Μερικές σκέψεις για το βιβλίο «Ντίνος Χριστιανόπουλος: Μαθητικές εργασίες 1943 – 1948», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Η ανάγνωση ενός βιβλίου με κείμενα που έγραψε ένας έφηβος αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον όταν τα κείμενα αυτά γράφτηκαν όχι τώρα, αλλά στα μαύρα χρόνια της Κατοχής και αμέσως μετά. Πόσο μάλλον, όταν ο έφηβος αυτός ονομαζόταν Κωνσταντίνος Δημητριάδης, ο οποίος, στις δεκαετίες που ακολούθησαν έγινε γνωστός ως ένας από τους σημαντικότερους ποιητές και ανθρώπους των γραμμάτων της Θεσσαλονίκης, με το ψευδώνυμο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Από τις πρώτες αράδες αυτών των συχνά εξομολογητικών κειμένων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η επιλογή του ψευδώνυμου δεν ήταν ειρωνική, όπως προσλαμβάνεται εκ των υστέρων, αλλά κυριολεκτική. Το παιδί κι αργότερα ο έφηβος Κωνσταντίνος Δημητριάδης, που υπογράφει και ως Λάκης, ήταν ένα λάβρο χριστιανόπουλο.
Τι μου αρέσει να γίνω
«Από μικρός ήθελα να ακολουθήσω ένα κακό, πολύ κακό επάγγελμα. Τώρα, με τη βοήθεια του θεού, άλλαξα τη γνώμην αυτήν και θα κάνω το αντίθετο επάγγελμα. Θα γίνω δηλαδή θεολόγος. Α, τι ωραίο επάγγελμα είναι αυτό! Θα μελετώ διάφορα θρησκευτικά στοιχεία και θα θαυμάζω το κτίσμα του θεού, δηλαδή την φύσιν, τα ζώα και τους ανθρώπους.
Η δουλειά αυτή μου αρέσει για πολλούς λόγους. Πρώτα πρώτα με τον λόγον τον οποίον θα εκφωνώ θα κατορθώσω να τραβήξω προς την εκκλησία πολλούς ασώτους. Έπειτα ότι με αυτόν τον τρόπον θα μπορέσω να μιμηθώ τη ζωήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τρίτον διότι μόνον στην εκκλησία θα μπορέσω να βρω την πραγματικήν χαράν και τέλος
διότι θα ανεβώ και εγώ τα σκαλοπάτια, τα οποία θα με οδηγήσουν στην επουράνιον βασιλείαν».
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει ξαναμιλήσει για εκείνα τα χρόνια, τα χρόνια της Κατοχής, για την πείνα και τις ώρες που περνούσαν στα καταφύγια, τους βομβαρδισμούς των Γερμανών το 1941, μα πρωτίστως για τον ανελέητο βομβαρδισμό των Βρετανών τη νύχτα της 5ης Δεκεμβρίου του 43, που άφησε πίσω του πολλές καταστροφές και θύματα μεταξύ των αμάχων. Η διαφορά τούτου του βιβλίου με άλλες αφηγήσεις είναι ότι εδώ δεν είναι ένας ενήλικας που καταβυθίζεται στο παρελθόν αναπολώντας τα παιδικά του χρόνια, αλλά το ίδιο το παιδί που γράφει για αυτά που έζησε, λίγες μέρες ή και ώρες απ’ όταν τα έζησε. Είναι μαρτυρίες. Η απλότητα της γραφής, μαζί με την παιδική αφέλεια, κάνουν κάποια από αυτά τα κείμενα σπαραξικάρδια.
Ο προχθεσινός συναγερμός
«Εις αυτήν την εμπόλεμον κατάστασιν καθόλου περίεργοι οι συναγερμοί. Συχνά εκεί που παίζουμε, εκεί που διαβάζουμε, ξαφνικά ακούγεται βροντερή και άγρια η βοή της σειρήνας, εις τέτοιον βαθμόν που βουλώνουμε με τα δάκτυλα τα αυτιά μας. Μα τον συναγερμό τον συνηθίσαμε και δεν τον φοβόμαστε πια, μολονότι πολλές φορές είναι άγριος. Ένας τέτοιος άγριος συναγερμός γίνηκε προχθές την Κυριακήν. Ο λαός είχε κοιμηθή τον γλυκό και ξεκουραστικό ύπνο, όταν ξαφνικά σαν σε όνειρο, ακούστηκε το σήμα του κινδύνου. Ο λαός βρίζοντας και βλασφημόντας σηκώθηκε από τα κρεββάτια τους και έριξε ένα βλέμμα νυσταγμένο προς τον ξάστερο και βαθυγάλανο ουρανό. Εάν ήμουνα εις τα στενά σοκκάκια της πόλεως δεν θα έβλεπα τίποτα άλλο παρά σκιές που έβγαζαν τα κεφάλια τους από τα παράθυρα, μικρά μικρά συννεφάκια στον ουρανό, τα αντιαεροπορικά βλήματα και χίλια δυο άλλα πράγματα. Τα όσα έλαβαν χώρα τη νύχτα ήταν άλλο πράγμα. Χαλασμός κυρίου έγινε. Αντιαεροπορικά, αεροπλάνα, βόμβες, τρίξιμο τζαμιών. Οι βόμβες είχαν πέσει εις τους συνοικισμούς, σχεδόν κοντά μας. Το τι έγινε εκείνο το βράδυ δεν περιγράφεται. Τρόμος είχε καταλάβει όλους μας. Οι γριές σταυροκοπιούνταν, τα μωρά έκλαιγαν. Σωστός πανζουρλισμός. Τέλος ο συναγερμός έληξε και ο καθένας κοιμήθηκε τρομαγμένος από τα μπαμ μπουμ βλέποντας εις τον ύπνο του όσα είδε και στον ξύπνιο του».
Δεν είναι όμως μονάχα η σκληρότητα της ζωής στην Κατοχή, οι βομβαρδισμοί, οι εικόνες νεκρών στους δρόμους, που απασχολούν το μυαλό του νεαρού Χριστιανόπουλου. Η καρδιά του σκιρτάει με την ομορφιά της φύσης, και τότε ένας πρώιμος λυρισμός αναδίνεται.
Για το Πήλιο
«Ω τι ωραίο βουνό που είναι το Πήλιο. Η μητέρα του η πλάση μ’ αυτό δεν εστάθη καθόλου ακριβοχέρα. Σε άλλο βουνό μπορεί να έδωσε ψήλος και περηφάνια. Άλλο βουνό το έδωσε λόγγους και πυκνά δάση, άλλο βουνό το στερέωσε σε βράχους και κοτρώνια και άλλο βουνό αν το σκέπασε παντοτινά με χιόνια, το Πήλιο το έπλασε με όλες τις χάρες των άλλων βουνών και το έκανε το καλύτερο, το καμάρι των άλλων βουνών.
Και όταν το χιόνι παγωμένο και βαρύ, στα πόδια σου στην κορυφή πέφτει και σε πλακώνει, νομίζω πως σε βλέπω παραμυθένιο. Μα κάτω από τα χιόνια σου, πόση ζωή κρύβεις. Κι όταν ο ήλιος σου φανεί, τα χιόνια σου τα παγωμένα σπαν και γίνονται σμαράγδια και διαμάντια. Σμαράγδια είναι τα δάση σου, διαμάντια οι πηγές σου, τα ποτάμια σου χύνονται γύρω από τα είκοσι τέσσερα χωριά σου. Δίνεις στις ζωές ζωή, δίνεις στις χάρες χάρι, περήφανο και σπλαχνικό βουνό βουνών καμάρι».
Πολλά μπορεί να αναλογιστεί κανείς για το ιδιαίτερο αυτό παιδί που υπήρξε ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, κατά κόσμον Ντίνος Χριστιανόπουλος, έτσι όπως σκιαγραφείται γλαφυρά μέσα από τούτα τα σχολικά κείμενα της πρώιμης και ώριμης εφηβείας. Η έντονη επιθυμία να είναι αγαπητό από τους δασκάλους και τους γονείς, ομολογημένη σε κάποιο από τα κείμενα, συναντά τον ένθερμο Χριστιανό που θέλει να κηρύξει παντού την πίστη του. Είναι άλλωστε το ίδιο παιδί, ο 15χρονος που αμέσως μετά τον πόλεμο, θα γράψει με τα χέρια του τα 10 τεύχη του περιοδικού Χριστιανόπουλο το οποίο και θα μοιράζει στους συμμαθητές του.
Ένα από τα πιο τρυφερά κείμενα εκείνων των ημερών, γραμμένο το 1944, αφορά τους πρόσφυγες, των οποίων η παρουσία είναι βέβαια εντονότατη στην πόλη του. Η ιστορία όμως διαδραματίζεται στον Πειραιά και η προσέγγιση δεν είναι αυτή ενός ηθικολόγου ή σχολιαστή, αλλά ενός πρώιμου πεζογράφου.
Το προσφυγόπουλο του ουρανού
«Το μικρό σπουργιτάκι που το ποδαράκι του τόσπασε ένα παληόπαιδο με την σαΐτα του, φάνηκε στις προσωρινές κατοικίες των προσφύγων, στον Πειραιά. Ήθελε να κατεβή κάτω μα παντού παιδιά με τις σαΐτες στα χέρια· στα κεραμίδια αν κατέβαινε θα πέθαινε από την πείνα· στα δέντρα δεν μπορούσε να ακουμπήσει γιατί πονούσε. Κουρασμένο από το πολύ πέταγμα έπεσε χάμω. Το παληόπαιδο πήγε να το πιάσει. Βλέποντας ότι θα πιαστεί, ο σπουργίτης ξαναβρίσκει τη δύναμή του και ανεβαίνει εις τα ύψη. Αλλά δεν μπορούσε να πετάξει πια. Εξαντλήθηκε. Πού να πάει να πέσει; Έξαφνα βλέπει μια αυλή με καλούς ανθρώπους. Εδώ θα πέσω, σκέφτηκε ο σπουργίτης. Κι έπεσε. Μια καλή δεσποινίς το είδε, το λυπήθηκε, το πήρε στη φούχτα της και το εξέτασε. Καθάρισε την πληγή του και με συμπόνια είπε: «Το καημένο το πουλάκι, έχει σπασμένο το ποδαράκι του». Το πουλάκι κατάλαβε τα λόγια αυτά και είπε «Τσίου τσίου. Σ’ ευχαριστώ. Όταν θα γίνω καλά θα σου πω ένα τραγουδάκι. Τσίου». Κι ενώ έλεγε αυτά η καλή δεσποινίς τον έβαλε στη φωλίτσα που του ετοίμασε. Σ’ όλους τους πρόσφυγας προσθέτονταν τώρα κι ένας άλλος πρόσφυξ».
Παρότι κάποιας μορφής ρομαντισμός έχει διαποτίσει τα περισσότερα κείμενα που συναπαρτίζουν τούτη τη συλλογή, ο ίδιος ο συντάκτης τους προτιμά να λογίζεται ως ρεαλιστής. Έτσι τουλάχιστον μαρτυρά ένα από τα πιο γλαφυρά κείμενα τούτων των τετραδίων, όπου φαίνεται πώς εντυπώνεται στο μυαλό του νεαρού παρατηρητή η ζωή που, παρά τον πόλεμο και τις κακουχίες, βράζει γύρω του, βράζει και εκείνος δεν μπορεί να την αγνοήσει.
Καλοκαιρινές βραδυές
«Τα βράδυα τα καλοκαιρινά είναι θέμα ωραίο για κείνους που ασχολούνται με τον ρομαντισμό. Αυτοί μπορούν να γράφουν για τα βράδυα που τα μυρώνουν τα γιασεμιά και τα ρόδα και τα αγιοκλήματα. Που τα δροσίζουν τ’ αεράκια της θάλασσας και τα χαϊδεύουν τα σκοτάδια της νύχτας. Εμείς θα αρκεστούμε να περιγράψουμε τα βράδυα, όπως πραγματικά τα ζούμε, τα νιώθουμε, τα αισθανόμαστε, κι αυτό θάναι πιστεύω το καλλίτερο. Ένα κύμα ανθρώπων κατεβαίνει κάθε βράδυ να περπατήσει πλάι στη θάλασσα, να βολτάρη στην παραλία. Κόσμος πολύς, στρωμάτων πολλών και τάξεων, από παιδιά που μόλις πάτησαν το πόδι τους στο δημοτικό, ώς τους μεγαλύτερους και τους γεροντότερους, θα κατεβή κάθε βράδυ να δώσει το “παρόν” στο δρόμο που προστατεύει με την ψιλή κορμοστασιά του ο λευκός Πύργος και δροσίζει ο αλμυρισμένος μπάτης. Άλλοι πολλοί πάλι, μόλις δύσει ο ήλιος θα πάρουν τις καρέκλες τους και θα θρονιαστούν μπροστά στην πόρτα τους και θ’ αρχίσουν τα παραμύθια και τα κουτσομπολιά. Είναι αυτοί άνθρωποι δουλευτάρηδες, που βρίσκουνε την ανάπαψη στο νάρχουνται σ’ επαφή με τους γειτόνους τους, παρά να απολαβένουνε άμεσα στα κάλλη της νυχτιάς. Κι είναι άλλοι τέλος –λίγοι αυτοί– που αποσύρονται σ’ ένα μέρος, και μόνοι τους θαυμάζουνε το άπειρο, ή παίζουνε κανένα όργανο που τους αρέσει. Απ’ αυτούς εμπνεύστηκε ο ποιητής το ποίημα που λέει:
Τι ωραία που είναι το βράδυ
με των άστρων το λίγο το φως
μια φλογέρα να παίζεις και νάσαι
μ ο ν α χ ό ς
Έτσι περνάει ο κόσμος τα καλοκαιρινά τα βράδυα. Και δεν κάνει άσχημα. Ο ένας στη βόλτα, ο άλλος στο σπίτι, κι ο τρίτος μόνος του.
Εμένα μ’ αρέσουν, για νάμαι ειλικρινής, και τα τρία. Γιατί κατά τη γνώμη μου, είναι καλλίτερα νάσαι “σ’ όλα μέσα”, παρά να μυρίζεις λιγάκι… μονοπλευρία».
Ο έφηβος Ντίνος Χριστιανόπουλος καθαρόγραψε και έφτιαξε με τα χέρια του στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια τα 11 αυτά τετράδια με τις σχολικές εκθέσεις και τις φιλολογικές εργασίες του, μαζί με αρκετά σκίτσα του, κι αποτέλεσαν μέρος του τεράστιου αρχείου του που δώρισε στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Τούτο φανερώνει τη σημασία που κι ο ίδιος ο ποιητής έδινε σε αυτά τα τετράδια και στα πρωτόλεια κείμενα που περιλαμβάνουν, τόσο επειδή αποτυπώνουν την εποχή τους όσο κι επειδή μας προσφέρουν ένα «κλειδί» για την κατανόηση του προσώπου και του ψυχισμού του, μέσα από ένα υλικό πρωτογενές και αφιλτράριστο. Ο ίδιος πάντως είχε συναίσθηση των ορίων ενός τέτοιου υλικού, όπως μαρτυρά το κειμενάκι που ακολουθεί, όπου διαφαίνεται εν σπέρματι η ιδιότυπη αίσθηση του χιούμορ που αναγνωρίζουμε πλέον στον ώριμο Χριστιανόπουλο.
Μα γιόμισα κιόλας τέσσερις σελίδες: πού να σας έλεγα και για τις αρρώστιες μου και για τις τσαπατσουλιές μου ώς τα εφτά που πάτησα στο Δημοτικό! Τότε θάγραφα ολόκληρο βιβλίο. Μα επειδή είμαι της γνώμης πως δεν αξίζει να γράφει κανείς βιβλία για τα νταβαντούρια του και τις τρέλες της πρώτης του ζωής, γι’ αυτό το κόβω δώθε. Τι ξέρετε; Ίσως καμιά άλλη φορά συνεχίσω. Κι αν θέλετε βέβαια.
Και βέβαια, συνέχισε, για πολλά πολλά χρόνια. Κι ευτυχώς!
Οι Μαθητικές Εργασίες του εμβληματικού ποιητή της Θεσσαλονίκης Ντίνου Χριστιανόπουλου, γραμμένες από το 1943 έως το 1948, είναι πλέον προσβάσιμες σε όλους μας, χάρη στις εκδόσεις University Studio Press. Τα τετράδια αυτά τυπώθηκαν σε μορφή πανομοιότυπου, κι έτσι έχει κανείς την ευκαιρία να δει και να διαβάσει τα κείμενα έτσι όπως ακριβώς γράφτηκαν, σαν να κρατάει στα χέρια του τα ίδια τα τετράδια. Τα κείμενα συνοδεύονται από τα περίτεχνα σκίτσα του νεαρού Χριστιανόπουλου, ενίοτε ζωγραφισμένα πάνω στα γράμματα. Την καλαίσθητη και προσεγμένη έκδοση προλογίζει ο αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Δημήτρης Κοκόρης.