
Δίνοντας φωνή και παρηγόρια στους παρίες - Για το βραβευμένο μυθιστόρημα του Νίκου Χρυσού «Καινούργια μέρα» (εκδ. Καστανιώτη).
Τουυ Νικόλα Ευαντινού
Φωτογραφία © Jean Gaumy/Magnum Photos
Ο Walter Benjamin αναλύοντας τη φύση και τη λειτουργία του μυθιστορήματος, σε σχέση με την ίδια την πράξη της αφήγησης –ως προφορική λειτουργία–, αναφέρει: «εκείνο που διακρίνει το μυθιστόρημα από τις άλλες μορφές πρόζας –το παραμύθι, τον θρύλο, ακόμα και την ίδια τη νουβέλα– είναι ότι αυτό ούτε προέρχεται από την προφορική παράδοση, ούτε ενσωματώνεται σε αυτήν. Κυρίως όμως διακρίνεται από την αφήγηση. Ο αφηγητής παίρνει αυτό που διηγείται από την εμπειρία είτε τη δική του, είτε των άλλων που του την αφηγήθηκαν και ύστερα την κάνει πάλι εμπειρία εκείνων που ακούνε την ιστορία του. Ο μυθιστοριογράφος έχει απομονωθεί. […] το να γράφεις ένα μυθιστόρημα σημαίνει να εξωθείς στα άκρα το ασύμμετρο στην απεικόνιση της ανθρώπινης ζωής»1.
Η αφήγηση λοιπόν, με την επική της διάσταση, το εμπειρικό και παραδειγματικό απόσταγμα σοφίας που κουβαλά, το μαγικό της προφορικότητάς της, και την πλαστικότητα στην ανατροφοδότησή της από στόμα σε στόμα, πεθαίνει στα χρόνια της νεωτερικότητας. Στην θέση της εγκαθιδρύεται το μυθιστόρημα, το οποίο, αρχαίο μεν, νοηματοδοτείται ως είδος με την ανάπτυξη της τυπογραφίας, του έντυπου βιβλίου, την άνοδο της αστικής τάξης και την εκβιομηχάνιση της παραγωγής.
Με αυτά τα δεδομένα, η Καινούργια Μέρα του Χρυσού θα μπορούσα να υποστηρίξω πως αποτελεί μια μυθιστορηματοποιημένη μαθητεία πάνω στην έννοια της αφήγησης. Η πρωτοπορία, η καινοτομία και το εμπνευσμένο του συγκεκριμένου έργου, αποτέλεσμα μελέτης και εργασίας χρόνων, έγκειται ακριβώς σε αυτό. Η Καινούργια Μέρα δεν ανήκει σε εκείνα τα μυθιστορήματα που κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να εγκολπώσουν ή και να μιμηθούν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της προφορικής αφήγησης, επιχειρώντας να διασώσουν την αμεσότητα, και τις υψηλές θερμοκρασίες που έχει αυτή η τέχνη – παράδειγμα, η Ιστορία ενός Αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα. Η Καινούργια μέρα δεν φτάνει στο όριο της αυτοκατάργησής της ως μυθιστόρημα. Απεναντίας αποτελεί ένα υπόδειγμα για το μυθιστορηματικό είδος ως προς τη σχέση που θεμελιώνει με την ίδια την τέχνη της αφήγησης. Και υπό αυτό το πρίσμα, το μυθιστόρημα κερδίζει ως είδος σε πλάτος και βάθος. Μιλάμε δηλαδή για μια πραγματικά Καινούργια Μέρα.
H Καινούργια Μέρα του Χρυσού θα μπορούσα να υποστηρίξω πως αποτελεί μια μυθιστορηματοποιημένη μαθητεία πάνω στην έννοια της αφήγησης. Η πρωτοπορία, η καινοτομία και το εμπνευσμένο του συγκεκριμένου έργου, αποτέλεσμα μελέτης και εργασίας χρόνων, έγκειται ακριβώς σε αυτό.
Ας εστιάσουμε. Ο Τέως, ο Μαρκόνης, ο Λάκυ, ο Γιάννης αποτελούν τέσσερις βασικές αφηγηματικές φωνές του βιβλίου. Είναι οι οδηγοί μας στο ταξίδι της ανασύνθεσης πολλών ιστοριών που όσα διαφορετικά επίπεδα κι αν έχουν, όλα τους συναρμόζονται γύρω από τον άνθρωπο-φλόγα, τον μάγο-αφηγητή, τον γητευτή και «καταπραϋντή» όσων τον ακούν, τον Σεβαστιανό. Ο Σεβαστιανός, σε μια εποχή που έχει εξοβελίσει την αφήγηση και την παραμυθία, λειτουργεί ως υποδοχέας προσωπικών εξιστορήσεων εκπέμποντάς τες πάλι πίσω αναγεννημένες, ως ένας «μετενσαρκωτήρας» αφηγήσεων, πάντα με τρόπο προφορικό, πανάρχαιο, παντοτινά χαμένο και συνάμα βαθιά ανθρώπινο. Οι αφηγήσεις αλληλοεισδυόμενες η μια στην άλλη, μεταφερόμενες από χείλη σε χείλη συνεχίζουν τον μεταμορφωτικό τους ταξίδι προς τον μόνο προορισμό: την παρηγορία. Την ίδια στιγμή εμείς βιώνουμε την έντονη παρουσία του Σεβαστιανού μέσω της απουσίας του. Και είναι εκείνη που λειτουργεί ως προϋπόθεση –και στο επίπεδο της πλοκής– για να ξετυλίγονται τα νήματα των διάφορων εξιστορήσεων.
Όπως πάντα συμβαίνει με τα ανθρώπινα ενεργήματα που μεταφέρονται από «στόμα σε στόμα», ο αναγνώστης του βιβλίου γρήγορα συνειδητοποιεί πως οι αφηγήσεις που διαβάζει όσο όμοιες, άλλο τόσο διαφοροποιημένες είναι. Στην ουσία ο Χρυσός μυθιστορηματοποιεί –δηλαδή το καθιστά ως τεχνικό μέσο της γραφής, αλλά και συστατικό στοιχείο της πλοκής–, αυτό που ο Benjamin περιέγραφε γράφοντας: «όσο πιο φυσικά κατορθώνει ο αφηγητής να απαλλάξει την εξιστόρησή του από ψυχολογικές αποχρώσεις, τόσο αυξάνει η αξίωση της τελευταίας για μια θέση στη μνήμη του ακροατή. Τόσο τελειότερα ενσωματώνεται στη δικιά του εμπειρία»2. Πράγματι, ο Σεβαστιανός απαλλάσσοντας τις ιστορίες του από συναισθηματικά και ψυχολογικά γεμίσματα, με μια εμμονή στην εικονοποιία, όπως κάθε παραμυθάς που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει, τις σμιλεύει έτσι ώστε να ενσωματώνονται φυσικά στην εμπειρία του ακροατή τους, με τέτοιο τρόπο που να τις θεωρεί βίωμα. Θα λέγαμε πως όσο η μνήμη δεν προσκαλείται με τεχνάσματα, τόσο γεννάται νέα μνήμη. Αυτός ο βασικός νόμος της αφήγησης βρίσκει εδώ την τέλεια εφαρμογή του.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που οι απόκληροι των κοινωνικών συστημάτων, οι αποδέκτες της πολιτικής και οικονομικής κυνικότητας, οι άστεγοι μαγεύονται από την αφήγηση και την ανακαλύπτουν ως να ανήκουν σταδιακά σε κάποιο αρχέγονο και μυστηριακό προπολιτισμικό σύμπαν.
Όλες σχεδόν οι φωνές της Καινούργιας μέρας ανήκουν σε αστέγους. Επανερχόμενος ξανά στον Benjamin, βασική προϋπόθεση ώστε να ενσταλαχτεί η παρηγορία μέσα από την διήγηση και την ακρόαση είναι η ανία, «το ονειρικό πουλί που κλωσά το αυγό της εμπειρίας»3. Αυτή είναι η κατάσταση της υπέρτατης χαλάρωσης, η οποία και επιτρέπει στην αφήγηση να εισχωρήσει και να αφομοιωθεί από τον απαρέμφατο εαυτό μας. Στον αγχωτικό και χρονοκτόνο κόσμο της απονενοημένης κούρσας μεταξύ προϊόντων, δικαίωμα σε αυτήν έχουν όσοι έχουν τα λιγότερα ή τίποτα. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που οι απόκληροι των κοινωνικών συστημάτων, οι αποδέκτες της πολιτικής και οικονομικής κυνικότητας, οι άστεγοι μαγεύονται από την αφήγηση και την ανακαλύπτουν ως να ανήκουν σταδιακά σε κάποιο αρχέγονο και μυστηριακό προπολιτισμικό σύμπαν. Είναι εκείνοι που αξιώνονται και λαμβάνουν την παρηγορία, σε ένα παρόν εκκωφαντικής ανθρώπινης σιωπής. Εδώ, όπου ο θάνατος εξορίζεται στο φαντασιακό για μην αλλοιωθεί η ψευδαίσθηση της επίπλαστης αιωνιότητας του παρόντος, οι άστεγοι της Καινούργιας μέρας και η Φωνή των φωνών τους, ο αποθανών Σεβαστιανός κηρύττουν πως ο ίδιος ο θάνατος –διαρκώς παρών, πολλές φορές ωμός και απομαγευμένος– καταφέρνει να νοηματοδοτηθεί μονάχα όταν γίνεται θρυαλλίδα και αφορμή για αφηγηματικές φρυκτωρίες.
![]() |
|
Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Φοίτησε στο Βιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Τμήμα Σκηνοθεσίας της Σχολής Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Το μυστικό της τελευταίας σελίδας (εκδ. Καστανιώτη, 2009) και Καινούργια μέρα (εκδ. Καστανιώτη, 2018). Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Για το μυθιστόρημα Καινούργια μέρα τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL), με το Βραβείο Πεζογραφίας του περιοδικού “Κλεψύδρα” αλλά και με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο που προάγει τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα. |
Η Καινούργια μέρα έχω την πίστη πως θα μελετηθεί ενδελεχώς στο μέλλον καθώς οι πύλες προσέγγισης ενός τόσο πολυπρισματικού και πολυεπίπεδου βιβλίου είναι πολλές και δεν εξαντλούνται προφανέστατα με το παρόν σημείωμα. Όμως πέραν της αναγνωστικής ανάτασης που προσφέρει και των επί μέρους παρατηρήσεων που μπορούν να γίνουν πάνω σε ένα βιβλίο που συσσωματώνει τουλάχιστον τέσσερα βιβλία –όχι λόγω όγκου μα αρχιτεκτονικής– δεν θα μπορούσα να μην κλείσω με την εξής τελευταία παρατήρηση.
Αν ο ένας πυλώνας που επέλεξα να σταθώ ήταν η μυθιστορηματοποίηση της αφηγηματικής τέχνης και η εξύψωσή της σε επίπεδα προ-μυθιστορηματικά, ένας έτερος πυλώνας που προσωπικά διακρίνω, σε επίπεδο αμιγούς περιεχομένου, είναι ένας συνεχής, αμείωτος και στοχοπροσηλωμένος ανθρωπισμός, ο οποίος δεν είναι πνευματική κορύφωση ή νοησιαρχική κατασκευή. Είναι ένας ανθρωπισμός «από το στομάχι» δίχως παρωχημένες απλοποιήσεις και ωραιοποιήσεις, δίχως τον εγωκεντρισμό που επέφερε ο ανθρωποκεντρισμός, δίχως τα σχήματα που του επέβαλλαν παγιωμένες φιλοσοφίες του εικοστού αιώνα. Μιλώ για έναν ανθρωπισμό εκμαιευμένο από τις σκοτεινότερες ανθρώπινες καταστάσεις, για αυτό και αληθινό. Είναι ο ανθρωπισμός που δεν έρχεται καθ’ έδρας, δεν είναι εκλογικευμένος ούτε ιδεολογικοποιημένος –και για τούτο δεν έχει σχέση με ιδεαλισμούς άλλων εποχών–, αν και έχει το σαφές πολιτικό πρόσημο που θεσμοθετεί ο λόγος του αδύναμου και του παρία. Έτσι, μέσα από τα στόματα των αφηγητών, η κοινή σε όλους μας «ανθρωπινότητα» μεταφέρεται στον αναγνώστη ως η αυτονόητη και υφέρπουσα γνώση και παραδοχή, η εμπειρία και το απόσταγμα-μάθημα που κουβαλούν όλες οι φωνές του βιβλίου από τον μεγάλο δάσκαλο: τον δρόμο. Διαμεσολαβητής αυτής της γνώσης, και διαμοιραστής της –σε ρόλο μυστηριακού διαφωτιστή– ο Σεβαστιανός, εκείνος ο μελετητής της ανθρώπινης μικρότητας και αδυναμίας, της ανθρώπινης λάμψης και ομορφιάς, του ανθρώπινου αινίγματος.
Ιδού λοιπόν πώς η τέχνη της αφήγησης με τους άδολους, αυτοσχέδιους και μη καθοδηγητικούς της μηχανισμούς επιτυγχάνει την απογύμνωση του ανθρώπινου όντος στα πιο μύχια επίπεδα φωτεινότητας. Η Καινούργια μέρα είναι ακριβώς εκείνο το μυθιστόρημα που όλοι οι αρμοί, όλα τα κλίτη, όλοι οι μικροί φεγγίτες που καθορίζονται από την αρχιτεκτονική του λειτουργούν προς την πρόκληση μιας βαθιάς ανατριχίλας. Εκείνης την οποία μεταδίδει μια συνταρακτική αφήγηση –όχι αναγκαστικά συνταρακτικών γεγονότων– ειπωμένη από έναν καθηλωτικό αφηγητή. Στην Καινούργια Μέρα ακούει στο όνομα Σεβαστιανός. Κι όσο ο Σεβαστιανός εκτοπίζει τον Χρυσό, όσο ο αφηγητής εκτοπίζει τον συγγραφέα, τόσο περισσότερο οφείλουμε να βγάζουμε το καπέλο στον δημιουργό.
* Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΕΥΑΝΤΙΝΟΣ είναι ποιητής και μουσικός. Τελευταία του ποιητική συλλογή: «Η γυρισμένη γλώσσα του Επιμενίδη» (εκδ. Ο Μωβ Σκίουρος).
Σημειώσεις:
1. Walter Benjamin, Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας, μτφρ. Φώτης Τερζάκης, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1999, σ. 101.
2. Ο.π. σ. 105.
3. Ο.π. σ. 105.
Καινούργια μέρα
Νίκος Χρυσός
Καστανιώτης 2018
Σελ. 686, τιμή εκδότη €20,00