Για το μυθιστόρημα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη «Κάποιοι άλλοι» (εκδ. Πατάκη).
Του Γιάννη Μπαλαμπανίδη
Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης έγραψε ένα μυθιστόρημα γενιάς. Και είναι εξαρχής σαφές και ρητό ότι πρόκειται για τη γενιά των συνομιλήκων του, στην οποία έχω την ατυχία να ανήκω κι εγώ. Για εμάς δηλαδή που ισχύει απολύτως η ωραία φράση που διαβάζουμε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου: νομίζαμε πως «ήμασταν ήρωες από ταινία του Γούντυ Άλεν ή της Σούζαν Μπίερ – ποτέ του Κεν Λόουτς». Μια γενιά που έφτασε στην παραγωγική της ηλικία σε συνθήκες που της επέτρεπαν να φαντάζεται το μέλλον σαν κάτι σουρεάλ και ανάλαφρο, γεμάτο τζαζ και βιβλία, μικρονευρώσεις από αυτές που συζητάς στις συνεδρίες με τον ψυχαναλυτή σου, φλερτ και συναναστροφές με φοβερά ενδιαφέροντες και ευφυείς ανθρώπους. Και αίφνης, όπως θα έλεγε ο ψυχαναλυτής μας, έπεσε πάνω μας το «πραγματικό» – η απωθημένη πιθανότητα ότι η ζωή μπορεί να μοιάζει και με ταινία του Κεν Λόουτς, με όλους τους πολύ πεζούς, πολύ υλικούς καταναγκασμούς της.
Ο ήρωας του βιβλίου, με το μπανάλ όνομα Βαγγέλης, είναι μια τυπική βιογραφία αυτής της γενιάς. Ανερχόμενος δημοσιογράφος του πολιτιστικού ρεπορτάζ (προσέξτε: όχι του οικονομικού, ούτε του πολιτικού), απολύεται απροειδοποίητα από την εφημερίδα του και βρίσκεται άνεργος, έχοντας χάσει όλες τις σταθερές της ζωής του. Ξενιτεύεται στην Πολωνία μαζί με τη γυναίκα του, γιατρό στο επάγγελμα, η οποία δεν δυσκολεύεται να βιοποριστεί στην ξένη χώρα και να συντηρεί τον παθητικό της σύζυγο, έχοντας κάνει η ίδια μια πιο πεζή –και πολύ «ελληνική»– επιλογή ζωής: να σπουδάσει γιατρός στο εξωτερικό με τη στήριξη της οικογένειας.
Ο κοινωνικός ρεαλισμός συναντά το αστυνομικό μυθιστόρημα
Σε μια στροφή της πλοκής, ο κοινωνικός ρεαλισμός συναντά το αστυνομικό μυθιστόρημα, όταν ο Βαγγέλης αρχίζει μανιωδώς να ανασκαλεύει μια σκοτεινή υπόθεση γύρω από ένα πτώμα που πέφτει από τον ουρανό στην ταράτσα τους, όχι κάποιου απελπισμένου μετανάστη που κρύφτηκε στις ρόδες ενός αεροπλάνου αλλά του μυστηριώδους λευκού Αμερικανού Ρέι Πάρκερ. Η έρευνα, που δίνει κάποιο νόημα στην άδεια ζωή του Βαγγέλη, τον φέρνει στις ΗΠΑ, στην Κωνσταντινούπολη, μπλεγμένο με Έλληνες μικροαπατεώνες και βαλκάνιους μαφιόζους, αλλά και με μια πολωνέζα βγαλμένη από ταινία του Παβλικόφσκι ή μια άλλη που αναζήτησε την τύχη της στην Ελλάδα ακολουθώντας την αντίστροφη διαδρομή από τον ίδιο.
Ανερχόμενος δημοσιογράφος του πολιτιστικού ρεπορτάζ, απολύεται απροειδοποίητα από την εφημερίδα του και βρίσκεται άνεργος, έχοντας χάσει όλες τις σταθερές της ζωής του. Ξενιτεύεται στην Πολωνία μαζί με τη γυναίκα του, γιατρό στο επάγγελμα, η οποία δεν δυσκολεύεται να βιοποριστεί στην ξένη χώρα και να συντηρεί τον παθητικό της σύζυγο, έχοντας κάνει η ίδια μια πιο πεζή –και πολύ «ελληνική»– επιλογή ζωής: να σπουδάσει γιατρός στο εξωτερικό με τη στήριξη της οικογένειας.
Είναι προφανές ότι αυτή η έρευνα, στην ουσία μια εσωτερική αναζήτηση αφού κανείς δεν του ζήτησε να την κάνει, μια έρευνα που θα μπορούσε απλώς να είναι στη φαντασία του, πηγαίνει πέρα από τον κοινωνικό ρεαλισμό – η ζωή του Βαγγέλη δεν είναι ταινία του Γούντυ Άλεν, αλλά ούτε απλώς ταινία του Κεν Λόουτς.
Η έρευνα πάντως μετατρέπεται σε μια διαδικασία αναστοχασμού για μια γενιά που μεγάλωσε έχοντας μπροστά της έναν ορθάνοιχτο ορίζοντα αυξημένων προσδοκιών, κληρονομημένο από τους γονείς της (τους baby boomers, τη γενιά που γεννήθηκε τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες). Που μεγάλωσε με την προσδοκία ότι στο εξής κάθε γενιά θα ζει καλύτερα από την προηγούμενη, και αίφνης συνειδητοποίησε ότι όχι, η πρόοδος δεν είναι γραμμική, ότι οι milenials (γεννημένοι χοντρικά μεταξύ 1980 και 2000) θα είναι η πρώτη γενιά που θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της.
Αν ανοίξετε το λεξικό Merriam-Webster στο λήμμα snowflake, «χιονονιφάδα», θα διαβάσετε ότι αναφέρεται στους milenials που μεγάλωσαν πεπεισμένοι (από την οικογένεια; από την εποχή;) ότι είναι μοναδικοί, πολύτιμοι, ξεχωριστοί, και γι’ αυτό αποδεικνύονται ανίκανοι να διαχειριστούν τις αντίξοες του βίου συνθήκες.
Ο όρος «χιονονιφάδες» έγινε επίσης κομμάτι μιας πολιτικής πολεμικής. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει υιοθετηθεί από τον Τραμπ, τη διεθνή Alt-Right, τους υπέρμαχους του Μπρέξιτ, ως μια πολιτική προσβολή ενάντια σε όσους υποστηρίζουν κοσμοπολίτικες, προοδευτικές, φιλελεύθερες θέσεις: κλιματική αλλαγή, δικαιώματα, ανοιχτά σύνορα, πολιτική ορθότητα. Μια γενιά υπερευαίσθητη, εγωιστική, ναρκισσιστική, με τάσεις «εκθήλυνσης», ευσυγκινησίας, μαλθακότητας, ευνουχισμένη από τις ιδέες που κυκλοφορούν στα αμερικανικά πανεπιστήμια κι από μια οικογένεια υπερβολικά φιλελεύθερη.
Μια μεγαλύτερη εικόνα
Υπάρχει αλήθεια σε όλα αυτά, για μια ολόκληρη γενιά που μεγάλωσε σε συνθήκες οικογενειακής επιτρεπτικότητας, στην απογείωση της καταναλωτικής εξατομίκευσης με το τελευταίο γκάτζετ διαθέσιμο τη μέρα της κυκλοφορίας του χάρις στο χαρτζιλίκι του μπαμπά και της μαμάς, στην προσδοκία μιας αέναης βελτίωσης των όρων ζωής, χωρίς ιδιαίτερες υλικές μέριμνες. Οι Κάποιοι άλλοι μας δείχνουν όμως και την υπόλοιπη εικόνα, χωρίς να παραγνωρίζουν όλα αυτά. Την εικόνα της σύγκρουσης με το στένεμα του ορίζοντα προσδοκιών, με την κατάρρευση της στοιχειώδους ασφάλειας, την προσβολή του κεντρικού πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν εννοώ τόσο την ευμάρεια, όσο την εργασία, κεντρικό θέμα του βιβλίου όπως το διαβάζω εγώ τουλάχιστον – κάτι που θεωρούσαν αυτονόητο και δεδομένο οι προηγούμενες γενιές, οι baby boomers και η ενδιάμεση generation X (οι γεννημένοι μεταξύ 1965-1980). Πώς μπορείς να αποκαλέσεις «χιονονιφάδα» τον ήρωα του βιβλίου που απολυμένος, τσακισμένος, χωρίς φιλοδοξίες, μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία που περιγράφεται ως εξής:
«Συνέχισα να ψάχνω για δουλειά, να γράφω ένα διαφορετικό κάβερ λέτερ σε κάθε εφημερίδα, περιοδικό, σάιτ, τηλεοπτικό σταθμό, φροντιστήριο ξένων γλωσσών (γιατί από κάπου πρέπει να αρχίσει κανείς), κυβερνητική υπηρεσία (γιατί καμία δουλειά δεν είναι ντροπή), μουσείο… είχα βρει έναν ρυθμό 16 με 20 μέιλ το 24ωρο και ήξερα ότι σε μια καλή μέρα, αν ήμουν τυχερός, θα μπορούσε να περιμένω 2 με 4 απορριπτικές απαντήσεις».
Ή όπως λέει ο ίδιος ο Ανυφαντάκης σε μια συνέντευξή του: «Είµαστε µια γενιά που ή δουλεύει ασταµάτητα ή δεν έχει δουλειά». Και που παρότι καλοαναθρεμμένη, δείχνει μια ιδιαίτερη ανθεκτικότητα. Μια γενιά χωρίς αυταπάτες – ακόμα και στην ερωτική της ζωή: ο Βαγγέλης γνωρίζει τη Μάρω «όπως πρέπει να γνωρίζονται τα ζευγάρια: στο φέισμπουκ. Δεν υπήρξαν ψευτορομαντικές αηδίες με κεραυνοβόλους έρωτες στο τρένο, ούτε κοινοί γνωστοί που μας προξένεψαν, δεν ήμασταν παιδικοί φίλοι που ανακάλυψαν στα τριάντα το καταπιεσμένο τους πάθος».
Όπως λέει ο ίδιος ο Ανυφαντάκης σε μια συνέντευξή του: «Είµαστε µια γενιά που ή δουλεύει ασταµάτητα ή δεν έχει δουλειά». Μια γενιά χωρίς αυταπάτες – ακόμα και στην ερωτική της ζωή: ο Βαγγέλης γνωρίζει τη Μάρω «όπως πρέπει να γνωρίζονται τα ζευγάρια: στο φέισμπουκ. Δεν υπήρξαν ψευτορομαντικές αηδίες με κεραυνοβόλους έρωτες στο τρένο, ούτε κοινοί γνωστοί που μας προξένεψαν, δεν ήμασταν παιδικοί φίλοι που ανακάλυψαν στα τριάντα το καταπιεσμένο τους πάθος».
Πολύ καίρια ο Ανυφαντάκης τοποθετεί την αρχή της ιστορίας στον Δεκέμβρη του 2008. Ευαίσθητο θέμα, πώς να γράψεις γι’ αυτό χωρίς να πολιτικολογήσεις εκ του προχείρου, κρατώντας μια αναγκαία απόσταση; Κι όμως, καταφέρνει να πιάσει την ουσία ενός γεγονότος που αν και δεν ανήκε στον κύκλο της οικονομικής κρίσης, ήταν ωστόσο η έκρηξη μιας υπόγειας κοινωνικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης των χρόνων της ευημερίας που πάνω της επικάθισε η κρίση.
«Αν η Μάρω δεν καταγόταν από τα Τρίκαλα και οι θέσεις των επιμελητών στην κλινική δεν ήταν ρεζερβέ για τα παιδιά των παλιών καθηγητών, ίσως να μην έβγαινε στο δρόμο να δει τι συνέβαινε κι ίσως να μην την παρέσερνε η “συλλογική οργή”, όπως μου επαναλάμβανε…».
Ακόμη κι αν δεν υπήρχε η κρίση, ο Δεκέμβρης πάλι θα ήταν το άναρθρο, βίαιο σύμπτωμα ενός αυξανόμενου χάσματος ανάμεσα στους νεότερους και τους μεγαλύτερους, τους outsiders και τους insiders, καθώς κάθε νεότερη γενιά εδώ και χρόνια εντασσόταν στην αγορά εργασίας, στο σύστημα πρόνοιας κ.ο.κ., με όρους χειρότερους από την προηγούμενη – την ίδια στιγμή που μεγάλωνε μέσα σε έναν προστατευτικό οικογενειακό κλοιό μαθαίνοντας να κατασκευάζει την εξατομικευμένη καταναλωτική βιογραφία της.
«Ήταν σαν να ξεκίνησα ένα πρωί τόσο υπέροχος που ούτε εγώ δεν μπορούσα να το πιστέψω και ως το βράδυ μετά βίας να άντεχα τον εαυτό μου».
Τόσο ξαφνικά συνέβησαν τα πράγματα. Οι millennials είναι από τους μεγάλους χαμένους του μοντέλου ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών, της αγοραίας απορρύθμισης αλλά και των διευθετήσεων που κλείδωσαν στην προηγούμενη φάση των «ένδοξων» μεταπολεμικών χρόνων, δηλαδή της γενιάς των γονιών τους. Στις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου η ηλικιακή «φέτα» των νέων 20-35 ετών αποκόπτεται όλο και περισσότερο από τον παραγόμενο πλούτο. Ενώ η γενιά των γονιών τους στη νεότητά της κέρδιζε σταθερά περισσότερα από τον εθνικό μέσο όρο αποδοχών, σήμερα οι αντίστοιχης ηλικίας νέοι κερδίζουν έως και 20% λιγότερα. Τα δε τελευταία χρόνια είδαν τους πραγματικούς μισθούς τους να μειώνονται πριν ακόμη από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης· στις ΗΠΑ τα φοιτητικά δάνεια είναι άχθος για τους νέους από την αρχή του ενήλικου βίου τους, στην Ευρώπη η εργασιακή επισφάλεια συνεπάγεται ότι οι τριαντάρηδες όλο και περισσότερο αναγκάζονται να ζουν με τους γονείς τους, όχι μόνο στη «μεσογειακή» Ιταλία αλλά και στη Βρετανία ή τη Γαλλία.
Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1983. Έκανε το διδακτορικό του στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα «Η παράσταση της εμφύλιας βίας (1940-1950) στη μεταπολεμική πεζογραφία», ενώ μέχρι το 2017 έγραφε κριτικές βιβλίων για την ΕφΣυν. Το πρώτο του βιβλίο, η νουβέλα Αλεπούδες στην πλαγιά (Εκδ. Πατάκη) κυκλοφόρησε το 2013. Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων Όμορφοι έρωτες (Εκδ. Πατάκη, 2017) και τελευταία το μυθιστόρημα Κάποιοι άλλοι (Εκδ. Πατάκη, 2019). |
Και εδώ έχει ενδιαφέρον πώς φιλοτεχνεί το βιβλίο αντιπαραθετικά τους ανθρωπότυπους της γενιάς των boomers. Ο Αμερικανός Ρέι Πάρκερ, που ανδρώθηκε στη δεκαετία του 1960, ένας μεθοδικός εργάτης του γυναικείου σώματος – «Γιατί ο Ρέυ δεν έδινε δεκάρα… ήταν άνθρωπος του τώρα, φίλε». Ή πιο κοντά στα δικά μας, ο Πολύβιος, πατέρας της Μάρως, τυπικό δείγμα της πολυσθένειας που έχει περιγράψει ο Κωσταντίνος Τσουκαλάς, της νεοελληνικής πατέντας των πολλαπλών πηγών εισοδήματος που σχετικοποιεί την ταξική διαστρωμάτωση: «Ένα μεγάλο σπίτι στην πόλη, μια πολυκατοικία που θα κληροδοτούσε στη Μάρω, διαμερίσματα και μαγαζιά που έδιναν ενοίκια, ένα εξοχικό κοντά στη θάλασσα, χωράφια με αμπέλια, δύο θερμοκήπια, μετοχές, ένα διπλοκάμπινο Νισάν Ναβάρα τούρμπο ντίζελ και μια Μερσεντές SLK… Κληρονόμησε χωράφια από τον πατέρα του και τα καλλιέργησε εντατικά. Μετά ακολούθησε το ρεύμα, όταν οι άλλοι άρχισαν να χτίζουν θερμοκήπια, έκανε το ίδιο… όταν οι άλλοι άρχισαν να τραβάνε χρήματα από τη γεωργία και να τα επενδύουν σε πιο αποδοτικές μετοχές, ακολούθησε…».
Στους boomers έλαχε να ζήσουν τα «ένδοξα τριάντα» χρόνια της μεταπολεμικής ευημερίας, που τους επέτρεψε να γίνουν μια γενιά με ριζικά διαφορετικούς αξιακούς προσανατολισμούς: οικολογία, σεξουαλική απελευθέρωση, ισότητα των φύλων, κοσμοπολιτισμός, δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και των μεταναστών. Αυτό που στην πολιτική επιστήμη έχει ονομαστεί από τον Ronald Inglehart «σιωπηρή επανάσταση»: τα μεταπολεμικά υψηλά επίπεδα υπαρξιακής ασφάλειας οδήγησαν σε διαγενεακή αλλαγή αξιών στις δυτικές κοινωνίες, με τις μετα-υλιστικές αξίες να παίρνουν το πρωτείο έναντι των υλιστικών. Προϊόν και πυροδότης ταυτόχρονα αυτής της επανάστασης ήταν γεγονότα παγκόσμιας εμβέλειας όπως ο Μάης του ’68.
Όμως η σιωπηρή επανάσταση δεν είναι γραμμική. «Δεν ήμασταν πλούσιοι αλλά θα γινόμασταν. Δεν ήμασταν επιτυχημένοι αλλά με τον δικό μας, ιδιαίτερο τρόπο, ήμασταν … ήμασταν τυχεροί γιατί ήμασταν εμείς», λέει κάπου ο ήρωας του Ανυφαντάκη, για να ιχνογραφήσει λίγες σελίδες παρακάτω μια βίαιη αλλαγή σκηνικού: «Οι φίλοι που απολύθηκαν ή δούλευαν απλήρωτοι δημιουργούσαν ένα περιβάλλον συλλογικής μιζέριας που η Μάρω προσπαθούσε να συντρίψει σχεδιάζοντας τον γάμο ακόμα πιο μεγάλο, πιο ακριβό, πιο εντυπωσιακό». Μια βίαιη πρόσκρουση με την κυνική πραγματικότητα – ή εδώ, με τον εργοδότη που όσο τα πράγματα πάνε καλά χαϊδεύει τον φέρελπι αρθρογράφο του (τη χιονονιφάδα), και όταν ζορίζουν κόβει το σκοινί του νέου για να συνεχίσει να πετάει ο ίδιος. Πρόσκρουση που προσπαθείς να την ξεπεράσεις επιστρέφοντας νοσταλγικά, αλλά μάταια, στην προηγούμενη κατάσταση.
Εν τέλει, μέσα από την εσωτερική αναζήτηση, ο ήρωας καταλήγει να αναζητά το κοινότοπο, το αδιάφορο, μια ζωή «κανονική» χωρίς πληγές, χωρίς υποσχέσεις και χωρίς τραγωδία: «Ένιωθα πια αρκετά σοφός. Αποσκοπούσα στη σταθερή πορεία μιας αδιατάρακτης ομαλότητας, όπου τίποτα δεν θα πήγαινε αρκετά λάθος για να οδηγηθώ στο ναυάγιο». Η απότομη προσγείωση οδήγησε σε μια βίαιη προσαρμογή.
Η εικόνα της εξέλιξης των γενεών στον δυτικό κόσμο περιπλέκεται λοιπόν με την επιστροφή της υλικής και ταυτοτικής ανασφάλειας. Ο φόβος δεν χειραφετεί, το αντίθετο. Τέσσερις δεκαετίες μετά τη διατύπωση της υπόθεσης για τη «σιωπηρή επανάσταση», ο Inglehart επανήλθε πέρυσι με ένα βιβλίο που συνέγραψε με την Pippa Norris, όπου υποστηρίζουν ότι σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια «πολιτισμική αντίδραση» /cultural backlash. Αυταρχικές-λαϊκιστικές πολιτικές δυνάμεις αναδύονται ακόμη και στο εσωτερικό των mainstream κομμάτων, προσελκύοντας τις μεγαλύτερες γενιές αλλά ταυτόχρονα γίνονται ελκυστικά για τους νεότερους, συνδυάζοντας την αντισυστημική ρητορική με πολύ παραδοσιακές αξίες (οικογένεια, θρησκεία, κλειστά σύνορα).
Οι αξιακές αλλαγές αυτές αναπτύσσονται πάνω σε ένα πολύ υλικό υπόστρωμα, σαν αυτό που περιγράφει εξαιρετικά το βιβλίο που συζητάμε. Οι Κάποιο άλλοι δεν είναι απλώς όμως μια υπεράσπιση της γενιάς του. Ο ήρωάς τους δεν είναι μονοκόμματος, φέρει όλες τις κληρονομιές και τη μοίρα της γενιάς του, ένα υβρίδιο της χαρούμενης επιφανειακότητας με την τραγικότητα της κρίσης. Σαν να παίζει σε σειρά του Νέτφλιξ: «Ήμουν επιφανειακός ακόμη και μέσα στην τραγωδία μου».
Και εν τέλει, μέσα από την εσωτερική αναζήτηση, ο ήρωας καταλήγει να αναζητά το κοινότοπο, το αδιάφορο, μια ζωή «κανονική» χωρίς πληγές, χωρίς υποσχέσεις και χωρίς τραγωδία: «Ένιωθα πια αρκετά σοφός. Αποσκοπούσα στη σταθερή πορεία μιας αδιατάρακτης ομαλότητας, όπου τίποτα δεν θα πήγαινε αρκετά λάθος για να οδηγηθώ στο ναυάγιο». Η απότομη προσγείωση οδήγησε σε μια βίαιη προσαρμογή. Μένει να δούμε σε τι αξιακές και πολιτισμικές αλλαγές θα οδηγήσει αυτός ο σκληρός αναστοχασμός.
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ο Μωρίς Μπαρές έγραφε ότι «ο συγγραφέας δημιουργεί ένα σοβαρό κοινό μονάχα ανάμεσα στους ανθρώπους της ηλικίας του». Οι Κάποιοι άλλοι δημιουργούν ήδη ένα κοινό ανάμεσα στους ανθρώπους της γενιάς αυτής, ενδεχομένως και πολύ παραπέρα.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗΣ είναι διδάκτωρ Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.
Τελευταίο βιβλίο του, η συμμετοχή του στον τόμο «Μεταρρυθμίζοντας μια χώρα σε κρίση» (εκδ. Ποταμός).
→ Στην κεντρική εικόνα η Carol White και ο Terrence Stamp από την ταινία του Ken Loach Poor Cow (1967).
Κάποιοι άλλοι
Ιάκωβος Ανυφαντάκης
Πατάκης 2019
Σελ. 344, τιμή εκδότη €15,50