Για το βιβλίο του Βασίλη Μπουκουβάλα «Ομηρικές εκλογές» (εκδ. Το Ροδακιό). Κεντρική εικόνα: Σχέδιο του ζωγράφου Κώστα Παπατριανταφυλλόπουλου.
Της Μαρίας Μαυρικάκη
«Δοκιμαστικές μεταγραφές» αποκαλεί ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογό του την κοπιώδη και ειλικρινή του προσπάθεια να μεταφέρει ερανίσματα από τα ομηρικά έπη στην καθημερινή γλώσσα. Η καλαίσθητη έκδοση που κυκλοφόρησε από Το Ροδακιό, έναν χρόνο έπειτα από τον θάνατο του Βασίλη Μπουκουβάλα, είναι σε πολυτονικό, κοσμείται από σχέδια του ζωγράφου Κώστα Παπατριανταφυλλόπουλου και φωτογραφίες αρχαίων αγαλμάτων και επιτύμβιων στηλών επιλεγμένες από τον Βασίλη Μπουκουβάλα, ενώ το ψηφιδωτό πορτρέτο του συγγραφέα είναι φιλοτεχνημένο από τον Δημήτρη Φουντά, ο οποίος είχε και την επιμέλεια της έκδοσης.
Υποτασσόμενος εξ αρχής στο μεγαλείο του Ομήρου, ο Μπουκουβάλας αποσαφηνίζει ότι «καμία μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει την προφορική του γλώσσα, τους θεατρικούς του χαρακτήρες, το γλωσσικό του αμάλγαμα, την ακρίβεια του μέτρου: το τραύμα και την ίασή του». Ο ίδιος, συνομιλώντας με τον αναγνώστη, προσπαθεί να αποφύγει τυχόν αλλοιώσεις από ηθικές προκαταλήψεις ή από κεκτημένη ερμηνευτική ταχύτητα και κεντά σχολαστικά κάθε λέξη από τα επιλεγμένα σπαράγματα των επών, κυρίως της Ιλιάδας. Δίνει μάχη με τα λογοτυπικά επίθετα, μοχθεί με τα μόρια, παρατηρεί την ύπαρξη δεκαπεντασύλλαβου στον Όμηρο και προτείνει το έντεχνο της γλώσσας του ως μέσο αποφυγής χρόιων αγκυλώσεων καθαρεύουσας και δημοτικής.
Κάθε κεφάλαιο συνίσταται από σταχυολογημένο κείμενο σε πρωτότυπο και μετάφραση, εισαγωγική τοποθέτηση και πλήθος πραγματολογικών και ετυμολογικών σχολίων.
Κάθε κεφάλαιο συνίσταται από σταχυολογημένο κείμενο σε πρωτότυπο και μετάφραση, εισαγωγική τοποθέτηση και πλήθος πραγματολογικών και ετυμολογικών σχολίων. Αρχικά αναλύεται η σκηνή διαπληκτισμού Μενέλαου-Αντίλοχου κατά τη διάρκεια αρματοδρομίας [Ψ 570-600], και στη συνέχεια η περιγραφή θανάτου του νεαρού Σιμοείσιου από το χάλκινο κοντάρι του Αίαντα [Δ 488-493], με το φακό του ποιητή άλλοτε να απομακρύνεται κι άλλοτε να πλησιάζει, ωσότου εστιάσει στον θύτη Αίαντα. Το σέβας και η τρυφερότητα είναι τα κυρίαρχα αισθήματα προς «το ευγενέστερο και ηρωικότερο πρόσωπο της Ιλιάδας, που έδωσε τέλος στη ζωή του από ευθιξία». Ο συγγραφέας τού αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο (13), όπου αναλύει τις απρόβλεπτες διαστάσεις που κρύβουν οι στίχοι της ομώνυμης τραγωδίας του Σοφοκλή (παρεκκλίνοντας, έτσι, από τη βασική του πηγή· ομοίως, στο ένατο κεφάλαιο παρατίθενται αμετάφραστα χωρία περί μουσών, όχι μόνον από τον Όμηρο, αλλά και από τον Πλάτωνα, Φαίδρο).
Αφιερώνει δύο κεφάλαια (3 & 7) για να προσεγγίσει ερμηνευτικά την παρομοίωση για τον βράχο και τη δρυ [Χ 126-128], και για να σχολιάσει την απόδοση που δίνεται στο κωφό κύμα του πελάγους [Ξ 16-20]. Με «μια πρώτη –ατελή– δοκιμή στο ύφος της γλώσσας των μανάδων μας» επιχειρεί να αποδώσει την ψυχική αναστάτωση της Ελένης στη συνομιλία της με τον Πρίαμο και την Αφροδίτη [Γ 383-420] (κεφ. 4). Μελετά τη «Μοίρα θανάτου στον Όμηρο», μέσα από την ειρωνεία της Ήρας προς τον Δία [Π 441-2], και μέσα από τα λόγια του Αχιλλέα, όταν αυτός ομολογεί πως παραλογίστηκε και αποκηρύσσει την οργή του [Τ 270-5] (κεφ. 5 & 6).
Ο Μενέλαος δίπλα στο νεκρό, ματωμένο σώμα του Πάτροκλου [Ρ 4-6], αναφέρεται ως «σκηνή που ανακαλεί στο αίσθημά της τους θρήνους των εγκωμίων της Μ. Παρασκευής»...
Στη συνέχεια αναπτύσσει τον διάλογο της Θέτιδας με τον Αχιλλέα· ενόσω η θεά παρηγορεί τον απελπισμένο γιο της [Σ 94-116], εκείνος, πνιγμένος στις ενοχές του, αυτομέμφεται ως άχθος αρούρης (κεφ. 8). Με το θαυμαστό κατάλογο των Νηρηίδων που συνοδεύουν τη Θέτιδα [Σ 39-49], και με ένα απόσπασμα από τη λίστα των συμμάχων των Τρώων [Β 867-875], εξηγείται η πολυσήμαντη δύναμη των λέξεων στο πολεμικό και γεωγραφικό λεξιλόγιο της Ιλιάδας. Ο Μενέλαος δίπλα στο νεκρό, ματωμένο σώμα του Πάτροκλου [Ρ 4-6], αναφέρεται ως «σκηνή που ανακαλεί στο αίσθημά της τους θρήνους των εγκωμίων της Μ. Παρασκευής» και είναι μία από τις αναφορές που κάνει ο συγγραφέας στην Καινή Διαθήκη, καθώς συχνά μιλά για τη διπλή νοηματοδότηση της ζωής, του φωτός και του λόγου στα δύο κείμενα, αναλύει μάλιστα απόσπασμα από το κατά Ματθαίον.
Περνώντας στη Φαιακίδα (κεφ. 12) [Ζ 85-331, Η 1-13, Θ 449-468] τοποθετεί τη συνάντηση και τον αποχαιρετισμό του Οδυσσέα και της Ναυσικάς στα ιερά κείμενα της ελληνικής γραμματείας και δίνει τη δική του εκδοχή στην απόκριση του Οδυσσέα, όπου διακρίνει μια απόκρυφη εξομολόγηση προς την κούρη –λέξη που αποδίδει ως παρθένα ο Αργ. Εφταλιώτης, ενώ κυρά μου ο Μπουκουβάλας– και μια υπόσχεση στη μυστική τους γλώσσα. Στο τελευταίο κεφάλαιο [Ω 599-620], με υπότιτλο «ελάχιστη, ατελής συμβολή στην ποίηση του πένθους», εκτυλίσσεται η συγκλονιστική επίσκεψη του Πρίαμου στη σκηνή του Αχιλλέα καθώς εκλιπαρεί για το σώμα του νεκρού γιού του και η αντίδραση του Αχιλλέα, που επικαλείται τον μύθο της Νιόβης για να προσκαλέσει τον γέροντα σε ένα ιδιότυπο τελετουργικό νεκρόδειπνο.
Ο Βασίλης Μπουκουβάλας δεν διστάζει να αναμετρηθεί με μεταφραστές του συνολικού ομηρικού έργου, να παραθέσει δίπλα δίπλα τις διαφορετικές εκδοχές και πολύ συχνά να υιοθετήσει την άποψη του Άλλου. Επιλέγει αποσπάσματα μεταφρασμένα από τους Δ.Ν. Μαρωνίτη, Καζαντζάκη-Κακριδή, Πολυλά ακόμα και Σεφέρη, εγκιβωτίζοντας κάποιους στίχους και συνάμα απολογούμενος: «σε δική μου δοκιμή (και δοκιμασία), ας μη θεωρηθεί ασέβεια η γειτνίαση, σκοπός να δοθεί το πλαίσιο της ικεσίας», εξηγεί με την ταπεινότητα που ανέκαθεν τον χαρακτήριζε. Κάποιες ελάχιστες μεταφραστικές ελευθερίες, που τολμά η πένα του, σκοπό έχουν να λαμπρύνουν τη ρυθμική δύναμη του ομηρικού στίχου.
Οι πολύπλοκες ψυχικές αντιδράσεις, οι ολοζώντανες εκφράσεις και ο πολυδιάστατος ερωτισμός των δύο επών του «ενός και μόνου ποιητού» αναδύονται μέσα από τις μεταγραφές, τις οποίες ο Μπουκουβάλας χαρακτηρίζει «προσπάθειες ξεκλειδώματος του κειμένου για αρχάριους». Το θαύμα της ζωής, με αποκορύφωμά του τα πρότυπα της ομορφιάς και της νιότης όπως πρώτη φορά αποτυπώθηκαν στην Ιλιάδα, καθώς και η εξάπλωση του θαύματος αυτού σε κάθε μορφή τέχνης, απασχόλησε δια βίου τον Βασίλη Μπουκουβάλα. Το λεπταίσθητο μα δυστυχώς ανολοκλήρωτο έργο του, όπως μας παραδίνεται μέσα από τις Ομηρικές Εκλογές, συνιστά σαγηνευτική νοητική περιπλάνηση αλλά και έμμεση παρότρυνση ανάγνωσης του συνολικού ομηρικού έργου.
* Η ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Εξαρτάται – Μια ιστορία ζωής δίπλα στην εξάρτηση» (εκδ. Πατάκη).