Παρατηρήσεις για την αμαρτία, τον πόνο, την ελπίδα και τον αληθινό δρόμο
Του Μάκη Πανώριου
Μπορεί η αμφίβολη ρεαλιστική πραγματικότητα να προκαλεί την μετάπλασή της σε λογοτεχνικό έργο. Αν όμως αυτή η διεργασία αρκεστεί στην φωτογραφική απεικόνισή της, τότε είναι καταδικασμένη να υποστεί την «μοίρα» της φωτογραφίας∙ την αναπόφευκτη σταδιακή φθοράς της.
Υπό αυτήν έννοια, και το μοιραία ξεπερασμένο, ως εκ τούτου, έργο, κάποια στιγμή παύει να «ομιλεί». Κατά κύριο λόγο, ο βηματισμός της όποιας ιστορίας του, ο οποίος συνεχώς διαμορφώνεται και, ως εκ τούτου, διαμορφώνει και την καθημερινότητα, άρα και τον Λόγο που την προσεγγίζει, είναι πολύ φυσικό, προϊόντος του χρόνου, να ακυρώνει και την περιστασιακή «στιγμή» της «πεπερασμένης» μυθολογίας του, αλλά και αυτόν τούτο τον Λόγο που επιστρατεύτηκε για να την «παγιδεύσει» και καμιά προσπάθεια «μετάφρασής» του εις τα καθ’ ημάς δεν μπορεί να τον «αναστηλώσει». Η όποια διάρκειά του ήταν περιορισμένου χρόνου και βραχύβιας διαδρομής. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι στερείται σημασίας. Κάθε άλλο∙ μπορεί, πιθανώς, να λειτουργήσει ως ανοδικό σκαλοπάτι στην συνεχώς ανερχομένη κλίμακα της Λογοτεχνίας, προς ένα πλέον σύνθετο και απαιτητικό Έργο.
Ωστόσο, το εξαιρετικά ειδικό αυτό Έργο, υπερβαίνοντας τους ερεθισμούς της χωροχρονικής πραγματικότητας, ακόμη κι όταν τους χρησιμοποιεί ως αναγνώσιμα σύμβολα, μπορεί να τους υπερβεί και να αποκτήσει κοσμική, συμπαντική διάσταση. Στην περίπτωση αυτή το ανθρώπινο τοπίο έχει υποστεί εσωτερική υπαρξιακή μεταστοιχείωση, και ο εξωτερικά «καθημερινός» κάτοικός του αποκαλύπτεται αυτός που είναι στην πραγματικότητα: Κεντρικό πρόσωπο της αιώνιας τραγωδίας του που συνεχώς την επαναλαμβάνει στον αιώνα τον άπαντα. Ολομόναχος ξαφνικά έρχεται αντιμέτωπος με το μυστήριο του Χάους, κυρίως, με το αβυσσαλέο μυστήριο του Εαυτού. Ή διαπιστωμένη άνευ λόγου και αιτίας ύπαρξη του, τον ωθεί σε τολμηρές προσεγγίσεις, έως και αφάνταστες αποκρυπτογραφήσεις του Αγνώστου, οι οποίες, όμως, τον οδηγούν εν συνεχεία σε σκοτεινά αινίγματα, που όσο και αν επιχειρείται η επίλυσή τους, τόσο πιο περίπλοκα και δυσεπίλυτα αποδεικνύονται.
Το έργο του Τσεχο-Εβραίου γερμανόφωνου συγγραφέα Φραντς Κάφκα (Πράγα 1883 – 1924), επικυρώνει και επιβεβαιώνει τα ανωτέρω προλεχθέντα. Νεανίας ακόμη, δέχτηκε την λεγόμενη επίθεση της πραγματικότητας∙ και προϊόντος του χρόνου, και της υπαρξιακής του ενηλικίωσης, το όραμα του κόσμου άρχισε να αποκτά τερατώδη χαρακτηριστικά και εφιαλτικές διαστάσεις. Το οικείο περιβάλλον του μεταμορφώνεται σε σκηνή αρχαίας τραγωδίας, με κεντρικό «αντιήρωα» τον ίδιο, ως συμβολική «μυθιστορηματική» περσόνα του ανθρώπου γενικότερα. Βίωσε προβληματική, μάλλον δυστυχισμένη ζωή, με σύντομες ανάπαυλες σχετικής ηρεμίας. Κατά πάσα πιθανότητα ευτυχισμένος, με την φιλοσοφική ερμηνεία της ευτυχίας, δεν υπήρξε ποτέ. Όχι μόνο το εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό περιβάλλον, η γονική εστία κυρίως, του αποκαλύπτονται ως τόποι μαρτυρίου-τιμωρίας του ενόχου. Το περιεκτικό αυτό σχήμα αποτελεί και το κέντρο της φιλοσοφίας του, με τις διακλαδώσεις του οποίου οικοδόμησε όλο το μνημειώδες έργο του. Βασικό σύμβολό της, με πλήθος παραλλαγές του, η μυθική σχεδόν μεταφυσική μορφή του Πατέρα που θα αποκτήσει οικουμενικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν θα επιβεβαιώσουν τον παραδοσιακό Πατέρας Αφέντη, αλλά θα αποκαλύψουν τον Πατέρα Κυρίαρχο. «Καταλάμβανες όλη τη Γη, και για το Παιδί δεν υπήρχε ούτε ένα κομματάκι της να σταθεί», τον προσδιορίζει υπαρξιακά, στην συγκλονιστική «Επιστολή στον Πατέρα» (1952), προσδιορίζοντας έτσι τη σχέση μεταξύ Γεννήτορα και Τέκνου, όπου Γεννήτωρ ο Ανώτατος Άρχων και Τέκνο ο Άσωτος Υιός. Υπό αυτή την οπτική, το ανθρώπινο πλάσμα αποκτά μια τρομαχτική συμβολιστική διάσταση, σύμφωνα με την οποία δεν είναι απλώς ένα «τυχαίο φαινόμενο», όπως τον θεώρησε η μοντέρνα ψυχαναλυτική οπτική του Έριχ Φρομ, αλλά ένας εκ προοιμίου αμαρτωλός που πρέπει να εκτίσει την ποινή του στη Φυλακή-Γη, μέχρι τη στιγμή που η Δικαιοσύνη θα την εκτελέσει. Η τραγωδία του έγκειται στο ότι δεν γνωρίζει το αμάρτημά του, ούτε και θα του αποκαλυφθεί στη διάρκεια της ζωής του. Πολύ φυσικό να είναι αδύνατον να εισέλθει στο Ανώτατο Δικαστήριο για να αποδείξει την αθωότητά του, που ενδέχεται και μην υπάρχει, εφ’ όσον ο κατηγορούμενος είναι δεδομένος και ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος να δικαστεί. Στον Πύργο, ως αποσυνάγωγος, δεν θα του επιτραπεί ποτέ να μπει. Ούτε και στον περιβάλλοντα χώρο του έχει θέση. Θα εξοριστεί σε μια φανταστική Αμερική που λειτουργεί συμβολικά ως Φυλακή-Γη. Θα επιχειρήσει ματαίως να καταφύγει στο Νόμο, αλλά φυσικά η είσοδος δεν θα του επιτραπεί. Θα αφήσει την τελευταία του πνοή μπροστά στην Πύλη του, πεθαίνοντας «σαν το σκυλί».
Υπό αυτή την ερμηνεία του μυστηρίου της ύπαρξης, όπως την νοεί ο Κάφκα, η ζωή δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένη, ούτε «φυσιολογική», διότι πώς μπορεί να είναι ευτυχισμένος και «φυσιολογικός» ο εκ φύσεως «ένοχος»; Πολύ «φυσικά», επομένως, όταν του «αποκαλύπτεται η ενοχή του να διαπιστώνει ότι στη ζωή δεν υπάρχει ευτυχία, μόνο οδύνη, και η Γη δεν είναι παρά το κολαστήριο της τιμωρίας του. O συγγραφέας Κάφκα, θα την σχεδιάσει με ανεπανάληπτους μύθους, ως «καθημερινός» άνθρωπος όμως, υποσυνείδητα πιθανώς, θα επιχειρήσει να την εξορκίσει σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων. Θα προσπαθήσει να δημιουργήσει μια γέφυρα επικοινωνίας με το εξωτερικό (γυναίκες, φίλους) και το εσωτερικό (γονική εστία κυρίως) περιβάλλον. Αυτή τη γέφυρα δεν θα την «χτίσει» ποτέ. Θα αποτυγχάνει συνεχώς στην προσπάθειά του να την «οικοδομήσει». Ούτε και ο συγγραφέας που πίστευε ότι ήταν, «είμαι μόνο λογοτεχνία», τον κάλυπτε. Θεωρούσε τον συγγραφικό του Λόγο μάταιο∙ δεν ήταν αυτός που θα ήθελε να είναι. Μισοτελειωμένα έργα, συνεχείς παραλλαγές τους, σπαράγματα κειμένων, αγχωτική αλληλογραφία, ασθματικά ημερολόγια, μια αφάνταστη παραμορφωτική εικόνα της καθημερινής του τραγωδίας. Θα ήθελε, αναχωρώντας απ’ αυτή, να μη μείνει τίποτε απ’ αυτόν τον «ένοχο», δεν ήθελε «η ντροπή να εξακολουθήσει να ζει και μετά απ’ αυτόν»∙ και ζήτησε απ’ τον φίλο του Μαξ Μπροντ να καταστρέψει ό,τι είχε γράψει. Ευτυχώς ο Μπροντ δεν τον υπάκουσε, κι έτσι ο κόσμος πλούτισε με την μοναδικής ποιότητας και ύψους πνευματική κληρονομιά του.
Οι ανά χείρας «Αφορισμοί» του, γράφτηκαν μεταξύ 1917 – 1918, και δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με την χριστιανική-εβραϊκή-καθολική σημασία τους. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Μπροντ πάντα, «σχεδιάζουν και εικονογραφούν την προσωπική θεολογία» του φίλου του. Πρόκειται για σύντομα αινιγματικά κείμενα, αλλόκοτα, παράδοξα, απόκοσμα, ανερμήνευτα εν πολλοίς, που αποκαλύπτουν ένα εσωτερικό ανθρώπινο σύμπαν σε συνεχή αναταραχή. Δεν υπονομεύουν απλώς τον ρεαλισμό που τα προκάλεσε, αλλά υπερβαίνοντάς τον λειτουργούν ως ποιητικά σπαράγματα, την «ουσία» των οποίων ο αναγνώστης πρέπει να αναζητήσει στο βάθος της εικόνας τους και πίσω από τις λέξεις τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, αυτός ο απαιτητικός αναγνώστης, επανέρχεται συνεχώς στο ανεξερεύνητο τοπίο τους, ανακαλύπτοντας συνεχώς άγνωστες εισόδους προς αυτό, που του είχαν διαφύγει στην προηγούμενη επίσκεψή του, και που τον οδηγούν σε άλλες «περιοχές», την αμφίβολη ερμηνεία των οποίων είναι προτιμότερο να αποφύγει και να αφεθεί στην απόλαυση της ποιητικής τους διάστασης. Η «μελωδία» τους και μόνο είναι, πιθανώς, ένα ανεκτίμητο κέρδος. Ούτως η άλλως, η ωραιότητα και η όποια εσωτερική της διάσταση απολαμβάνεται τέτοια που είναι εκ φύσεως, και χωρίς «βαθυστόχαστες» αναλύσεις, που μάλλον τις βλάπτουν αν δεν τις παρερμηνεύουν μάλιστα. «Όλος ο κόσμος θέλει να καταλάβει την ζωγραφική», είχε πει ο Πικάσο. «Γιατί δεν προσπαθεί να καταλάβει το κελάδημα ενός πουλιού ή τα κύματα που φλοισβίζουν;»
Οι «Αφορισμοί», δεν μεταδίνουν μόνο το κελάδημα ή τον φλοίσβο, αλλά κυρίως την κραυγή αγωνίας του πάσχοντος (σκεπτόμενου) ανθρώπου, που βασανίζεται από τα εφιαλτικά φαντάσματα του αινίγματος της ύπαρξης. Επιλέγω έναν απ’ αυτούς, όχι τόσο ως δείγμα γραφής τους, όσο, κυρίως, για το συμπυκνωμένο νόημα της φιλοσοφίας του Κάφκα, μια «ποιητική» γραφή, αν μπορεί κανείς να την ονομάσει έτσι, της ανθρώπινης τραγωδίας: «Ένα κλουβί αναζήτησε ένα πουλί» (16). Σε πρώτη ανάγνωση η παράδοξη αυτή φράση μοιάζει το λιγότερο παράλογη, αν όχι εξωφρενική, ακόμη και με ποιητικά κριτήρια. Μια δεύτερη, όμως, πιθανή αποκρυπτογράφηση του «κρυφού» συμβολισμού της, χωρίς αυτό να σημαίνει επ’ ουδενί ότι είναι απαραιτήτως μόνον αυτή, μας επιτρέπει μια τολμηρή ερμηνεία της, παρ’ όλο που είναι εντελώς αδύνατο να συλλάβει κανείς τις ψυχολογικές «αναταραχές» του συγγραφέα που υπαγόρευσαν τη γραφή της στη δεδομένη στιγμή. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την «άλλη» ανάγνωση των συμβόλων της, Κλουβί είναι η Αιώνια Φυλακή-Γη η προορισμένη για τον Ένοχο. Πουλί είναι αυτός ακριβώς ο Άνθρωπος-Ένοχος. Το Κλουβί γνωρίζοντας τον υπαρξιακό του ρόλο αναζητά το Πουλί να το κατοικήσει, επειδή ως Καταδικασμένο η θέση του είναι μέσα σε αυτό. Δεν νοείται να το αποφύγει, δεν μπορεί να το αποφύγει, διότι αν «επαναστατούσε» απορρίπτοντας και την διαπιστωμένη ενοχή του και τον συμβολικό χώρο απόδοσης Δικαιοσύνης, τότε υπάρχει κίνδυνος διασάλευσης της Κοσμικής Τάξης, κατάρρευση των θεμελιωδών ισορροπιών της, απόρριψη των Νόμων που την συνιστούν, και ως εκ τούτων Καταστροφή του Σύμπαντος. Δεν θα επιτραπεί ποτέ σε ένα τέτοιο Έγκλημα να νομιμοποιήσει αυτή την Αναρχία. Το Πουλί οφείλει να αποδεχτεί το Κλουβί∙ και δεν έχει καμιά σημασία ότι δεν γνωρίζει το Σφάλμα του. Αυτό θεωρείται δεδομένο. Και μόνο η αναγγελία της ενοχής του το επιβεβαιώνει, το Κλουβί το συνυπογράφει και ο θάνατός του το επισφραγίζει. Η Κοσμική Τάξη πρέπει να αποκαθίσταται.
Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει επί μακρόν τις προσπάθειες «ερμηνείας», πιθανώς και υπό άλλες οπτικές γωνίες. Η προτεινόμενη δεν φιλοδοξεί να είναι η απόλυτη, προτείνει όμως ένα πιθανό βλέμμα ανάγνωσης των «Αφορισμών», τους οποίους ο προβληματισμένος αναγνώστης μπορεί να προσεγγίσει, θα τολμούσαμε να πούμε, ακόμη και αν δεν γνωρίζει τον συγγραφέα και το έργο του∙ επειδή το κάθε ένα απ’ αυτά εκπέμπει την δική του υπαρξιακή κραυγή.
Κλείνοντας το σημείωμα θα πρέπει να τονίσουμε την ποιότητα της λογοτεχνικής μετάφρασης του Σπύρου Δοντά, η οποία μεταγράφει εις τα καθ’ ημάς με μουσικά ελληνικά τους «Αφορισμούς». Η εμπεριστατωμένη και κατατοπιστική εισαγωγή του εξάλλου θα βοηθήσει τα μέγιστα τον αναγνώστη να «εισέλθει» στο μυστικό σύμπαν τους.
Εισαγωγή – Μετάφραση: Σπύρος Δοντάς,
Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 2012, σελ. 90
Τιμή € 8,52