Για το βιβλίο του Πάτρικ Σβένσον [Patrik Svensson] «Βαθύ μπλε – H θάλασσα, τα βάθη της και η αναζήτηση του αγνώστου» (μτφρ. Αγγελική Νάτση, εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα: Σκίτσα από τη ζωή στη θάλασσα βασισμένα σε γκραβούρες του 1849.
Γράφει η Άννα Λυδάκη
Ο Πάτρικ Σβένσον γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό στο βορειοδυτικό Σκόνε της Σουηδίας, περίπου τριάντα χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα. Πριν πάει στο σχολείο έμαθε να διαβάζει από ένα βιβλίο για καρχαρίες και σελάχια, για σμέρνες και μπαρακούντα, για τόνους και για άλλα είδη της θάλασσας, συνδέοντας τις εικόνες με το μικρό κείμενο από κάτω που του διάβαζε η μητέρα του. Έτσι ξεκίνησε ο θαυμασμός του, η αγάπη και το δέος για τους ωκεανούς και για τη ζωή που πάλλεται μέσα στο μπλε ή στην κατάμαυρη άβυσσο των νερών, και γεννήθηκε η επιθυμία του να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για τη θάλασσα.
Τα συναισθήματα αυτά αναδύονται στο υπέροχο βιβλίο του, όπου ιστορίες για γνωστούς και άγνωστους θαλασσοπόρους και για πρωτοπόρους ερευνητές συνυπάρχουν με επιστημονικές ανακαλύψεις και σκέψεις του συγγραφέα για τη θάλασσα, για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την ομορφιά της, για τις απαρχές της ζωής.
Ο ρυθμός του κόσμου μάς λικνίζει όλους στο ίδιο μήκος κύματος, γράφει ο Σβένσον: Όλη η ζωή, τα φυτά, τα ζώα, ακόμα και οι μονοκύτταροι οργανισμοί έχουν ένα εσωτερικό ρολόι που «λέει» σε κάθε ον πότε είναι ώρα να ξυπνήσει ή να κοιμηθεί. Κάθε ζωντανός οργανισμός έχει διαφορετικές περιόδους δραστηριότητας και ανάπαυσης, όμως όλοι κοιμούνται και ξυπνούν με τον ίδιο βασικό ρυθμό που, λίγο πολύ, αντιστοιχεί στον ακριβή χρόνο που χρειάζεται η Γη για να εκτελέσει μια περιστροφή γύρω από τον άξονά της.
Ο ρυθμός αυτός δεν υπάρχει μόνο στο φως, όπου ο ήλιος ανατέλλει και δύει, αλλά και στα βάθη της θάλασσας. Και εκεί, στα βαθιά προς την άβυσσο, εκεί όπου δεν υπάρχει φως, οι μορφές ζωής βιώνουν περιόδους δραστηριότητας και ανάπαυσης, όπως κάθε ζωή στον πλανήτη. Και η ίδια η θάλασσα βρίσκεται σε αέναη κίνηση, που ρυθμίζεται από τον Ήλιο και τη Σελήνη. Ο ρυθμός αυτός του πλανήτη, ο ρυθμός της ζωής, φανερώνει ότι όλοι είμαστε συνδεδεμένοι με τη Γη που μοιραζόμαστε, το σπίτι μας, συμπεραίνει ο συγγραφέας.
Σχεδόν τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια στο παρελθόν, προέκυψε στη θάλασσα αυτό που ονομάζουμε ζωή. Μόλις πριν από πεντακόσια εκατομμύρια χρόνια, οι πρώτοι οργανισμοί άρχισαν να βγαίνουν στην ξηρά.
Σχεδόν τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια στο παρελθόν, προέκυψε στη θάλασσα αυτό που ονομάζουμε ζωή. Μόλις πριν από πεντακόσια εκατομμύρια χρόνια, οι πρώτοι οργανισμοί άρχισαν να βγαίνουν στην ξηρά. Κάποια χερσαία ζώα σίγουρα το μετάνιωσαν και μερικά σύρθηκαν ξανά στη θάλασσα, όπως οι θαλάσσιες χελώνες, και αργότερα κάποια θηλαστικά πήραν τον δρόμο της επιστροφής στη θάλασσα κι έγιναν φάλαινες και δελφίνια. Ήταν μήπως νοσταλγία για την πατρίδα; αναρωτιέται ο Σβένσον.
Κάπου ανάμεσα στις διακόσιες και τις τριακόσιες χιλιάδες χρόνια στο παρελθόν, γεννήθηκε ο Homo sapiens. Ο νεοφερμένος άνθρωπος –μια στιγμή σχεδόν αμελητέα ο ερχομός του– σε σχέση με την ιστορία της θάλασσας και της ζωής, μετακινείται, όχι πάντα από ανάγκη, αλλά επειδή νιώθει περιέργεια μπροστά στο άγνωστο και στο αινιγματικό και θέλει να το ανακαλύψει.
Οι πρώτοι ταξιδευτές οι Πολυνήσιοι, οι Φοίνικες, οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι… ακολούθησαν τα αποδημητικά πουλιά και ήξεραν να προσανατολίζονται με τον ήλιο, τα αστέρια και τη σελήνη. Στα μεγάλα ταξίδια τους στη θάλασσα άρχισαν να παρατηρούν και να ερμηνεύουν τα σημάδια όταν το νερό άλλαζε χρώμα ή όταν τα ρεύματα άλλαζαν κατεύθυνση, γράφει ο Σβένσον. Έμαθαν να αντιλαμβάνονται τη λειτουργία των ανέμων, είδαν την άμπωτη και την πλημμυρίδα, άκουσαν τα κύματα που αποκάλυπταν ότι το βάθος από κάτω τους είχε μειωθεί, και έμαθαν να ερμηνεύουν τη ζωή κάτω από την επιφάνεια του νερού παρατηρώντας κοπάδια ψαριών.
Τα θαλάσσια ταξίδια ήταν απαραίτητα για το εμπόριο και τις κατακτήσεις αλλά επίσης, σημειώνει ο Σβένσον, η θάλασσα υποσχόταν μια νέα αρχή και συχνά ένα καταφύγιο για να ξεφύγει κανείς από τα τρέχοντα. Ίσως και γιατί σε έναν πλήρως εξερευνημένο, κατακτημένο και αποσαφηνισμένο κόσμο, η ζωή χάνει μέρος του νοήματος και του σκοπού της. Η θάλασσα, ως η ανοιχτή άβυσσος του κόσμου, προκαλεί και προσκαλεί, παρά το ότι μόλις χαθεί από τα μάτια η ξηρά, χάνεται ο έλεγχος του ανθρώπου στον κόσμο και βρίσκεται στο έλεος ενός άλλου στοιχείου.
Ο Σβένσον γράφει για τους πρώτους χάρτες και τα ναυτικά ημερολόγια και το πώς ο Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος, ο Φερδινάνδος Μαγγελάνος, ο Κολόμβος, ο Βάσκο Ντα Γκάμα, ο Ενρίκε, ο Χουάν Σεμπαστιάν Ελκάνο και άλλοι θαλασσοπόροι καθόρισαν ποικιλοτρόπως την εποχή τους.
Αυτό που έμοιαζε με εξερεύνηση και περιέργεια μετατράπηκε γρήγορα σε ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, λεηλασία, σκλαβιά και στυγνή εκμετάλλευση των πόρων της Γης, απαράμιλλη στην ιστορία της εξέλιξης.
Στο τέλος του 15ου αιώνα και αρχές του 16ου, η θάλασσα άνοιγε τον δρόμο για τα πλούτη: μεταξωτά, γεύσεις, αρώματα, μαργαριτάρια, διαμάντια… Αυτό που έμοιαζε με εξερεύνηση και περιέργεια μετατράπηκε γρήγορα σε ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, λεηλασία, σκλαβιά και στυγνή εκμετάλλευση των πόρων της Γης, απαράμιλλη στην ιστορία της εξέλιξης. «Το ότι την Εποχή των Ανακαλύψεων ακολουθεί ο επονομαζόμενος Διαφωτισμός είναι σίγουρα ειρωνικό», σχολιάζει ο Σβένσον αναφερόμενος στη βάναυση προέλαση προς την κυριαρχία ανθρώπων και πολιτισμών και της ίδιας της φύσης.
Τους αποικιστές ακολούθησαν οι φαλαινοθήρες, και τον 18ο αιώνα σχεδόν όλοι οι νεαροί του Ναντάκετ έκαναν τακτικά φαλαινοθηρικά ταξίδια. Η φάλαινα, το πιο θρυλικό και μυθικό από όλα τα μεγάλα θηλαστικά της θάλασσας, έγινε ένα ποθητό εμπόρευμα, κι έτσι καταδικάστηκε σε αφανισμό.
Στην παγωμένη, αιώνια νύχτα του βυθού της θάλασσας υπάρχουν πολλές και ποικίλες μορφής ζωής που δεν τις γνωρίζουμε όλες, καθώς τεράστιες περιοχές της Γης (περίπου το 80%), καλυμμένες από νερό μένουν εκτός της ανθρώπινης γνωστικής σφαίρας. «Ζούμε σε έναν θαλάσσιο πλανήτη, σε έναν βαθύ μπλε βόλο. Η θάλασσα είναι πολύ μεγαλύτερη, πολύ πιο άγρια και ισχυρή από οτιδήποτε άλλο, ταυτόχρονα όμως είναι μοναχική και εύθραυστη», τονίζει ο συγγραφέας συνεχίζοντας: «Η εξερεύνηση της θάλασσας, που ξεκίνησε από την ανθρώπινη περιέργεια, οδήγησε σε ανατροπή της ισορροπίας, και τις ακριβείς συνέπειες κανείς δεν μπορεί να τις αντιληφθεί ακόμη σήμερα».
Ο Patrik Svensson (Πάτρικ Σβένσον, 1972) είναι δημοσιογράφος στο πολιτιστικό της εφημερίδας Sydvenskan. Ζει με την οικογένειά του στο Μάλμε της Σουηδίας. Το πρώτο του βιβλίο, Το βιβλίο των χελιών σημείωσε μεγάλη επιτυχία, ενώ το Βαθύ Μπλε, μόλις ξεκίνησε να μεταφράζεται, με την ελληνική έκδοση να βρίσκεται μεταξύ των πρώτων μεταφράσεων (φινλανδική, δανική, γερμανική, ιταλική και ελληνική οι μεταφράσεις που κυκλοφορούν). |
Ο Σβένσον καταγράφει τη συναρπαστική ιστορία του Ρόμπερτ Ντικ, του φτωχού αρτοποιού από τη Σκοτία του 19ου αιώνα, ο οποίος βρήκε μια πέτρα που θα άλλαζε την άποψή μας για την προέλευση της ίδιας της ζωής.
Ο Ντικ, χωρίς κίνητρα για το σχολείο και δυστυχισμένος στο σπίτι, άρχισε να περνά όλο και περισσότερο χρόνο στη φύση. Σκαρφάλωνε στα βράχια και έπαιζε δίπλα στα ρυάκια, μελετώντας τα πουλιά τα φυτά και τα λουλούδια, τα κοχύλια και τα έντομα, τους βράχους και τα απολιθώματα και άρχισε να μαζεύει και να μελετά διάφορα είδη πετρωμάτων. Παρατηρούσε τις διάφορες μορφές ζωής και έμαθε εμπειρικά πώς κινούνταν τα φυτά, πώς ζούσαν τα ζώα, πώς πήραν το σχήμα τους οι πέτρες… Έβλεπε τα κύματα να κυλούν βίαια προς την ακτή σαν αφρισμένοι καταρράκτες και όταν ο καιρός ήταν καλός, ο ωκεανός με το ατελείωτο βουητό και το βρυχηθμό υπενθύμιζε συνεχώς την παρουσία του. Και ο Ντικ αφιέρωσε τη ζωή του στην αποκάλυψη των μυστικών που κρύβονταν ή κρύβονται ακόμη στη θάλασσα.
Ο φούρναρης του Θέρσο, σχολιάζει ο Σβένσον, παθιασμένος, μοναχικός και ποιητής, σεμνός, φτωχός και ταπεινός, όμως ικανοποιημένος από τη ζωή του, έζησε απαρατήρητος, αλλά «με έμφυτη τάση να κατανοήσει τον κόσμο γιατί δεν μπορούσε να τον αγνοήσει» και πρόσφερε πολλά στην επιστήμη.
Η «βιογράφος της θάλασσας» και πρωτοπόρος του σύγχρονου περιβαλλοντικού κινήματος, στην οποία αφιερώνει ένα κεφάλαιο ο συγγραφέας, είναι η Ρέιτσελ Κάρσον που είδε τον ωκεανό για πρώτη φορά όταν ήταν είκοσι δύο ετών. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε δει τα κύματα, ποτέ δεν είχε ακούσει το μουρμουρητό του ωκεανού, ποτέ δεν είχε μυρίσει το αλάτι και τα φύκια, όπως γράφει η ίδια. Όμως, η ζωή της σημαδεύτηκε από τη θάλασσα και έγραψε γι’ αυτήν τρία βιβλία. Ήταν 44 χρονών το 1951, όταν δημοσίευσε το βιβλίο Η θάλασσα γύρω μας, ένα βιβλίο με λογοτεχνική μορφή, αλλά επιστημονικό περιεχόμενο που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και της χάρισε το βραβείο National Book Award.
Όλα άρχισαν όταν μια μέρα, κατά τη διάρκεια μιας βόλτας στο δάσος η Ρέιτσελ Κάρσον βρήκε το απολίθωμα ενός ψαριού. «Εκεί, στους άγριους δασώδεις λόφους, τόσο βαθιά στην ενδοχώρα, εκεί που ούτε οι γλάροι με τους τσιριχτούς χαιρετισμούς τους από τη θάλασσα δεν έφταναν, ανακάλυψε τα υπολείμματα μιας μορφής ζωής που κάποτε κινούνταν βαθιά μέσα σε αυτό το τόσο ξένο για εκείνη στοιχείο. Ίσως τότε γεννήθηκε η λαχτάρα της να γνωρίσει και να κατανοήσει όλα τα άγνωστα μυστικά που κρύβει η θάλασσα», σκέφτεται ο Σβένσον. Ο συνεχής βρυχηθμός των κυμάτων ήταν για εκείνη μια συγκλονιστική μουσική εμπειρία και ένιωσε σαν να ήξερε από πάντα αυτή τη μελωδία. Τη γοήτευσε η θάλασσα για το μυστήριο και την απεραντοσύνη της, κι καταλάβαινε ότι μπροστά της ο άνθρωπος είναι μικρός και ασήμαντος και ότι η «αδυσώπητη, αμείλικτη δύναμη της θάλασσας», σαγηνεύει και κατακλύζει και μπορεί να εκμηδενίσει τα πάντα.
Όλη η ζωή προέρχεται από τη θάλασσα, την αρχική μήτρα, την αρχή και προϋπόθεση των πάντων. Αυτή είναι η απαρχή της ιστορίας, από εκεί ξεκινούν όλες οι ιστορίες, γράφει ο Σβένσον. Και όταν ο άνθρωπος βυθίζει το μολυβένιο βαρίδι του στα σκοτάδια του αγνώστου για να βρει τον πυθμένα της θάλασσας, είναι σαν να αναζητά, κατά κάποιον τρόπο, τον πυθμένα όλων των πραγμάτων και των ανθρώπων. Αναζητά το δύσκολο στον ορισμό αλλά υπαρκτό νόημα που ρέει βαθιά σαν ωκεάνιο ρεύμα κάτω από την επιφάνεια, μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Το Βαθύ μπλε είναι ένα βιβλίο ποιητικό, γοητευτικό και ταυτόχρονα επιστημονικό που συναρπάζει τον αναγνώστη. Το βαθύ μπλε και η σκοτεινή άβυσσος αναδύονται «ζωντανά» μέσα από τις μαγευτικές περιγραφές της κρυμμένης στα νερά ζωής, ενώ οι ιστορίες και οι σκέψεις του συγγραφέα φανερώνουν τον κοινό πυρήνα που υπάρχει σε όλες οι μορφές ζωής.
* Η ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ είναι ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τελευταίο έργο της, Ο άνθρωπος και τα άλλα ζώα (εισαγωγή, επιμέλεια), εκδ. Παπαζήση, 2019.