
Με αφορμή το βιβλίο της Αθηνάς Βογιατζόγλου Ποίηση και Πολεμική - Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα (εκδ. Κίχλη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Ο Γιώργος Κοτζιούλας υπήρξε δεδηλωμένος πολέμιος του μοντερνισμού. Στο «Πού τραβάει η ποίηση», το 1950, έγραφε:
Εκστασιάζονται και παραληρούν μπροστά στην Έρημη χώρα, ακατανόητο κείμενο αγγλοαμερικανού ποιητή, που τη θεωρούν ένα είδος ποιητική Αποκάλυψη, επειδή ίσα ίσα δεν καταλαβαίνουν ούτε μια παράγραφό της. Είναι οι ίδιοι δηλαδή του ίδιου κύκλου, που προχτές παρίσταναν τους αποκρυπτογράφους του Βαλερύ και παραπροχτές συγκινούνταν με τις σφιγγώδεις εμπνεύσεις του Μαλλαρμέ σα να ’ταν ομογάλακτοι αδελφοί του. Πάντα στους μαιάνδρους και τις καταχνιές, μακριά απ’ την ξαστεριά και την ισιάδα!
Με την κάθοδό του από το βουνό και το γυρισμό του στο άστυ, αναδιπλώθηκε, έσκυψε μέσα του και αφουγκράστηκε. Ήταν ούτως ή άλλως ποιητής που αενάως αυτοβιογραφούνταν ποιητικά, μ’ ένα ιδιότυπο μίγμα τρυφεράδας και σκληράδας απέναντι στον εαυτό του.
Μα, έτσι κι αλλιώς, δε θα μπορούσε να μην ομοιοκαταληκτεί έμμετρα, γιατί ήταν ποιητής του παλαιοτέρου είδους: ήταν ένας Ηπειρώτης τροβαδούρος σε αναζήτηση μιας ανεύρετης Αυλής όπου ο ίδιος θα εξυμνούσε τα ανδραγαθήματα βασιλιάδων και ιπποτών. Όλο κι όλο για δύο χρόνια, ανάμεσα 1943 και 1945, μοιάζει να βρήκε τον Αρθούρο του στο πρόσωπο του Άρη Βελουχιώτη, που σαν ίσκιος απονύχτερος περνώντας απ’ τις ρούγες κι αιτός για τα μεσούρανα σύνταζε τις φτερούγες. Και τους Λανσελότους, τους Γκάλαχαντ, τους Πέρσιβάλ του, και τους λοιπούς, τους βρήκε στα πρόσωπα των Μαυροσκούφηδων και των Πρώτων του Αγώνα: του Γιώργη Σιάντου, του Στέφανου Σαράφη, του Στρατηγού Νάση, του Συνταγματάρχη Παπασταματιάδη, του Αντισυνταγματάρχη Κούκουρα, του Ταγματάρχη Αρέθα, του Πρωτοπόρου Ερμή, του Αρχηγού Μπουκουβάλα, του Καπετάν Κόζακα αράθυμου νταή που δεν του απόλειπε από τα γένια η ψείρα, του Καπετάν Ηρακλή, του Γιατρού Σαμαρά, του Πάτερ Ανυπόμονου.
Με την κάθοδό του από το βουνό και το γυρισμό του στο άστυ, αναδιπλώθηκε, έσκυψε μέσα του και αφουγκράστηκε. Ήταν ούτως ή άλλως ποιητής που αενάως αυτοβιογραφούνταν ποιητικά, μ’ ένα ιδιότυπο μίγμα τρυφεράδας και σκληράδας απέναντι στον εαυτό του. Στο ποίημα θα ’ναι η ίδια σου η καρδιά / που θα ξοφλά πρωτότυπα το κρίμα / δεμένη σαν κατάδικη στη ρίμα, έγραφε στην «Ποιητική» από τη συλλογή Σιγανή φωτιά, με ποιήματά του ανάμεσα 1932 και ’35. Και στην επόμενή του συλλογή, Η δεύτερη ζωή, αυτή με ποιήματά του γραμμένα ανάμεσα 1935 και 1937, αυτοβιογραφείται:
Έκτοτε, δεν παύει να γράφει για τον εαυτόν του με πικρή συγκινητική ειρωνεία, με πληγωμένο εγωισμό ίσως, μα δίχως ποτέ να κλείνεται ερμητικά στο ποιητικό του εγώ.
γράφει στο ποίημα «Vates» από τη συλλογή Γρίφος του ’38, και στο πολύ κατοπινό, του ’51, 13ο ποίημα από τους Αμνημόνευτους, πάλι με τον ίδιο, τον τόσο χαρακτηριστικό, κοροϊδευτικό πικρό τόνο, ξετυλίγει όλον του το βίο:
Στην έμμονη ποιητική του αυτοβιογράφηση ο Κοτζιούλας ήταν ανοιχτός πάντοτε προς τον γύρω κόσμο: τον κόσμο των ανθρώπων· ως και τον κόσμο όλων των πλασμάτων, όπως για παράδειγμα στην ποιητική σύνθεση Φυγή στη φύση του ’52, δεκατρείς τριαντάστιχες ενότητες με δεκαπεντασύλλαβους ζευγαρωτούς, όπου στην 5η απ’ αυτές γράφει:
και παρακάτω, με συμπόνια που αγγίζει σχεδόν την ταύτιση, για το σκυλί που το ’να του πόδι
Ο Γιώργος Κοτζιούλας υπήρξε δύο πράγματα: ποιητής του ανθρώπου, που τον αναζήτησε μέσ’ από την παρατήρηση του εαυτού του όχι ξεκομμένου από τους άλλους αλλά ανάμεσά τους, και επίσης ποιητής όλων των ανθρώπων, γιατί με τους στίχους του απαθανάτισε έναν ολόκληρο κόσμο, χαμένο πια.
Μα λίγο λίγο ο βάρδος Κοτζιούλας ξανάφτιαξε την Αυλή του, αυτήν τη φορά όχι από Μαυροσκούφηδες. Τούτη η δεύτερη είναι μια Αυλή από φαντάσματα Ηπειρωτών, από τύπους του χωριού που ο Κοτζιούλας τους ανακαλεί στη μνήμη του και, γράφοντας στην τραχιά λαγαρή τους γλώσσα, πλέκει ξανά σε στίχους τις ζωές τους που βιώθηκαν μέσα στη στέρηση και την ταλαιπώρια, νιώθοντάς τες μα δίχως κιόλας να τις εξωραΐζει. Στους Αμνημόνευτους και τα Ηπειρώτικα του ’53, είναι ο Νάτσια Φλώρος άνθρωπος της ισιάδας, άπραγος, αρνί, φταξούσιος σάμπως από θέλημα μιας χάρης, χειμωγκαλόκαιρο κει πάνω στο Βουνί· είν’ ο Γιωργούλη Ξ’τρης που σκαπέταγε με φτέρνες γοργές στη βλαχουριά: τους έφκιανε μαντριά, ξερότοιχα και στέρνες· είν’ ο Παπατριγιάντος: στο μαγαζί αρχινάω από το ρακογυάλι στο νεροπότηρο και βάλε ματαπάλι… Μα πώς σηκώνομαι, παίρνω τα τοίχια σβάρα κι απ’ όχτο σ’ όχτο πάω, κωλ’τούμπα και γκυλ’ντάρα… Αλλά είμαι λειτουργός του Υψίστου μια φορά, χαίρομαι υπόληψη, με γράμματα γερά. Και σακελλίωνα δω θα μ’ έκανε ο Σπυρίδων, αν στο κατάστιχο δε μ’ είχαν των μπεκρήδων· είν’ ο Κώτσιο Γιώτης, ζωοκλέφτης που κουτσάθηκε: Γιατροί στα Γιάνινα μου κόψαν το ποδάρι, γιατί μια ντουφεκιά τη νύχτα μ’ είχε πάρει… κει που μ’ ένα σφαχτό κατηφορούσα ξένο, κι αν κριματίστηκα, να τώρα τι παθαίνω · είν’ η θειάκω η Χάιδω, ο Χρίστο Μήτρος, ο Γιάνν’ Γιάννος, ο Τάσιο Βέτσιος, ο Γακ’ Παταριάς…
Ο Γιώργος Κοτζιούλας, νιώθω, υπήρξε δύο πράγματα: ποιητής του ανθρώπου, που τον αναζήτησε μέσ’ από την παρατήρηση του εαυτού του όχι ξεκομμένου από τους άλλους αλλά ανάμεσά τους, και επίσης ποιητής όλων των ανθρώπων, γιατί με τους στίχους του απαθανάτισε έναν ολόκληρο κόσμο, χαμένο πια.
Φέτος, 60 χρόνια μετά το θάνατό του, με το Ποίηση και πολεμική έχουμε στα χέρια μας μια βιογραφία αντάξιά του, χάρη στην ολοφάνερη αγάπη της Αθηνάς Βογιατζόγλου για την ποιητική τέχνη του Γιώργου Κοτζιούλα, την εμβρίθειά της, την άριστη οργάνωση του υλικού της, μα πάνω απ’ όλα την ευαισθησία που ’χε, να μιλήσει με γλώσσα άμεση και καθαρή για τον άνθρωπο που στο ποίημα «Τεχνίτης» έλεγε:
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Ποίηση και Πολεμική
Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα
Αθηνά Βογιατζόγλου
Κίχλη 2015
Σελ. 496, τιμή εκδότη €19,00