εισαγωγή Κ. Κωστής) και το 2020 το Τώρα θα μιλήσω εγώ. Διδάσκει ιστορία και πολιτική θεωρία στο Αµερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος. |
Η Μαρίνα αφήνεται να παλέψει μόνη με τους δαίμονές της, σε έναν άνισο αγώνα, που μόνο σε ήττα οδηγεί. Το αίσθημα κενού και ματαιότητας από την έλλειψη και την ισόβια στέρηση αγάπης, η Μαρίνα το γεμίζει με ηρωίνη. Μέσ΄ από το «χάσιμο» και το «βύθισμα» στην ουσία, η Μαρίνα απαλλάσσεται πρόσκαιρα από τον πόνο και το ζόφο, που είναι η μόνιμη πραγματικότητα της ζωής της. Μιας ζωής χωρίς αγάπη, χωρίς μέλλον και χωρίς προοπτική. Στη σχέση με το άλλο φύλο, η Μαρίνα, που νιώθει ανάξια να αγαπηθεί, αναπαράγει το μοτίβο της αποτυχίας και ματαίωσης που έχει «διδαχθεί» από την καταστροφική αλληλεπίδραση με τη μητέρα. Παγιδευμένη σ’ έναν ιστό διάψευσης και θλίψης, επαναλαμβάνει το μόνο σενάριο που γνωρίζει καλά, φλερτάροντας αδιάκοπα με το θάνατο. Καταδικασμένη να ζει εκτός αγάπης, η Μαρίνα βλέπει το μίσος της για τη μητέρα να μετατρέπεται τελικά σε μίσος για τον ίδιο τον εαυτό της.
Στο μονόλογο της Μαρίνας υπάρχει μια σημαίνουσα ανάμνηση, φαινομενικά απλή, που όμως περιέχει ένα αποκαλυπτικό πλέγμα σημασιών. Πρόκειται για την ανάκληση μιας καλοκαιρινής εκδρομής στις Σπέτσες με τον μεγαλύτερο αδελφό της, όταν η Μαρίνα ήταν έντεκα ή δώδεκα ετών. Τα δυο παιδιά περιηγούνται με μηχανάκι το νησί και πάνε να κολυμπήσουν μαζί σ’ έναν ήσυχο κολπίσκο. Αυτό το ευφρόσυνο κολύμπι σηματοδοτεί για τη Μαρίνα μια ανεξάλειπτη στιγμή μακαριότητας και ευτυχίας. Το όνομά της Μαρίνας περιέχει μέσα του τη θάλασσα (mare) και μέσα σ' αυτή τη θάλασσα βρίσκει την ευτυχία. Η «θάλασσα» αυτή είναι το αμνιακό υγρό που την περιβάλλει και την περικλείει ηδονικά τυλίγοντάς την σε ένα ωκεάνιο αίσθημα μακαριότητας. Η θάλασσα είναι η αρχέγονη μητέρα, που η Μαρίνα ξαναβρίσκει στο κολύμπι με τον αδελφό της. Τα δυο αδέλφια περιέχονται μαζί σε μια ζεστή, υδάτινη μήτρα που τους παρέχει γενναιόδωρα τον εναγκαλισμό, που η φειδωλή σ’ αισθήματα μητέρα τούς στερεί.
Το αφήγημα Τώρα θα μιλήσω εγώ, που δίνει φωνή στη νεκρή αδελφή, έρχεται να συμπληρώσει το συγκλονιστικό Αίμα Νερό (εκδ. Πατάκη, 2014), που σκιαγραφούσε την τραυματική σχέση του συγγραφέα με τους νεκρούς πια γονείς του. Αμφότερα τα αφηγήματα, καθένα με τον δικό του τρόπο, αποτελούν μέρη ενός άτυπου οικογενειακού μυθιστορήματος, μέσ’ από το οποίο επιχειρείται η συμφιλίωση με τους οικείους μέσ’ από τη συμβολική χειρονομία της γραφής. Μέσα στο κείμενο συγκροτείται εκ νέου η διαλυμένη πλέον οικογένεια και δημιουργείται μια ασφαλής περιοχή όπου όλοι χωρούν και ίσως συγχωρούνται επιτυγχάνοντας την καταλλαγή και επιτέλους τη γαλήνη.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.
→ Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν Φθινοπωρινή σονάτα, με τη Λιβ Ούλμαν και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν (1978), μια σκληρή εκδοχή της αβυσσαλέας σχέσης μάνας και κόρης.
Τώρα θα μιλήσω εγώ
ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ
ΠΑΤΑΚΗΣ 2020
Σελ. 72, τιμή εκδότη €6.90