Για τη νουβέλα της Χριστίνας Φραγκεσκάκη «Σύνταγμα – ΚΑΤ» (εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Βέη
Ενεργό μέλος της κοινωνίας. Ως επαγγελματίας οδηγός και μάλιστα αστικού λεωφορείου εκπροσωπεί τον σκληρά εργαζόμενο των ημερών μας, ο οποίος, όντας αγκυλωμένος πολλαπλώς ψυχικά, προσπαθεί να συντηρήσει την οικογένειά του.
Υποταγμένος στις συνθήκες του απαιτητικού, καταναλωτικού νεοφιλελευθερισμού, συνεπής όσον αφορά την ανταπόκρισή του στις φορολογικές του υποχρεώσεις, αφοσιωμένος στην καλά συντονισμένη εξυπηρέτηση των επιβατών, ο οδηγός της νουβέλας της έμπειρης και κειμενικά επαρκούς Χριστίνας Φραγκεσκάκη αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση νομοταγούς πολίτη.
Ο γιος του και η κόρη του βιώνουν στο μεταξύ τις χαρές, τις απογοητεύσεις και το άγχος της τυπικής εφηβείας. Υποταγμένος στις συνθήκες του απαιτητικού, καταναλωτικού νεοφιλελευθερισμού, συνεπής όσον αφορά την ανταπόκρισή του στις φορολογικές του υποχρεώσεις, αφοσιωμένος στην καλά συντονισμένη εξυπηρέτηση των επιβατών, ο οδηγός της νουβέλας της έμπειρης και κειμενικά επαρκούς Χριστίνας Φραγκεσκάκη αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση νομοταγούς πολίτη. Δεν κρύβει συναισθήματα, κρίσεις, αποτιμήσεις: πιστεύει ότι είναι, ως εκ των πραγμάτων, η ενσάρκωση της αντικειμενικής θεώρησης των πάντων. Η σώρευση του άγους, το οποίο αφειδώς του δωρίζει η επιθετική εντέλει καθημερινότητα, θα τον οδηγήσει μαθηματικά κάποια στιγμή στα άκρα. Και ξεσπάει.
Οι εκόντες άκοντες ακροατές-επιβάτες θα παραμείνουν άφωνοι: το παραλήρημα του ξέφρενου πλέον οδηγού συνιστά ασφαλώς τον δείκτη μιας ακραίας πάθησης. Πικρίες, μνησικακίες, άφρονες διεκδικήσεις, επιδείξεις ψευδο-ηρωισμού, στερήσεις, μάταιες προσδοκίες, σωρείες διαψεύσεων και φυσικά μια άκρατη ρητορεία περί παντοειδών συνωμοσιών. Παραθέτω το πρώτο ενδεικτικό απόσπασμα, όπου ο ελεύθερος συνειρμός πιστοποιεί ευθέως μερική ή ολική αντίφαση λόγου. Κοντολογίς, δεν πρόκειται για μυστικιστικές λαλέουσες, αλλά για ρεαλιστικές αποτυπώσεις της μείζονος διαταραχής ή άλλως μετάβασης έξω:
«Μέγαρο και κολοκύθια τούμπανα. Δεν το θέλω. Τι να κάνω; Δεν το θέλω. Άσε που όλα αυτά τα ελέγχουνε Εβραίοι –μέγαρα, τράπεζες, επιχειρήσεις–, από πίσω είναι Εβραίοι κι από κάτω Εβραίοι, και δίπλα η Αμερικάνικη Πρεσβεία, τίποτα δεν είναι τυχαίο! Εβραίοι – Αμερικανοί, ένα κι ένα κάνουν δύο. Παντού Εβραίοι, οι Εβραίοι διοικούν τον κόσμο, Αμερική, Γαλλία, Γερμανία, τα μεγάλα ξενοδοχεία, τα μαγαζιά, πίσω από όλες τις τράπεζες του κόσμου βρίσκονται Εβραίοι. Κι από κάτω, σου λέει, έχουνε τις στοές τους, τούνελ, πολιτείες ολόκληρες, έχουν εξασφαλίσει αυτοί τη ζωούλα τους και τα λεφτά τους. Εγώ Χρυσή Αυγή δεν είμαι, ποτέ μου δεν τους ψήφισα, αλλά όταν είπανε για τους Εβραίους, να ’γιάσει στο στόμα σας, είπα κι εγώ από μέσα μου. Βλέπεις κανέναν άλλο να μιλά για τους Εβραίους, μόνο αυτοί, ποιος τολμά να τα βάλει μαζί τους; Εγώ τα λέω, δεν φοβάμαι τίποτα εγώ, ας έρθει όποιος θέλει να του τα πω κι από κοντά. Ξέρεις ότι οι Εβραίοι μισούν τους Έλληνες; Αχάριστος λαός. Ξέρεις ότι μέσα στα θρησκευτικά τους λένε ότι οι Έλληνες δεν είναι άνθρωποι; Ότι αν ένας Εβραίος σκοτώσει Έλληνα δεν είναι έγκλημα; Ότι οι Έλληνες είναι σαν τα ζώα; Γιατί να τους θέλω; Αν τα ’λεγε κανένας άλλος, θα πέφτανε πάνω του να τον πλακώσουνε, αυτούς κανένας δεν τους πειράζει. Και ποιοι πάνε στο Μέγαρο; Οι φλούφληδες πάνε κι οι υποκριτές. Απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα. Δεν το θέλω. Εγώ είμαι απλός άνθρωπος».
Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη γεννήθηκε στη Ρόδο και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Νίσυρο. Σπούδασε στη Νομική Σχολή της Αθήνας και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στη Δημόσια Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Γράφει βιβλία για παιδιά και για ενήλικες. Στην Αθήνα zει και εργάζεται. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου και με το βραβείο του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. |
Η θεσμικά κατοχυρωμένη εντολή προς τους χρήστες της αυτοκίνησης «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» υποστηρίζει την ασφαλή διεκπεραίωση της σύμβασης επιβατών-ΚΤΕΛ. Μάλιστα ο Νίκος Εγγονόπουλος δανείστηκε, ως γνωστόν, την εν λόγω προστακτική έκφανση και τιτλοφόρησε έτσι την ποιητική συλλογή του, η οποία κυκλοφορήθηκε το 1938. Στην προκειμένη περίπτωση αυτός που ομιλεί είναι ο οδηγός. Η αντιστροφή αυτή αποτελεί συμβολικά την οριακή αταξία που προκαλείται στη σκηνή του βίου. Το άγονο παράπονο προβάλλει εντέλει έναν ασθενή. Η σχέση του Εγώ με τον εαυτό του είναι εμφανώς καθηλωτική. Το παρα-ομιλούν ον αρνείται απλώς τον Άλλον. Τον ακυρώνει χωρίς καν να τον αποδομήσει. Ένας ασίγαστος έρως εμαυτού αναποδογυρίζει τον κόσμο των αισθητών. Η πρώτη λέξη του λεκτικού χείμαρρου είναι «Εσείς». Αλλά είναι παραπειστική: χρησιμεύει ως παραπέτασμα για να κρύψει ο οδηγός την πάγια άγνοιά του για τους εξ αντικειμένου – όποιους-«Εσείς». Η πηγή αυτής της άρνησης, η οποία εκφυλίζεται σε ακίνδυνη προς το παρόν επιθετικότητα, δεν είναι αφανής. Η συνειδητή αιτία της εντοπίζεται σε ένα υπερενισχυμένο «είμαι». Η ηδονική του εστία εντοπίζεται στο κέντρο ακριβώς της λατρείας του «είμαι». Ο επικοινωνιακός χαοτικός περίγυρος επιτείνει μάλιστα, όπως θα περίμενε κανείς, την άμεση συστολή του σχεδόν παράφρονος πλέον οδηγού στην αυτο-ανακήρυξή του σε εντελή παντογνώστη. Είναι ήδη ο χαριτωμένος Νάρκισσος του αστικού κλαυσίγελου.
Η εκστόμιση, το κελάρυσμα των φράσεων, συνιστά απόλαυση. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για μείζονα υπονόμευση του αγαθού που υποστηρίζει ο έντιμος διάλογος. Άλλωστε: «Εκεί που αυτό μιλάει, αυτό απολαμβάνει», ήτοι «Là où ça parle, ça jouit», το οποίο σημαίνει, εντός των συμφραζομένων, «αυτό απολαμβάνει να μιλάει». Για να θυμηθούμε τη διατύπωση του Λακάν στο εμβληματικό του Σεμινάριο Encore, όπου και ο αναμενόμενος επαγωγικός ορισμός: «Το να λες ό,τι να ’ναι οδηγεί πάντα στην αρχή της ηδονής, στο Lustprinzip». Η οριακή λοιπόν ικανοποίηση της ομιλίας θα φέρει τον οδηγό στην άκρη της σχεδόν οργασμικής εκτόνωσης.
Το δεύτερο παράθεμα συνοψίζει σε έναν βαθμό τα ανωτέρω:
«Εγώ δεν έχω ευαισθησίες νομίζετε; Προχτές παραλίγο να καθυστερήσω στη δουλειά μου για να περάσω απέναντι τον τυφλό, αλλά ο τυφλός ήταν κύριος, πεντακάθαρος, εδώ αυτός είναι βρόμικος, βρόμικος, βρομάει, δεν έχει ποτέ του πλυθεί, στραβοί είστε; Και τι με νοιάζει εμένα τι είναι, αν τον πιστέψουμε, μόνος του τα ’βγαλε τα μάτια του, οι πιο πολλοί είναι ναρκομανείς και κουβαλούν αρρώστιες, παντού κουνούπια, βγαίνουν από κουρτίνες, σεντόνια, ντουλάπες, ντουλάπια, ντουλαπάκια και σου ρίχνονται, ποιος ξέρει τι κουβαλά, ας κουβαλά ό,τι θέλει, δεν πάει να πνιγεί, εμένα να μην ενοχλεί, το λεωφορείο ποιος θα το ξεβρομίσει μετά, εσάς θα βάλω να το ξεβρομίσετε, που τίποτα δεν κάνατε ποτέ, όλα η Φιλιππινέζα, Κολωνακίου, σας βλέπω, από μακριά κάνετε μπαμ, με ποιο δικαίωμα, ρε, κρατούσατε την πόρτα, αλλά εγώ φταίω, με το που τον είδα, δεν έπρεπε να σταματήσω, για σας σταμάτησα και μου τη φέρατε. Να! Αυτό μου αξίζει. Αφού είστε τόσο ευαίσθητοι, να τον πάρετε με ταξί. Αν βρείτε ταξιτζή, να μου τρυπήσετε τη μύτη. Να τον βάλετε στα δικά σας αυτοκίνητα, εκεί μάλιστα, να σας παραδεχτώ, εδώ τι να παραδεχτώ, κακομαθημένα, εσείς θα κατεβείτε, σ’ εμένα θα μείνει. Δεν έπρεπε να σας αφήσω, ο νόμος με καλύπτει, εισιτήριο δεν χτύπησε, βρόμικος, γάζες μες στα αίματα, πού ξέρω εγώ τι κρύβει μες στις γάζες, ο νόμος καλύπτει τον οδηγό. Είμαι υπεύθυνος για την καθαριότητα του λεωφορείου, για τη δημόσια υγεία. Και καλά τα παιδαρέλια, εσείς μεγάλοι άνθρωποι, τον πιστέψατε; Λέει διαβητικός, ναρκωτικά, βρε, ναρκωτικά, λέει ΚΑΤ, να ζητιανέψει, ρε, τη δόση του ψάχνει, αν επιβάτης καταγγείλει τον οδηγό, ο οδηγός μπαίνει δεκαπέντε μέρες σε διαθεσιμότητα. Και ποιος θα μου πληρώσει το δάνειο εμένα, ΔΕΗ, χαράτσι, ποιος, εσύ; Ξέρεις τι είναι δεκαπέντε μέρες; Δεκαπέντε μέρες είναι όλα πίσω, καταστροφή, ποιος θα μου καλύψει εμένα τις δεκαπέντε μέρες;»
Η νουβέλα Σύνταγμα-ΚΑΤ, η οποία κλείνει με τη δανεική τελετουργική λέξη των Ιουδαίων, δηλαδή «αμήν», επιβεβαιώνει την ικανότητα της προαναφερομένης δημιουργού λόγου να οργανώνει επιμελώς τον αντικατοπτρισμό μας στη λίμνη των παθών μας. Κι αυτό ακριβώς το ομοιοπαθητικό κοίταγμα δικαιώνει από την πλευρά του την επιτέλεση του ρηματικού καθήκοντος της Χριστίνας Φραγκεσκάκη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή ταξιδιωτικών κειμένων «Εκεί» (εκδ. Κέδρος).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ένας σας να με καταγγείλει, ποιος θα πληρώσει τους διακανονισμούς; Τι θα φάμε μετά; Τα παιδιά είναι πάνω στην ανάπτυξη, εφηβεία, κάθε μέρα ψηλώνουνε, τα πήξαμε στα ρύζια και στα μακαρόνια, αν δεν φάνε το κρέας τους, την μπριζόλα τους, θα πέσει ο αιματοκρίτης, μου το ’πε ο παιδίατρος, μην ακούς τους χορτοφάγους, ψώνια είναι, μου είπε. Χωρίς κρέας πεθαίνει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να τρώει κρέας. Δεν το λέω εγώ, ο παιδίατρος το λέει. Αυτά είναι φαγητά, να φας παϊδάκια, μάλιστα. Τα άλλα είναι για τους κουνιστούς. Δεν έχω τίποτα με τους ανθρώπους, έτσι γεννηθήκανε, του Θεού είναι αυτό. Ποια ψυχολογικά, δεν υπάρχουν ψυχολογικά, είναι στο DNΑ τους, στο κύτταρό τους το ’χουν».