Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 ο σχεδόν 50χρονος τότε Πάτρικ Λη Φέρμορ έγραφε τις εντυπώσεις του και τις σκέψεις του από τα ταξίδια του στη Βόρειο Ελλάδα, την οποία εν γνώσει του αποκάλεσε καταχρηστικά «Ρούμελη», του ήταν απολύτως ξεκάθαρο ότι μεγάλο μέρος του «κόσμου» στον οποίο αναφερόταν είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Του Κώστα Κατσουλάρη
Ο «κόσμος» αυτός είναι «ο ελληνικός κόσμος» – ό,τι δηλαδή απέμενε σε αυτό τον τόπο που να τον συνδέει ευθέως και ζωτικά με ένα μακρύ όσο και δαιδαλώδες παρελθόν, που ξεκινάει από τα βάθη του χρόνου, όταν κάποιες φυλές άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα νότια, εποικίζοντας σταδιακά την ελληνική χερσόνησο, περνώντας μέσα από τον εκχριστιανισμό, το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία, την ίδρυση του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους. Δεν είναι τυχαίο που το μεγαλύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, και το πρώτο, είναι αφιερωμένο στους Σαρακατσάνους, στην ιδιόρρυθμη και θαυμαστή αυτή φυλή νομάδων τους οποίους αποκαλεί «Οι μαύροι αποδημητές»: Οι Σαρακατσάνοι, στα μάτια του, είναι μια πυκνή, εύγλωττη μεταφορά του «ελληνικού κόσμου».
Σαρακατσάνοι
Ο Φέρμορ, με το ελαφρύ πάτημα του ποιητή αλλά και την σοβαρότητα του δυτικού μελετητή, βλέπει στα ήθη, τα έθιμα και τις συνήθειες αυτών των ανθρώπων μια μοναδική επιβίωση στον σύγχρονο κόσμο μιας γνήσιας αρχαιοελληνικής φυλής. Ο ίδιος άλλωστε τους συνάντησε κι έζησε μαζί τους σε διαφορετικές φάσεις των περιπλανήσεών του, αλλά εμπλούτισε τη δική του εμπειρία με πολλή μελέτη και έρευνα, διακρίνοντας από τα αναγνώσματά του τη δουλειά της Αγγελικής Χατζημιχάλη, συγγραφέως του βιβλίου «Οι Σαρακατσάνοι» και μητέρα της λαογραφίας στην Ελλάδα. Στους Σαρακατσάνους, όπως κατ’ αναλογία και στους ορεσίβιους κρητικούς, όπως και στους Μανιάτες, ο Φέρμορ αναγνωρίζει το «αρχέτυπο» ενός ελληνικού τρόπου ζωής, που παρά την αξιοθαύμαστη ποικιλία του κατορθώνει τελικά να συνενώνεται σε μια απτή κοινή αίσθηση που την χαρακτηρίζει η κατάφαση, η απλότητα, το μέτρο.
Οι περιγραφές του σαρακατσάνικου γάμου στον οποίο παραβρέθηκε είναι πολύτιμες, παρότι, όπως κι ο ίδιος ομολογεί, τα χρόνια εκείνα, δηλαδή τέλη του πενήντα κι αρχές του εξήντα, πολλές από τις συνήθειες είχαν ήδη εξασθενήσει∙ οι Σαρακατσάνοι είχαν αρχίσει να αφομοιώνονται από έναν αλλότριο τρόπο ζωής (σταθερή κατοικία, υποχρεωτική στράτευση, υποχρεωτική εκπαίδευση, κ.λπ). Και πάλι όμως: Ο Φέρμορ είναι γοητευμένος από αυτούς τους ανθρώπους, από τη φιλοξενία τους, από το καθαρό βλέμμα τους, ακόμη κι από τις προκαταλήψεις, τους φόβους, την ιερή αίσθησή τους για τον κόσμο που τους περιβάλει. Ο κόσμος των Σαρακατσάνων δεν έχει ακόμη απομαγευτεί, στις πήγες τους κυκλοφορούν νεράιδες, στα δέντρα κρύβονται ξωτικά, ενώ μια σειρά από πυκνές συνήθειες και τελετουργικά ρυθμίζουν μέχρι κεραίας τις μέρες του χρόνου.
Μεταίωρα
Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στην εμπειρία του από τις μονές στα Μετέωρα. Κι εδώ, όπως και με τους Σαρακατσάνους, συνδυάζει με εξόχως ποιητικό τρόπο τη βιωμένη εμπειρία από την φιλοξενία του από τους καλόγερους με ένα βάθος γνώσεων γύρω από ζητήματα Ιστορίας, θρησκειολογίας, γλωσσολογίας, ζωγραφικής που σε καθηλώνει. Οι περιγραφές των ανθρώπων –π.χ. του Πάτερ Χριστόφορου, ηγούμενου της Μονής Βαρλαάμ καθώς και του διακόνου Βυσσαρίωνος– είναι απλές, καίριες και συγκινητικές ενώ συνοδεύονται από βαθυστόχαστες παρατηρήσεις για τις αλλαγές που έχει φέρει ο χρόνος στη μοναστική ζωή, την παρακμή της. Ο Φέρμορ, που έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του «μοναστικά», συμπονάει τους ανθρώπους αυτούς, λυπάται για την παράδοση που φεύγει μαζί με έναν ολόκληρο μικρόκοσμο πρακτικών και συνηθειών.
Το καθένα από τα επτά κεφάλαια του βιβλίου διαθέτει κάτι μοναδικό: Σκέψεις και ιστορικό υλικό για την ιδιόρρυθμη σχέση των Κρητικών με της Τουρκοκρατία και γενικότερα με τους κατακτητές∙ ταξίδια στην Στερεά Ελλάδα προς αναζήτηση του φαντάσματος του Μπάιρον (τον μοναδικό άλλον «ξένο» με τον οποίο ο Φέρμορ φαίνεται να αισθάνεται τόση συγγένεια, κι ας μην υιοθέτησε πλήρως το ρομαντικό του ιδεώδες). Κι όμως, τον δικό του ποιητικό οίστρο ο συγγραφέας τον αφήνει ελεύθερο λίγο παρακάτω, στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Οι ήχοι του ελληνικού κόσμου», μια μοναδική στο είδος της περιδιάβαση της χώρας μέσα από τους ήχους της, ανά πόλη, ανά νησί, ανά τοπωνύμιο. Η αγάπη προς την Ελλάδα που αποπνέει αυτό το κείμενο είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Ο όρος «φιλέλληνας» παίρνει στον Φέρμορ τέτοια έκταση και τόσο βάθος, ώστε η χαλαρή και γενικευμένη χρήση του θα έπρεπε να απαγορευτεί.
Τέλος, βιβλία όπως η «Ρούμελη», αλλά και η «Μάνη», θα έπρεπε να διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία – και μάλιστα στην υποχρεωτική ύλη. Τόση Ελλάδα συγκεντρωμένη σε μερικές σελίδες, ίσως μονάχα στον Σεφέρη συναντά κανείς – αλλά η σχέση της Εκπαίδευσης με την ποίηση είναι μια άλλη, επίσης πονεμένη, ιστορία.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Ρούμελη"
«Είχα αρχίσει να αντιλαμβάνομαι τις τελευταίες εβδομάδες μια από τις μεγάλες και απροσδόκητες χάρες της Ελλάδας: Ένας άμεσος και απευθείας δεσμός, φιλικός και ίσος από τις δύο πλευρές, ανάμεσα σε ανθρώπινα πλάσματα, κάτι που καταλύει τους φραγμούς της ιεραρχίας και της οικογενειακής προέλευσης και του χρήματος και […] της πολιτικής και της εθνικότητας ακόμα. Δεν είναι κάτι που λειτουργεί ενάντια στις συμβατικότητες, αλλά μέσα σε μια σχεδόν παραδεισιακή άγνοια της ύπαρξής τους. […] Η ζωή, λένε αυτές οι ματιές, είναι ένα μαρτύριο, ένας εχθρός, μια περιπέτεια κι ένα αστείο που είμαστε όλοι συνασπισμένοι για να τα υπομείνουμε, να τα ξεπεράσουμε, να τα εκμεταλλευτούμε, και να τα απολαύσουμε σε ίση βάση – συνένοχοι σύντροφοι στην ηδονή και όλοι μαζί θύματα. Ο ξένος αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η πανοπλία που τον ταλαιπωρούσε και το οπλοστάσιο που έσερνε μαζί του τη μισή του ζωή δεν του χρειάζονται πια. Μια θαυμαστή ελαφράδα μπαίνει στη θέση τους.»
Ποιος είναι ο Π. Λ. Φέρμορ;
Ο Σερ Πάτρικ «Πάντι» Μάικλ Λη Φέρμορ γεννήθηκε το 1915 στο Λονδίνο και είναι ιρλανδικής καταγωγής. Θεωρείται ο σημαντικότερος εν ζωή ταξιδιωτικός συγγραφέας. Σε ηλικία 18 ετών, το 1933, περνάει τη Μάγχη και ξεκινάει να διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Θα φτάσει στην Κωνσταντινούπολη την Πρωτοχρονιά του 1935. Από εκεί θα περάσει στην Ελλάδα, θα μείνει στον Άθω και θα ταξιδέψει στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Στερεά Ελλάδα μαθαίνοντας τα ήθη και τη γλώσσα της χώρας που έμελλε να γίνει δεύτερη πατρίδα του.
Στην Αθήνα, γνώρισε την Ρουμάνα πριγκίπισσα Μπαλάσα Καντακουζηνού. Έμειναν μαζί σε έναν παλιό νερόμυλο έξω από την πόλη, κι επισκέπτονταν συχνά τον Πόρο όπου εκείνη ζωγράφιζε κι εκείνος έγραφε. Αργότερα μετακόμισαν στο σπίτι της στην Μολδαβία, όπου έζησαν μέχρι το ξέσπασμα του Πολέμου.
Όταν κηρύχθηκε ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος ο Φέρμορ επέστρεψε στην Αγγλία και κατατάχθηκε στην Ιρλανδική Φρουρά. Στη συνέχεια, λόγω της γνώσης του των ελληνικών, τοποθετήθηκε ως σύνδεσμος-αξιωματικός στον Ελληνικό Στρατό. Με την κατάρρευση του Αλβανικού μετώπου θα βρεθεί στην Κρήτη. Εκεί, μεταμφιεσμένος σε βοσκό, θα ζήσει δύο χρόνια στα βουνά, οργανώνοντας τον αγώνα των ανταρτών. Θα ηγηθεί της ομάδας που απήγαγε τον γερμανό διοικητή, το στρατηγό Κράιπε. Ο ίδιος δεν έχει ποτέ αναφερθεί στο περιστατικό στα βιβλία του. Η ιστορία της απαγωγής του Κράιπε έγινε γνωστή από το βιβλίο "Ill met by moonlight" του Μπιλ Στάνλεϊ Μος, υπαρχηγού της ομάδας του Φέρμορ στο βουνό, και από την κινηματογραφική ταινία που γυρίστηκε αργότερα με τον Ντερκ Μπόγκαρτ να ενσαρκώνει τον Φέρμορ.
Το πρώτο του βιβλίο «Το δέντρο του ταξιδιώτη» (1950) αφορούσε τα μεταπολεμικά του ταξίδια στην Καραϊβική κι ακολούθησε το μοναδικό βιβλίο μυθοπλασίας που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα, «Τα βιολιά του Σεν Ζακ» (1953). Στη συνέχεια έγραψε τα δύο πιο σημαντικά «ελληνικά» βιβλία του, το «Μάνη» (1958) και το «Ρούμελη» (1966). Ωστόσο, το αριστούργημά του θεωρείται ακόμη και σήμερα το βιβλίο του «Η εποχή της δωρεάς» (1977), στο οποίο περιγράφει την πρώτη φάση του ταξιδιού του με τα πόδια προς την Κωνσταντινούπολη, στα δεκαοκτώ του. Έχει επίσης μεταφράσει και εκδώσει στα αγγλικά το χειρόγραφο «Ο κρητικός Δρομέας», που γράφτηκε από τον σύντροφό του στον πόλεμο της Κρήτης Γιώργο Ψυχουδάκη.
Τιμήθηκε με το Παράσημο Διακεκριμένων Υπηρεσιών το 1944 και το Παράσημο του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας το 1943 και ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης Ηρακλείου Κρήτης. Το 1990 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, ενώ το 2007 τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία με τον Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα. Ως αναγνώριση της προσφοράς του στο χώρο των Γραμμάτων του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ιππότη από τη βασίλισσα της Αγγλίας. Στα 95 του χρόνια σήμερα, περνάει τον περισσότερο χρόνο του στην Καρδαμύλη, στο σπίτι που σχεδίασαν μαζί με τη γυναίκα του, τη φωτογράφο Τζόαν Λη Φέρμορ που απεβίωσε το 2003, στα 91 της χρόνια.
* Στα 96 του χρόνια, στις 10 Ιουνίου του 2011, ο Πάτρικ Λη Φέρ "ακολούθησε" την αγαπημένη του σύζυγο.
Δείτε επίσης:
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ PATRICK LEIGH-FERMOR