Για το αυτοβιογραφικό βιβλίο Αναβρασμός του Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ (γεν. 1929) συγγραφέας και παιδί της δεκαετίας του ΄60, με πιο γνωστό του έργο «Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας», έγραψε στα 85 του (2014) αυτό εδώ το αυτοβιογραφικό έργο.
Το βιβλίο ξεκινά με παλιές σημειώσεις του ίδιου του συγγραφέα, που τις ανασύρει τώρα στην επιφάνεια. Το μεγαλύτερο όμως μέρος του βιβλίου αποτελείται από τις ερωτήσεις που υποβάλλει –με δόσεις ειρωνείας και σαρκασμού– ο γηραιός Εντσενσμπέργκερ και τις απαντήσεις που δίνει ο νεαρός Εντσενσμπέργκερ.
Είναι αυτό το βιβλίο ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ του επαναστάτη και του συμβιβασμένου, μεταξύ του εξεγερμένου και του παραιτημένου συγγραφέα, μεταξύ του νεαρού και του γηραιού Εντσενσμπέργκερ; Δεν θα το έλεγα. Αυτό είναι ένα βιβλίο μεταξύ του παραιτημένου και συμβιβασμένου επαναστάτη και του γηραιού κριτικού μιας εποχής που νόμιζε ότι ήταν αριστερή, ενώ η ίδια έπασχε από την κατά Λένιν ασθένεια του αριστερίστικου εξτρεμισμού ή αλλιώς την ασθένεια του πάσης φύσεως ριζοσπαστισμού.
Είναι ένα βιβλίο αυτογνωσίας, η οποία όμως δεν είναι βαρετή, όπως τα περισσότερα βιβλία αυτογνωσίας. Ένα βιβλίο γεμάτο με «φωτογραφίες», στιγμιότυπα και flash back από μια ανέμελη εποχή για εκείνους τους δυτικούς που υποστήριζαν τις κομμουνιστικές δικτατορίες. Ένα βιβλίο γεμάτο με τις απορίες και τις πικρίες των «ανατολικών» λαών, οι οποίοι έβλεπαν τους δυτικούς διανοούμενους να υποστηρίζουν τους πάση φύσεως δικτάτορες στην Σοβιετική Ένωση, στην καστρική Κούβα και γενικότερα στον Τρίτο Κόσμο.
Η εποχή του «Αναβρασμού» ξεκινά το 1963 και βρίσκει τον 34χρονο τότε συγγραφέα να αποδέχεται μια πρόσκληση από την περιβόητη σοβιετική «Ένωση Συγγραφέων» να επισκεφτεί, αυτός, ένας δυτικογερμανός και αριστερός συγγραφέας, ένας δημόσιος διανοούμενος, τη χρουστσοφική Ρωσία του λιωσίματος των πάγων.
Η εποχή του «Αναβρασμού» ξεκινά το 1963 και βρίσκει τον 34χρονο τότε συγγραφέα να αποδέχεται μια πρόσκληση από την περιβόητη σοβιετική «Ένωση Συγγραφέων» να επισκεφτεί, αυτός, ένας δυτικογερμανός και αριστερός συγγραφέας, ένας δημόσιος διανοούμενος, τη χρουστσοφική Ρωσία του λιωσίματος των πάγων. Φθάνει και καταλύει στη Μόσχα χωρίς, καθ’ ομολογία του, να γνωρίζει και πολλά από «τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούσαν εκεί». Δυστυχώς, όμως, θα έλεγα ότι με μεγάλη καθυστέρηση αντιλαμβάνεται την τρομοκρατία και τη βία που επικρατούσε εκεί. Και όμως υπήρξαν άνθρωποι πολύ πιο απλοί από όλους αυτούς τους δυτικούς συγγραφείς που αντιλαμβάνονταν με την πρώτη τους κιόλας επίσκεψη και τις πρώτες συζητήσεις τους, όχι βεβαίως με τους πουτινικούς ασφαλίτες, αλλά με τους απλούς πολίτες, τον κατά Μπαρνς «Αχό της εποχής». Μιας εποχής που ναι μεν δεν ήταν σαν τη σταλινική, ήταν όμως και εξακολουθούσε να είναι μια εποχή, λιγότερο ή περισσότερο, ραφιναρισμένου ολοκληρωτισμού.
Στην πρώτη επίσκεψή του, μαζί με άλλους δυτικούς συγγραφείς, γνωρίζει ασφαλίτες, γραφειοκράτες, κομματικούς, συγγραφείς και διανοούμενους «δυτικούς» και «ανατολικούς». Γι’ αυτούς γράφει, μάλλον αυτοσαρκαζόμενος: «Είναι διανοούμενοι, άνθρωποι γεμάτοι υστεροβουλία» (σελ. 26). Έτσι έρχεται η στιγμή της συνάντησής τους με τον Χρουστσόφ, ενημερωμένοι ήδη με έμμεσο τρόπο ότι σ’ αυτόν δεν χρειάζεται να λένε δύσκολες λέξεις και έννοιες λόγω «του ευέξαπτου χαρακτήρα του». Πριν λάβει το λόγο ο «οικοδεσπότης», οι απαραίτητοι μαϊντανοί της εξουσίας τους προϊδεάζουν για το τι επιθυμεί η αυτού εξοχότης Γενικός Γραμματέας του Κόμματος. Στη συνάντηση όλων σε μια αίθουσα συνεδριάσεων ο Σαρτρ ψελλίζει μόνο τριάντα λέξεις μην διακινδυνεύοντας το παραμικρό και ο μόνος που εκδήλωσε ένας ίχνος τόλμης είναι ο Πολωνός Γιέζικ Πουτραμέντο, ο οποίος ζήτησε περισσότερη ελευθερία. Η περιγραφή όσων είπε στη συνέχεια ο οικοδεσπότης Χρουστσόφ, μάλλον θα ταίριαζε σε σενάριο των αδελφών Μαρξ, αλλά όχι σε μαρξιστή.
Δεν του έφτανε μόνο η πρώτη επίσκεψη στη Σοβιετική Ένωση, το 1966 ήρθε και η δεύτερη. Εκεί η μεγαλύτερη επιτυχία του είναι η γνωριμία με τη δεύτερη γυναίκα του, την Μάσα, κόρη διανοούμενων και συγγραφέων και διανοούμενη και η ίδια. Την παντρεύεται δυο χρόνια αργότερα, αφού πρώτα χωρίζει με τη βαθύτατα σταλινική, Νορβηγίδα γυναίκα του, Ντάγκρουν. Με την Μάσα επισκέπτονται την Κούβα του Κάστρο με την προσδοκία ότι θα φανούν χρήσιμοι στην οικοδόμηση της «σοσιαλιστικής» Κούβας και το μόνο που κάνουν είναι να περνούν καλά γυρνώντας από εδώ και εκεί. Ως προσκεκλημένοι, αυτός και η Μάσα, της κυβέρνησης των «μπαρμπούντος» περνάνε καταπληκτικά, ασχολούμενοι με «πνευματικές» εργασίες όπως η συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου, οι οινοποσίες με κουβανούς συγγραφείς στο περίφημο καμπαρέ Τροπικάνα και άλλα παρόμοια. Ο γάμος του με τη Μάσα δεν ευτύχησε. Χώρισαν το 80. Η Μάσα αυτοκτόνησε το 90, λίγο μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στη λεγόμενη Ανατολική Ευρώπη και ένα χρόνο πριν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Κάπου όμως εκεί, όπως εξομολογείται στον γηραιό Εντσενσμπέργκερ, διαπιστώνει τις θλιβερές «οικονομικές γνώσεις» των Κάστρο και Τσε και αναγνωρίζει τα αδιέξοδα της κουβανικής οικονομίας.
Εντωμεταξύ γνωρίζει την πραγματικά άθλια ζωή των απλών πολιτών στη Σοβιετική ένωση στις περίφημες Κομουνάλκες, όπου δεκάδες άτομα ζουν σε λίγα τετραγωνικά, χωρίς τη δυνατότητα καμίας ιδιωτικής ζωής· μαθαίνει τον πόλεμο φθοράς που το καθεστώς είχε κηρύξει στους «οργανικούς» του διανοούμενους και συγγραφείς ( Έρενμπουργκ – Γιεφτουσένκο), αλλά και τον φυσικό πόλεμο που είχε κηρύξει στους ασυμβίβαστους (Αχμάτοβα).
Επισκέπτεται ακόμη την Καμπότζη του Σιχανούκ, την Ταϊτή, όπου συνάντησε τον Αλιέντε, γνωρίζει τα απομεινάρια του βολιβιανού αντάρτικου που είχε οργανώσει ο Τσε, πάει στο Πορτ Ντάργουιν της Βόρειας Αυστραλίας, στην Τεχεράνη του σάχη, αλλά ταξιδεύει και σ’ ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη.
Ως εκπρόσωπος της αμφιλεγόμενης Νέας Αριστεράς και «συνοδοιπόρος» της περίφημης Κομμούνας Ι έρχεται σε άμεση επικοινωνία με την τρομοκρατική οργάνωση Μπάαντερ-Μάινχοφ. Ζει μια ζωή γεμάτη με συναντήσεις και σπουδαίες «εκδρομές» – θα έλεγα. Οι μοναδικές του «επιτυχίες» όμως δεν είναι μόνο η Σοβιετική Ένωση και ο Χρουστσόφ, οι επισκέψεις του στις πανέμορφες και συνάμα θλιβερές εσχατιές ολόκληρης της Σοβιετικής Ασίας και Σιβηρίας, η Κούβα και ο Κάστρο. Επισκέπτεται ακόμη την Καμπότζη του Σιχανούκ, την Ταϊτή, όπου συνάντησε τον Αλιέντε, γνωρίζει τα απομεινάρια του βολιβιανού αντάρτικου που είχε οργανώσει ο Τσε, πάει στο Πορτ Ντάργουιν της Βόρειας Αυστραλίας, στην Τεχεράνη του σάχη, αλλά ταξιδεύει και σ’ ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Και όλα αυτά γίνονται την ίδια στιγμή που ο «Αναβρασμός» στη Δυτική Ευρώπη φτάνει στην κορύφωσή του με την τρομοκρατία, με την οποία δεν στρατεύεται, αλλά και δεν καταδικάζει.
Απολογείται για όλα αυτά; Και ναι και όχι. Στο τρίτο και εκτενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου ο νεαρός Εντσενσμπέργκερ είναι υποχρεωμένος να απαντά στις ερωτήσεις του γηραιού πλέον εαυτού του, ερωτήσεις ειρωνικές και υπονομευτικές. Παρόλο που ο νεαρός συγγραφέας περιγελά πλέον την ανεκτική του στάση έναντι της γερμανικής τρομοκρατίας της εποχής, παρόλο που ειρωνεύεται τις απόψεις Κάστρο και Τσε και παρόλο που είναι κριτικός έναντι του «υπαρκτού ολοκληρωτισμού», δεν φτάνει την αυτοκριτική του ώς το τέλος. Δεν κατατάσσει τον «αριστερισμό» και όλους αυτούς τους «τύπους» στους εχθρούς του ανθρώπου και του ανθρωπισμού. Έτσι φτάνει να υποστηρίζει ότι αυτού του είδους «η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση και οι παραφυάδες της βοήθησαν εμμέσως τη σοσιαλδημοκρατία, την οποία ήθελαν να καταπολεμήσουν, να νικήσει στη Γερμανία…. Η αντιπολίτευση στο σύστημα έγινε απλά ένα ρελέ του εκσυγχρονισμού. Προώθησε τη διαδικασία συνειδητοποίησης της καπιταλιστικής κοινωνίας πιο αποφασιστικά απ’ ό,τι οι υπερασπιστές της» (σελ. 321). Η σοσιαλδημοκρατία ως επιτυχία της αποτυχίας των άλλων και όχι ως επιτυχία αυτή καθαυτή;
Ίσως όμως τον αδικώ. Γιατί ο Εντσενσμπέργκερ, σε τελική ανάλυση, αναγνωρίζει ότι «ο ριζοσπαστισμός δεν γνωρίζει έλεος» (σελ. 316).
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.
Μτφ. Σπύρος Μοσκόβου
Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016