Για το ιδιότυπο βιβλίο με φωτογραφηγήματα του Αχιλλέα ΙΙΙ «Παραχαράκτης» (εκδ. Νεφέλη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η λογοτεχνία ως παιχνίδι. Ή πώς τα σοβαρά θέματα ντύνονται ασόβαρα, για να δείξουν ακριβώς το βάθος της ουσίας τους. Από τις κατασκευές των Ντανταϊστών μέχρι τα τεχνάσματα της Oulipo, από τα λεκτικά παιχνίδια των Υπερρεαλιστών μέχρι την οπτική ποίηση κι από τα διακείμενα του Ροΐδη μέχρι τα πολυώνυμα του Πεσόα, οι λογοτέχνες έψαχναν τρόπους να περιπαίξουν το ορατό και το παγιωμένο, αναδεικνύοντας την κρυμμένη πραγματικότητα.
Τα τελευταία χρόνια στην πεζογραφία δεν λείπουν οι απόπειρες να γραφτούν κείμενα που έχουν μεγάλο λογοτεχνικό βάθος, χωρίς όμως να αρνούνται την παιγνιώδη φύση τους και τις ανατρεπτικές δυνατότητες όχι μόνο της γλώσσας, αλλά και της αφήγησης.
Τα ψευδώνυμα είναι ένας τρόπος να μιλήσει κανείς πλαγίως, χρησιμοποιώντας μια περσόνα για να «καρναβαλίσει» με μπαχτινικό τρόπο τον καθωσπρεπισμό. Τα τελευταία χρόνια στην πεζογραφία δεν λείπουν οι απόπειρες να γραφτούν κείμενα που έχουν μεγάλο λογοτεχνικό βάθος, χωρίς όμως να αρνούνται την παιγνιώδη φύση τους και τις ανατρεπτικές δυνατότητες όχι μόνο της γλώσσας, αλλά και της αφήγησης. Δεν αναφέρομαι λ.χ. στον Αύγουστο Κορτώ, ο οποίος υιοθέτησε πλήρως αυτό το ψευδώνυμο, όχι για να παίξει αλλά για να δημιουργήσει ένα μόνιμο συγγραφικό προσωπείο. Μιλάω για συγγραφείς που με το ψευδώνυμό τους και τη γραφή τους λειτούργησαν σαν παίκτες ενός δημιουργικού κρυφτού, όπως ο Σταύρος Κρητιώτης, που δεν έπαψε να αλλάζει υπογραφές (Σωκράτης Τιτούρης, Ανθή Ερωτοκρίτου κ.ά.), η Αλίκη Ντουφεξή-Πόουπ και ο Π. Ένιγουεϊ. Τα τελευταία δηλαδή χρόνια οι προαναφερθέντες –προφανώς και άλλοι– κρύβονται όχι επειδή έχουν κάτι να κρύψουν, αλλά για να δημιουργήσουν –από το όνομα στο εξώφυλλο έως τη μορφή των πεζογραφημάτων τους– μια ανατρεπτική κατάσταση που θα προκαλέσει την ανταπόκριση του αναγνώστη.
Σ’ αυτό το μήκος κύματος κινείται και ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσμον Αχιλλέας ΙΙΙ), που πρωτοεμφανίστηκε (;) με το «Κομπλεξικό» (2016) και επανέρχεται τώρα με μια σειρά φωτογραφηγήματα! Τι είναι αυτά και γιατί μπορεί να έχουν ένα κάποιο ενδιαφέρον; Ο νεολογισμός στο συγκεκριμένο βιβλίο αποδίδει ένα υβριδικό έργο, όπου προηγείται μια αληθινή φωτογραφία παλαιάς κοπής και αισθητικής κι ακολουθεί ένα μικροδιήγημα λίγων παραγράφων που σχολιάζει και διαλέγεται με τη φωτογραφία. Στην ουσία το διήγημα εξηγεί την ομόθεμη οπτική αδελφή του, όχι προσπαθώντας να δώσει μια άκρως ρεαλιστική ερμηνεία, αλλά εμφανώς να παρουσιάσει λοξά μια (α)πίθανη εξήγηση, που σε ένα ακραίο παράλληλο σύμπαν θα μπορούσε να ισχύει.
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ γεννήθηκε στην Καβάλα. Έχει εκδώσει, επίσης, το βιβλίο, Κομπλεξικό (εκδ. Fairead/Νεφέλη) |
Η ανατρεπτική παραδοξότητα ξεκινά ήδη από την επιλεγμένη φωτογραφία, η οποία, όπως καταλαβαίνουμε, δεν είναι διακοσμητική. Συνήθως απεικονίζει ένα σοβαρό πρόσωπο –έναν κύριο λ.χ. με κοστούμι και γραβάτα ή μια σεβάσμια κυρία άλλης εποχής–, το οποίο ωστόσο φέρει πάνω του κάτι ξένο με τη φυσιογνωμία του, λουλούδια στο κεφάλι ή τρία τσιγάρα στο στόμα, στοιχεία δηλαδή που αντιφάσκουν με το όλο παρουσιαστικό. Άλλοτε βέβαια απλώς βλέπουμε μια προσωπική ή οικογενειακή φωτογραφία σε κάποιο φωτογραφείο του μεσοπολέμου. Και πάνω σ’ αυτήν την αντίφαση ή στην ομαλότητα ο συγγραφέας στήνει μια συνοδό ιστορία, που συχνά εξηγεί πως η σοβαρότητα του εικονιζόμενου υποσκάπτεται από μια επιλογή του, μια απρόσμενη εμφάνισή του, μια μύχια επιθυμία του που βγαίνει στην επιφάνεια…
H λογοτεχνία πάντα είναι μια «παραχάραξη» της πραγματικότητας (κι αυτή σε εισαγωγικά), αφού υποσκάπτει την όποια αλήθεια της και δημιουργεί το δικό της λοξό σύμπαν.
Το όλο αποτέλεσμα, είτε είναι κωμικό, είτε τραγικό, δεν παύει να αποβαίνει και σουρεαλιστικά αιφνιδιαστικό. Κωμικό, επειδή στηρίζεται στην παραδοξότητα αλλά κι επειδή ενίοτε ξεμυτίζουν κορυφώσεις χιούμορ, που ωθούν σε μια αβίαστη θυμηδία: στον τάφο του υπάλληλου στο γκισέ της εφορίας επιγράφεται η αγαπημένη του φράση «Ο επόμενος, παρακαλώ», φράση που προκαλεί αναστάτωση στον πιθανό επισκέπτη! Τραγικό, όπου υπερισχύει η συγκίνηση, χωρίς να ανακόπτεται η αποσύνθεση του πραγματικού, ώστε να οδηγεί στην ανασύνταξη της ματιάς μας. Στο «Ψωνίζοντας με τη Λουίζα» λ.χ. ο αναγνώστης γελά αλλά και συμπάσχει με την ηρωίδα που πηγαίνει στα μαγαζιά, βγάζει και ξαναβάζει τα δικά της ρούχα (ελλείψει χρημάτων), και τελικά ποζάρει ευτυχής με την επιλογή της.
Εικάζω βάσιμα ότι ο τίτλος «Παραχαράκτης» δηλώνει την παιγνιώδη παραποίηση της εκάστοτε φωτογραφίας, αλλά και της σοβαροφάνειας που επιβάλλει τον καθωσπρεπισμό. Δηλώνει ότι η λογοτεχνία πάντα είναι μια «παραχάραξη» της πραγματικότητας (κι αυτή σε εισαγωγικά), αφού υποσκάπτει την όποια αλήθεια της και δημιουργεί το δικό της λοξό σύμπαν. Το ίδιο παιγνιώδεις είναι και οι τίτλοι σε μερικά διηγήματα, τίτλοι που δημιουργούν αμαλγαματικά λογοπαίγνια, σύνθετες λέξεις που συναιρούν αντιφατικά ή «άσχετα» υποσύνολα, όπως οι «Αχυρωισμοί».
Εντέλει, ζούμε τις περισσότερες ιστορίες ως αντιφάσεις που κλονίζουν το φυσιολογικό. Θα μπορούσε βέβαια η συλλογή να είναι πιο σφιχτή, με λιγότερα κείμενα (τα πιο τσεκουράτα), αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το ρίσκο σε κάθε τέτοια συλλογή. Κρατάμε σίγουρα τον παλμό της ανατρεπτικής σύζευξης αντιθέτων, μιας έντεχνης αντίφασης που συνήθως δεν προδίδει τον στόχο της.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Παραχαράκτης
Αχιλλέας ΙΙΙ
Νεφέλη 2019
Σελ. 192, τιμή εκδότη €13,90