Για το βιβλίο της Margarette Buber-Neumann Μίλενα από την Πράγα (μτφρ. Τούλα Σιετή, επιμ.-επίμετρο Αδριανή Δημακοπούλου, εκδ. Κίχλη & Τα Πράγματα).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Η Μίλενα από την Πράγα είναι ένα βιβλίο λεπτών παρατηρήσεων, η βιογραφία μιας ξεχωριστής γυναίκας, μια μαρτυρία για τη ζωή σ’ ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, καθώς κι ένας θησαυρός για όσους αγαπούν τη γερμανόφωνη και τσέχικη λογοτεχνία στην περίοδο του μεσοπολέμου.
Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν γνώρισε τη Μίλενα Γιέσενκα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ, συνδέθηκαν με βαθιά αγάπη, και η Μαργκαρέτε ιστόρησε εδώ το βίο της φίλης της.
Πρώην έγκλειστη στο στρατόπεδο της Καραγκάντα στις στέπες του Καζακστάν, και έχοντας μεταφερθεί κατόπιν στις φυλακές Μπουτίρκα στη Μόσχα, με το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, και παραδοθεί στα Ες Ες, η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν γνώρισε τη Μίλενα Γιέσενκα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ, συνδέθηκαν με βαθιά αγάπη, και η Μαργκαρέτε, η μόνη που επέζησε από τις δύο, ιστόρησε εδώ το βίο της φίλης της – μικράτα στην Πράγα, ο θάνατος της μητέρας της όταν η Μίλενα ήταν δεκατριών χρονών, ένας αυταρχικός πατέρας που μάλιστα για να τη συμμορφώσει την έκλεισε κάποια στιγμή, για εννέα μήνες, στο φρενοκομείο του Βελεσλάβιν, η χειραφέτησή της κατά τη φοίτησή της στο παρθεναγωγείο Μινέρβα στην Πράγα, ο πρώτος της γάμος, με τον εβραϊκής καταγωγής Αυστριακό διανοούμενο Ερνστ Πόλακ· ο δεύτερός της γάμος, με τον Τσέχο αρχιτέκτονα Γιάρομιρ Κρέιτσαρ· η γέννηση της κόρης της, Χόνζα, η προσβολή της από σηψαιμία, ο εθισμός της στη μορφίνη.
Η Μαργκαρέτε την παρουσιάζει ως κοπέλα γεμάτη ζωή, παθιασμένη, έτοιμη να ρουφήξει κάθε εμπειρία ώς το μεδούλι της: «”Ήταν πανέμορφη, λεπτή αλλά όχι ντελικάτη, αδρή σαν αγόρι”», γράφει στις αναμνήσεις του ένας νεανικός φίλος της Μίλενα (σελ. 53). «“Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο ήταν το περπάτημά της, από το οποίο απουσίαζε εντελώς το χυδαίο λίκνισμα των γοφών. Είχες την εντύπωση πως ο ωραίος ρυθμός της δεν της κόστιζε την παραμικρή προσπάθεια, σαν να ήταν εντελώς αυθόρμητος. Δεν ήταν περπάτημα αλλά σίμωμα και ξεμάκρεμα”». Και, «“Οι κινήσεις της δεν ήταν έκδηλα ‘χαριτωμένες’, αλλά ρέουσες, άυλες”».
«Ήταν όμορφη», γράφει η Μαργκαρέτε (σελ. 88), «αλλά η ομορφιά της ήταν του είδους που επιβάλλει δεσποτικά απόσταση».
Ξεχωριστή ανάμεσα στις σχέσεις της Μίλενα ήταν αυτή με τον Φραντς Κάφκα, που τον αγάπησε και τον εκτίμησε ως τον πλέον σημαντικό από τους συγκαιρινούς του συγγραφείς – και ήταν η πρώτη που τον μετέφρασε στα τσεχικά.
Ξεχωριστή ανάμεσα στις σχέσεις της Μίλενα ήταν αυτή με τον Φραντς Κάφκα, που τον αγάπησε και τον εκτίμησε ως τον πλέον σημαντικό από τους συγκαιρινούς του συγγραφείς – και ήταν η πρώτη που τον μετέφρασε στα τσεχικά (τα έργα Ο θερμαστής, Η απόφαση, Η μεταμόρφωση, Παρατήρηση). Σ’ αυτήν απευθύνονταν οι Επιστολές στη Μίλενα του Κάφκα, που αποσπάσματά τους υπάρχουν εδώ ως μότο κάθε κεφαλαίου. Με τη διεισδυτική της ματιά η Μίλενα περιγράφει τον Κάφκα σε μιαν επιστολή της στον Μαξ Μπροντ (σελ. 106) να ζει σ’ έναν ιδίας κατασκευής καφκικό κόσμο, αποτέλεσμα μιας αδυναμίας κατανόησης του δικού μας «αληθινού» κόσμου, σε συνδυασμό με μιαν ανυποχώρητη ειλικρίνεια.
Γύρω από τη φιγούρα της Μίλενα ξετυλίγεται ολοζώντανη μια εποχή ιδεολογικού αναβρασμού κι ένας κόσμος διανοούμενων – ο Καρλ Κράους, ο Χέρμαν Μπροχ, ο Κάρελ Τσάπεκ, ο Βίλλυ Χάας, ο κύκλος της Βιέννης. Η ίδια πέρασε ως διάττων αστέρας από το Κομουνιστικό Κόμμα, αλλά, καθώς ήταν ανένταχτος χαρακτήρας με καθαρή ματιά, ήδη «το 1937 είχε ξεπεράσει όλα τα κατάλοιπα του κομμουνιστικού της παρελθόντος», γράφει η Μαργκαρέτε (σελ. 162), «και είχε απελευθερωθεί από κάθε είδους σκέψη βασισμένη σε ευσεβείς μάλλον πόθους παρά στην πραγματικότητα. Έβλεπε τον κίνδυνο που διέτρεχε η ελευθερία, αδιάφορο από ποια πλευρά προερχόταν αυτός, κι είχε το θάρρος να κατακρίνει τόσο την εθνικοσοσιαλιστική όσο και τη δικτατορία της σοβιετικής Ρωσίας. Αυτό την έφερε σε αντίθεση με μεγάλο μέρος της διανόησης της Πράγας, η οποία, άκρως αντιφασιστική, έκλεινε τα μάτια στην πραγματικότητα της Σοβιετικής Ένωσης. Η Μίλενα είχε την ικανότητα της πολιτικής πρόγνωσης. Από την αρχή κιόλας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε πει σε φίλους: “Αν ήταν να μας ελευθερώσει ο Κόκκινος Στρατός, θ’ αυτοκτονούσα…”»
Έχοντας ήδη πλούσια δημοσιογραφική πείρα από τη συνεργασία της με τις Τρίμπουνα και Νάροντνι λίστυ, η Μίλενα, ως ανταποκρίτρια του φιλελεύθερου περιοδικού Πρζίτομνοστ, ταξίδεψε το ’38 στη Σουδητία –λίγο πριν από την προσάρτησή της στη Γερμανία, υπό τον Κόνραντ Χένλαϊν, με την ανοχή της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας– και σ’ ένα στρατόπεδο Εβραίων προσφύγων στη νότια Σλοβακία, κι έγραψε με πολιτική οξυδέρκεια, μ’ αγάπη για την πατρίδα της («Το βοημικό χωριό») και με έγνοια για την τύχη των Εβραίων («Εβραίοι, ηθική εξόντωση, προπαγανδιστική σπερμολογία», «Ο Αχασβέρος της οδού Βάινμπεργκ», «Νεκρή ζώνη»), εξακολουθώντας τη δημοσιογραφική της δράση στην υπό γερμανική κατοχή Πράγα μέχρι τη σύλληψή της προς τα τέλη του ’39.
Η κόλαση του στρατοπέδου δίνεται μ’ ανθρωπιά, με τη Μαργκαρέτε να στέκεται πάντα σε κείνη τη μικρή κίνηση, τη χειρονομία, που θα κρατήσει τον άνθρωπο ζωντανό ακόμα κι όταν από παντού τον περιζώνει ο θάνατος.
Στο τελευταίο τρίτο του βιβλίου, η κόλαση του στρατοπέδου δίνεται μ’ ανθρωπιά, με τη Μαργκαρέτε να στέκεται πάντα σε κείνη τη μικρή κίνηση, τη χειρονομία, που θα κρατήσει τον άνθρωπο ζωντανό ακόμα κι όταν από παντού τον περιζώνει ο θάνατος· και, μέσ’ από τη μορφή της φίλης της, εξαίρει κι εδώ το άσβεστο πάθος για ζωή, συνυφασμένο με ό,τι της προσδίδει αξία, με την ακεραιότητα και τη συμπόνια που ενσάρκωσή τους είναι η Μίλενα μέχρι το τέλος της, το ’44, από νεφρική νόσο.
«Όταν η “φάλαγγα των πτωμάτων” φόρτωσε το φέρετρο της Μίλενα στο φορτηγό, παρακάλεσα να πάω κι εγώ μαζί. Ήταν μια μέρα της άνοιξης με ζεστό ψιλόβροχο, και ο σκοπός στην πύλη ίσως να νόμισε πως ήταν σταγόνες βροχής τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά μου. Στον καλαμιώνα, στις όχθες της λίμνης του Φύρστενμπεργκ, κελαηδούσε θλιμμένα ένα πουλί. Ξεφορτώσαμε τις κάσες με τις σορούς και τις μεταφέραμε στο κρεματόριο. Δύο ποινικοί με πρόσωπα όμοια με δημίων σήκωσαν το σκέπασμα και, καθώς εμείς βγάζαμε τη σορό της Μίλενα κι εμένα οι δυνάμεις μου μ’ εγκατέλειψαν, ένας τους παρατήρησε σαρκαστικά: “Έλα, τσάκωσ’ την όπως να ’ναι, έτσι κι αλλιώς δεν νιώθει τίποτε πια!”» (σελ. 301)
Το βιβλίο συμπληρώνεται μ’ ένα 70σέλιδο επίμετρο, σωστό βιβλιαράκι από μόνο του (και μάλιστα γραμμένο ως τέτοιο, με μιαν ιδιάζουσα νοηματική, ως και εξομολογητική αυτοτέλεια), με φωτογραφίες και με εκτενή βιογραφικά σημειώματα, σπάνιας πληρότητας, για όλα τα πρόσωπα που απαντώνται στο βιβλίο.
Είναι ολοφάνερο πως η Αδριανή Δημακοπούλου, επιμελήτρια της Μίλενα (που τη μετάφρασή της έκανε η αείμνηστη Τούλα Σιετή) και συγγραφέας του επιμέτρου, περιέβαλε το βιβλίο με κάτι περισσότερο από επαγγελματική ευσυνειδησία, επενδύοντας σ’ αυτό περίσσιο κόπο κι αγάπη. Η Μίλενα από την Πράγα είναι μια έκδοση καθ’ όλα άψογη.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Κίχλη & Τα πράγματα 2015
Σελ. 516, τιμή εκδότη €20,00