Για το αφήγημα της Ανθούλας Δανιήλ «Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα» (εκδ. Βακχικόν).
Του Γιώργου Βέη
«Ο αναγνώστης από όποιο σημείο και αν πιάσει το νήμα, δεν θα χαθεί σε λαβύρινθο.
Μια Αριάδνη θα είναι πάντα εκεί και θα τον ξαναφέρνει στο φως».
(Aπό το βιβλίο)
Η Ανθούλα Δανιήλ, έτοιμη να εντοπίσει κάθε φορά και να εξάρει το αμιγές πνευματικό στοιχείο του βίου μας, μελετά εδώ σε βάθος τα αντικείμενα εκείνα τα οποία συγκεντρώνουν σε γόνιμες περιστάσεις την όντως διαχρονικά ασκημένη, εντατική προσοχή της.
Γνωρίζει εκ του ασφαλούς, μεταξύ άλλων: α) πώς να ομαδοποιεί τις διάφορες σημασίες των συγκεκριμένων παραστάσεων, για να οδηγηθεί σε ένα κρίσιμο ξέφωτο του ειδικότερου νοήματος, β) πώς να διατηρεί ακώλυτη την επαγωγική πολιτική των συλλογισμών και γ) πώς να συναιρεί τις ποικιλίες των αιτίων και των αιτιατών της μετουσίωσης του πραγματικού σε αισθητικές εμπεδώσεις. Έχοντας ήδη εξοικειωθεί με το σημαντικότερο μέρος του έργου, το οποίο εκάστοτε την αφορά, η συγγραφέας επαληθεύει τις αρχές της. Προβάλλοντας διαδοχικά και διεξοδικά τις ειδοποιούς διαφορές, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά και την όποια σημασιολογική προοπτική των όψεων του ενδιαφέροντός της, ταξινομεί αντανακλάσεις στοχασμού.
Προβάλλοντας διαδοχικά και διεξοδικά τις ειδοποιούς διαφορές, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά και την όποια σημασιολογική προοπτική των όψεων του ενδιαφέροντός της, ταξινομεί αντανακλάσεις στοχασμού.
Η ολοκλήρωση μιας περιεκτικής αλλά ευθύβολης αποτίμησης του συγκεκριμένου αισθητικού προϊόντος τελείται με υποδειγματική συνέπεια. Το δε γλωσσικό τακτ είναι εμφανές. Οι έννοιες, οι ενδεχομένως κεκρυμμένες ή απλώς αφανείς, πλην όμως αποφασιστικές για την ποθητή, δηλαδή την εντέλει πρόσφορη ερμηνεία του έργου, παρατάσσονται συστηματικά στην οθόνη του κριτικού νου. Μαζί με τα πιθανά συμφραζόμενά τους διαρθρώνεται το νέο κείμενο μέσα στη μήτρα του ειδώλου. Το δε έργο του όποιου δόκιμου Άλλου, όπως ακριβώς υπογραμμίζει ο Μισέλ Φουκό, «είναι ικανό να εισάγει κάποια σημαντική διαφορά στο πεδίο της γνώσης, με τίμημα έναν ορισμένο κόπο εκ μέρους του συγγραφέα όσο και του αναγνώστη, και με τελική ανταμοιβή μια ορισμένη απόλαυση, ήτοι πρόσβαση σε μια διαφορετική μορφή της αλήθειας» (βλ. την Επιλογή από τα Ditset écrits, εισαγωγή-επιλογή-μετάφραση: Θανάσης Λάγιος, εκδ. Στιγμή). Η λέξη συνεπώς είναι χρήση. Κατεξοχήν αποδοτική: η καθαρότητα των εκφάνσεων της Ανθούλας Δανιήλ μαρτυρεί εμμέσως πλην σαφώς τη διάρκεια της μαθητείας της γραφής της στην ικανοποίηση του ζωτικού αιτήματος της ακριβολογίας.
Ο διηγητικός φορέας βιογραφεί και εν μέρει αυτοβιογραφείται με την ίδια πάντα ευχέρεια. Η επάρκειά του υποστηρίζει τις αποτυπώσεις του λόγου από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του βιβλίου. Έτσι στο ερώτημα του Ζαν-Μαρί Σεφέρ «τι είναι η γνώση, αν όχι μια αλληλεπίδραση ανάμεσα σε δυο χωροχρονικές πραγματικότητες, το άτομο και το περιβάλλον του, δηλαδή μια εμπειρική διαδικασία, και όχι ένας καθρέφτης;», η συγγραφέας απορρίπτει συνοπτικά, όπως θα περίμενε άλλωστε κανείς, τον απλό βλεφαρισμό του Ναρκίσσου, εξάρχου του αυτισμού, δείχνοντας σταθερά προς τη μεριά των δυναμικών σχέσεων του εγώ και του ευρύτερου πλαισίου των πνευματικών ζυμώσεων, οι οποίες το καθορίζουν σε έναν βαθμό.
Το αποτέλεσμα συνιστά, μεταξύ άλλων, σειρά παραγωγικών ωσμώσεων πολλαπλών συγκινήσεων, και ορισμένων απρόβλεπτων, αλλά συμβατών εντέλει κειμενικών πορισμάτων.
Το αποτέλεσμα συνιστά, μεταξύ άλλων, σειρά παραγωγικών ωσμώσεων πολλαπλών συγκινήσεων, και ορισμένων απρόβλεπτων, αλλά συμβατών εντέλει κειμενικών πορισμάτων. Οι αλλεπάλληλες προσλήψεις ποικίλων αισθητικών μορφωμάτων του πρόσφατου ή και απώτερου καλλιτεχνικού παρελθόντος, οι γόνιμες εξοικειώσεις με ρεύματα και Σχολές δημιουργικής στρατηγικής αποδεικνύουν ομολογουμένως στην πράξη τις εξειδικευμένες, επαγγελματικές δεξιότητες της συγγραφέως. Οι διαλεκτικοί συγκερασμοί κρίσεων και αποτιμήσεων διακριτών έργων πολιτισμού, οι διεξοδικές κι άλλο τόσο ευρηματικές διερμηνείες πλείστων λογοτεχνικών έργων, αλλά και οι αιφνιδιαστικές συσχετίσεις δεδομένων, τα οποία προέρχονται από τον ευρύτερο εικαστικό χώρο, τον κινηματογράφο, το θέατρο και βεβαίως από τη μουσική και τον χορό, ανανεώνουν ευεργετικά το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Έχει αποκλειστεί εκ των προτέρων μάλιστα η πιθανότητα του εκμαυλισμού ή ακόμη και του βιασμού του πράγματος από την ιδέα. Η αλληλεξάρτηση αλλά και ο σεβασμός του πρώτου από τη δεύτερη συνιστά ασφαλώς δέσμευση βίου από την πλευρά της συγγραφέως. Κοντολογίς, η γραφή μας σπεύδει να μας υπενθυμίσει εδώ ότι όντως «κάθε πράγμα προσπαθεί, όσο εξαρτάται από το ίδιο, να εμμείνει στο είναι του» (βλ. Σπινόζα Ηθική, ΙΙΙ, πρόταση 6). Εξού και η διακριτική μεταχείριση των επιλεγμένων ζητημάτων ανάλυσης.
Η Ανθούλα Δανιήλ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπηρέτησε στη δημόσια Εκπαίδευση και στο Υπουργείο Παιδείας. Μετεκπαιδεύτηκε και απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στην Νεοελληνική Φιλολογία, παρακολούθησε μαθήματα Αρχαίου Δράματος. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και της Εταιρείας Συγγραφέων. Συνεργάστηκε με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για συγγραφή και Κρίση Σχολικών βιβλίων και DVD για 12 Έλληνες λογοτέχνες. Δημοσίευσε βιβλία και άρθρα για τον Ελύτη, τον Σεφέρη και άλλους λογοτέχνες. Έγραψε βιβλίο για τον Ελληνικό Κινηματογράφο, έλαβε μέρος σε πολλά σεμινάρια και συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Δημοσιεύει κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά. |
Η δε αλληλουχία των κεκτημένων της ισχυρότατης μνήμης της τροφοδοτεί τον άρτιο λόγο της με ένα συναρπαστικό υλικό. Εννοώ εδώ το πλουσιότατο Αρχείο της. Είναι αυτό που παράγει ανανεωτικές προσεγγίσεις των αντικειμένων. Η γραφή της αναμνημόνευσης επιδιώκει συχνά πυκνά να ανακαλέσει κοινούς παρονομαστές κατά τα φαινόμενα μόνον ετερόκλητων καλλιτεχνικών προϊόντων. Ένας ιδιότυπος, αλλά εύληπτος μονισμός, μεταξύ άλλων, πιστοποιεί τις κοινές αφορμές, τις κοινές πηγές, τις κοινές προοπτικές. Κοντολογίς, η έρευνα της Ανθούλας Δανιήλ μάς δείχνει με τη σειρά της ότι υφίσταται μια πολιτική σύγκλησης των τεχνών. Οι άμεσες συγγένειες και οι προσδιοριστικές ομοιότητες αποτελούν τις δομές της εκάστοτε αντικειμενικής συστοιχίας (objective correlative). Επισημαίνω ότι η αναζήτηση της ποιητικής αλήθειας είναι πηγαία, αδιαπραγμάτευτη, αδιάπτωτη. Συγκρατώ ότι υπονοείται ότι «όλα τα κείμενα είναι διαφορετικά. Πρέπει να προσπαθούμε να μην τα υποβάλλουμε ποτέ με το ίδιο “μάτι”. Κάθε κείμενο επικαλείται, εάν μπορούμε να το πούμε έτσι, ένα διαφορετικό “μάτι”. Βεβαίως, σε κάθε μέτρο το κείμενο ανταποκρίνεται και σε μια κωδικοποιημένη, προσδιορισμένη προσδοκία, σε ένα μάτι και σ’ ένα αυτί που το προσλαμβάνουν και το υπαγορεύουν, κατά κάποιον τρόπο, ή το προσανατολίζουν» (βλ. Jacques Derrida, Τι σκέφτονται οι φιλόσοφοι, στο Κριοί, εκ Ίνδικτος, 2008). Εξού και η ποικιλία των ευρηματικών ισολογισμών και εκτιμήσεων.
Η άρτια φιλολογική κατάρτιση της συγγραφέως υποστηρίζει αποτελεσματικά τις αναλύσεις των επί μέρους δειγμάτων της Τέχνης, τα οποία επιλέγει στη διάρκεια των ετών προκειμένου να υποστηρίξει ενδελεχώς τόσο την εννοιολογική εμβέλεια τους όσο και τη σκοπιμότητα της διασποράς στον κοινωνικό χωρόχρονο. Η διαίσθησή της ενεργεί συστηματικά: η τακτική και ταυτοχρόνως προσεκτική προσέγγιση των προσφιλών έργων τέχνης τελεσφορεί. Δεν δογματίζει, το τονίζω αυτό. Της αρκεί να αναβαθμίσει ορισμένες πτυχές των συγκεκριμένων μηνυμάτων. Η επιχειρηματολογία της είναι πειστική. Ο υποκειμενισμός της δεν είναι θωρακισμένος. Αφήνεται να ακούσει το έτερον. Η πιθανότητα της απόκλισης από το έως τώρα παραδεκτό δεν αποκλείεται: ο κριτικός συνειρμός δρα καλειδοσκοπικά. Δεν διστάζει μάλιστα να παραδεχτεί ότι λαμβάνει σταθερά υπόψιν της κι εκείνη όσα ο Φρίντριχ Νίτσε έχει προ πολλού διδάξει στη Χαρούμενη επιστήμη του, ότι δηλαδή «ο κόσμος είναι “άπειρος” καθότι μπορεί να περικλείει άπειρες ερμηνείες».
Οι γονείς της ευρηματικής και υποδειγματικά διεξοδικής αυτής συγγραφέως είναι βέβαια παρόντες. Ομολογεί άλλωστε ευθέως και μάλιστα από την αρχή κιόλας των κειμενικών εκδιπλώσεων ότι εκείνοι συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση ενός λίαν πρόσφορου κλίματος αγωγής και παιδείας, σε συνδυασμό με όσα προσέφεραν εκ καθήκοντος οι απαραίτητοι, δηλαδή οι πολύτιμοι δάσκαλοι. Τονίζεται επίσης ότι η ίδια ευνοήθηκε από τύχη αγαθή να ενισχυθεί ηθικά και από την αδιάκοπη παρουσία όντως πιστών φίλων της. Η αγάπη για τα γράμματα βιώνεται δηλαδή ως άμεση απόρροια ενός καθ’ όλα Καλού, ήτοι αμιγώς δημιουργικού βίου. Διαβάζω συνεπώς ό,τι παρατίθεται στις Δεκαετίες που τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα ως μαρτυρία ενός εποπτικού, φίλιου εγώ, εγνωσμένης πνευματικής πληρότητας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή ταξιδιωτικών κειμένων «Εκεί» (εκδ. Κέδρος).
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία © Ferdinando Scianna
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Θα μπορούσα να ονομάσω το βιβλίο Προσωπική μυθολογία, όμως προτίμησα τον τίτλο Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα, επειδή ο χρόνος υπακούει σε ένα συνεχές φλας μπακ για να φέρει στο παρόν ό,τι ανήκει στο παρελθόν. Εκ των πραγμάτων η αφήγηση ακολουθεί τεθλασμένη πορεία, εκκινώντας από ένα επεισόδιο της παιδικής ηλικίας ή της μετέπειτα νεανικής ή της τωρινής, που ετεροχρονισμένα επαναξιολογείται και επανεκτιμάται κάτω από άλλο φως.
Αυτά που με απασχολούν μπορεί να αφορούν ένα ιστορικό απόσπασμα, έναν πίνακα ζωγραφικής, ένα γλυπτό, μια μουσική σύνθεση, ένα κινηματογραφικό έργο, ένα θεατρικό. Ό,τι όμως και αν είναι, θα αναφερθεί με τα καλλιτεχνικά του ανάλογα. Για παράδειγμα, ένα ποίημα του Μαλαρμέ που γίνεται μουσική σύνθεση από τον Ντεμπισί και μπαλέτο που χορεύει ο Νιζίνσκι και μετά ποίημα από τον Σεφέρη […]
Με γοήτευε πάντα, με άλλα λόγια, αυτή η σύμπλεξη τεχνών, βιβλίων, έργων τέχνης και ανθρώπων-δημιουργών. Και συχνά μια απορία των μαθητικών μου χρόνων, ανενεργή στα χρόνια που κύλησαν, έβρισκε κάποια στιγμή την απάντησή της σαν από θαύμα. Κι άλλοτε μια παρόρμηση, πάλι σαν από θαύμα, φώτιζε κάτι που μου ήταν σκοτεινό. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων θα μπορούσε να είμαι εγώ».