
Για τη μελέτη της Κατερίνας Κωστίου «...ως όνομα ψιλόν – Η συγκρότηση και η λειτουργία του προσωπείου στην ποίηση του Κ. Π. Καβάφη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Μια συνολική θεώρηση των προσωπείων στον Κανόνα των αναγνωρισμένων ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη, όπως αυτή που κάνει ενδελεχώς η Κατερίνα Κωστίου, έρχεται να φωτίσει τον τρόπο με τον οποίο ο ποιητής σκηνοθετεί τα ποιήματά του και παρουσιάζει υπό πρίσμα τις ιδέες του.
Κι ενώ όλοι οι παροικούντες την καβαφική Ιερουσαλήμ (ή έστω την Αλεξάνδρεια) γνωρίζαμε πως οι περσόνες ήταν σήμα κατατεθέν σε μια ποίηση, που αποκαλύπτει και συγκαλύπτει ταυτόχρονα, τώρα έχουμε έναν ολοκληρωμένο οδηγό για να τις χαρτογραφήσουμε, να τις παρακολουθήσουμε στη διάρκεια του χρόνου (λ.χ. πριν και μετά το σημαδιακό 1918) και να δούμε πώς αυτές διαθλούν μέσα από κάτοπτρα το συγγραφικό είναι. Η Κατερίνα Κωστίου χωρίζει τα προσωπεία σε ερωτικά, σε καλλιτεχνικά και σε ιστορικά, τα οποία λειτουργούν άλλοτε ξεχωριστά κι άλλοτε διασταυρούμενα. Μέσω αυτών ο ποιητής εκφράζει τις απόψεις του, την «υποθετική εμπειρία» που προεκτείνει τη ζωή του και την τεθλασμένη οπτική του γωνία πάνω στον κοινωνικά κατακριτέο έρωτα, στις καλλιτεχνικές του προτάσεις και στην ιστορική βίωση της πραγματικότητας.
Τα προσωπεία τελικά, οι ιστοριογενείς ή φανταστικοί δηλαδή χαρακτήρες, οι οποίοι πρωταγωνιστούν στα 154 ποιήματα του Αλεξανδρινού, είναι τα στόματα, μέσω των οποίων πολυφωνικά και δραματικά ο ποιητής διαχέει τη σκέψη και τα συναισθήματά του.
Για να φτάσουμε όμως σ’ αυτό το σταυροδρόμι, αξίζει να δούμε τους δρόμους με τους οποίους γενικά η καβαφική βιβλιογραφία και ειδικότερα η συγγραφέας, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, έφτασε ως εκεί. Οι δρόμοι αυτοί ονομάζονται θέατρο, alter ego, ειρωνεία, ειλικρίνεια και αλήθεια, συγκάλυψη και αποκάλυψη…Καθένας απ’ αυτούς μελετήθηκε πλήρως ή επιμέρους από άλλους μελετητές, ασφαλτοστρώθηκε κατά τη φιλολογική έρευνα και τώρα μπορούμε εμείς να δούμε πώς καταλήγει στην έννοια και λειτουργία του προσωπείου.
Τα προσωπεία τελικά, οι ιστοριογενείς ή φανταστικοί δηλαδή χαρακτήρες, οι οποίοι πρωταγωνιστούν στα 154 ποιήματα του Αλεξανδρινού, είναι τα στόματα, μέσω των οποίων πολυφωνικά και δραματικά ο ποιητής διαχέει τη σκέψη και τα συναισθήματά του.
Από το 1933, όταν ο Κ.Θ. Δημαράς μίλησε για την «ηθοποιία» στον Αλεξανδρινό, έως τις σημερινές θεωρίας περί επιτελεστικότητας, ο αναγνώστης των καβαφικών ποιημάτων αναγνωρίζει σ’ αυτά μια οφθαλμοφανή δραματικότητα, τόσο στο σκηνικό, στον διάλογο, στις συγκρούσεις, στη δέση και τη λύση, στην καβαφική ειρωνεία, στην πολυφωνία των οπτικών γωνιών και φυσικά στους χαρακτήρες. Είτε πρόκειται για δραματικούς μονολόγους ή για διαλόγους, είτε τα πρόσωπα δρουν ή απλώς μιλούν (αφού λεκτικές πράξεις –speech acts– είναι και τα λόγια, κατά τον J.L. Austin), κάθε ποίημα ορθώνει μπροστά μας ένα μικρο-δράμα, όπου εκτυλίσσεται η δράση, η κορύφωση κι ενίοτε η πτώση.
Στενά συνδεδεμένη με τη θεατρικότητα είναι η ειρωνεία, είτε πρόκειται για τη γνωστή από την αρχαιότητα τραγική ειρωνεία, είτε τη σκωπτική ειρωνεία που περιγελά πλάνα σχέδια και λεκτικές κορώνες, είτε για την ειρωνεία ως αντίφαση (αντινομία ή σύγκρουση) ανάμεσα στα λόγια των προσώπων και την έκβαση των πράξεών τους. Η ειρωνεία μάς οδηγεί στην έννοια της αλήθειας, στο τι λέγεται αληθινά και τι παραπλανητικά, χωρίς ο ομιλών να το εννοεί, και στην έννοια της υποκειμενικότητας και της μερικότητας της αλήθειας, αλλά και της πολυφωνίας, κατά την οποία όσοι μιλάνε έχουν ένα ποσοστό δίκιου και συνάμα όλοι σφάλλουν στο γλιστερό μονοπάτι της ζωής.
Είναι η τεχνική της συγκάλυψης και της αποκάλυψης, που επέλεξε συνειδητά ο Κ. Καβάφης, ώστε να ενδύσει με «υποκριτικό» μανδύα τις ερωτικές του διαθέσεις, σε μια εποχή και σε μια κοινωνία που δεν θα ανεχόταν την ομοφυλοφιλική του συμπεριφορά.
Η αλήθεια οδηγεί περαιτέρω στην (αν)ειλικρίνεια, τόσο του αφηγητή όσο και κάθε χαρακτήρα, αλλά και στο βάθος της σκηνής του ίδιου του ποιητή, ο οποίος κρύβεται, καμουφλάρεται και υπαινίσσεται όσα δεν θέλει να πει ρητά. Είναι η τεχνική της συγκάλυψης και της αποκάλυψης, που επέλεξε συνειδητά ο Κ. Καβάφης, ώστε να ενδύσει με «υποκριτικό» μανδύα τις ερωτικές του διαθέσεις, σε μια εποχή και σε μια κοινωνία που δεν θα ανεχόταν την ομοφυλοφιλική του συμπεριφορά. Εδώ, χρήσιμη είναι η έννοια του alter ego, του χαρακτήρα που κατασκευάζουν πολλοί συγγραφείς ως εξωτερική προβολή μιας πτυχής του εαυτού τους, ώστε έμμεσα και νυκτικά να φανερώσουν στοιχεία του χαρακτήρα τους.
Τα προσωπεία, λοιπόν, έρχονται να αποτελέσουν η συνισταμένη όλων αυτών των συνιστωσών, τα λειτουργικά alter ego, που αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη από το πρόσωπο του ποιητή, αλλά ταυτόχρονα επιτρέπουν να ακουστεί η φωνή του, τεθλασμένη, παραλλαγμένη, ποιητική μέσω μιας εύγλωττης μάσκας. Persona, άλλωστε, στα λατινικά σήμαινε αυτό διά του οποίου περνούσε ο ήχος (per + sonus) και προσωπείο στα ελληνικά η μάσκα που κρύβει το πραγματικό πρόσωπο.
Επομένως, τι ακριβώς κάνει ο Κ.Π. Καβάφης; Σκορπίζει μέσα στα ποιήματά του ένα, δύο ή καμιά φορά και περισσότερα alter ego, παρουσιάζει τη ζωή τους σαν αυτόνομη παρουσία και τα λόγια τους ενταγμένα στο δικό τους συγκείμενο, αλλά κατά βάση –έμμεσα, διαθλασμένα, διαμεσολαβημένα, υπαινικτικά κ.λπ.– σχολιάζει, εκτιμά, εκφράζεται, αναδεικνύει πτυχές της ζωής του σε ένα ποιητικό καμουφλάζ με εξαιρετικά αποτελέσματα. Συγκαλύπτει τις πραγματικές διαθέσεις του, καθώς ο εκάστοτε χαρακτήρας δεν είναι ο ποιητής, αλλά συνάμα αποκαλύπτει σκέψεις και στάσεις δικές του, σαν άλλος Γκυστάβ Φλωμπέρ που αναφώνησε «Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ!»
Η ποίηση του Καβάφη παραμένει διαχρονικά επίκαιρη, γιατί τα υλικά της ερμηνεύονται με διαφορετικό τρόπο όσο εξελίσσεται η θεωρία της λογοτεχνίας και η ανθρώπινη σκέψη. Επομένως, το βιβλίο της Κατερίνας Κωστίου έρχεται ώριμο και συστηματικό να αναδείξει το προσωπείο, τόσο μέσα στα καβαφικά συμφραζόμενα, όσο και με τα πρίσματα της σημερινής μας αντίληψης περί λογοτεχνίας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).