Για το βιβλίο του Γιάννη Μπεράτη Μαύρος φάκελος (εκδ. Ερμής).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Το Πλατύ ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη, Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1966, είναι ένας ύμνος στον ηρωισμό του απλού ανθρώπου που δε θέλει μήτε να σκοτώσει μήτε να πεθάνει, αλλά που τον εξυψώνουν οι συνθήκες, η φιλοπατρία δίχως μισαλλοδοξία, κι ένα ήθος βαθιά ριζωμένο.
Κι ας μην κλείνει ο Μπεράτης τα μάτια μπρος στην ανθρώπινη μικρότητα, και ειδικά αφότου, με τη γερμανική επίθεση, το μέτωπο κομματιάζεται κι ο στρατός διαλύεται, θέλει να βλέπει τ’ ανθρώπινο μεγαλείο· και το πρώτο που προσέχεις, κι αυτό που σου μένει πιο έντονα αφού έχεις διαβάσει και την τελευταία αράδα, είναι πόση αξία δίνει η αφήγηση στον άνθρωπο μέσα σε τούτον το χαλασμό του πολέμου, όπου η ανθρώπινη ζωή κρέμεται από μια κλωστή και οι κακουχίες είναι αδιανόητες – μια αξία που υπηρετείται από το πιο ανυπόκριτο συγγραφικό ύφος, χωρίς εκζητήσεις και μεγαλοστομίες («Βρισκόμουνα σε μια χαρούμενη ερωτική μέθη», γράφει στις 19-9-47 για το Πλατύ Ποτάμι και τον Αυτοτιμωρούμενο, και για την τεχνική του, στις 28-12-42: «Να τις συμπεριλάβεις όλες [τις λεπτομέρειες] χωρίς, συγχρόνως, να φαίνεσαι [και να φαίνεται] πως συμπεριλαμβάνεις. Εδώ είναι όλο το στοίχημα. Δηλαδή, να τις τυλίγεις μέσα στην πιο φυσική σου φράση – τάχα χωρίς να τις κυνηγάς». Και αλλού, για τ’ Οδοιπορικό, στις 3-6-44: «Αχ! δεν ξέρεις πόσο κόπο κατέβαλα γι’ αυτό το πράμα – για να φαίνεται, ακριβώς, πως δεν κατέβαλα κανέναν κόπο»).
Ο Μαύρος φάκελος, το ημερολόγιο που κατέλιπε ο Γιάννης Μπεράτης (και φέτος τελικά εκδόθηκε, προλογισμένο κι επιμελημένο από την Έρη Σταυροπούλου), είναι ένα επίμονο, βασανιστικό ανάδεμα του λασπερού ψυχικού βυθού του.
Το Πλατύ ποτάμι κυλά λαγαρό, μα αυτός ο Μαύρος φάκελος, το ημερολόγιο που κατέλιπε ο Γιάννης Μπεράτης (και φέτος τελικά εκδόθηκε, προλογισμένο κι επιμελημένο από την Έρη Σταυροπούλου), είναι ένα επίμονο, βασανιστικό ανάδεμα του λασπερού ψυχικού βυθού του. Οι καταχωρίσεις καλύπτουν τα έτη 1940-1967 –από λίγο πριν απ’ την έκδοση των Στιγμών και το θάνατο της αγαπημένης του Νίτσας Καράλη, έως ένα χρόνο πριν από το θάνατό του–, και στη διάρκειά τους συνέθεσε το Πλατύ Ποτάμι, το Οδοιπορικό του ’43, το Στρόβιλο, το Σωσία.
Οι πιο πολλές καταχωρίσεις στον Μαύρο Φάκελο διαπνέονται από μιαν αίσθηση τραγικού, ματαιότητας, απελπισίας. Γράφει στις 30-12-42: «Ναι, αλλά κείνο το δίπατο σπίτι με το στενάχωρο μπαλκόνι, τη στενόψηλη πόρτα και τα πολύ σκούρα πράσινα παραθυρόφυλλα, είναι μια πιο (ας την πούμε έτσι) οργανωμένη πλήξη. Ενώ η τρώγλη μου, έτσι χωρίς καμιά πρετέντσια (θα ’λεγε η Νίτσα), έχει απλώς την απλή φτωχική πλήξη, που είναι κάτι σαν την ίδια τη ζωή», μια πλήξη και απουσία νοήματος, που μοιάζει να τον συντροφεύουν σε όλον του το βίο· και τι άλλο παρά αποτύπωση τούτης της πλήξης και της μονοτονίας δεν είναι η απαρίθμηση, 11-2-61: «Μέσα σε 2 χρόνια και 3 μήνες: 118 “Βιογραφίες” (ιστορία όπως δεν εγράφη κτλ.), 12 Μυθιστορήματα (μετάφραση ή διασκευή), 47 Διηγήματα (μετάφραση ή διασκευή). 820 μέρες μ’ αυτό το αδιάκοπο λαχάνιασμα (να βρεις τι να πεις και πώς να το σερβίρεις», για τη δουλειά του στον Ταχυδρόμο, μεροδούλι μεροφάι. Στις 11-8-56: «Καθώς ακούμπησα το βιβλίο πρόσεξα πολύ να μην πλακώσω μια μικρή, ανυποψίαστη πεταλουδίτσα· “ε! και να ’ταν έτσι οι θεοί για μας!”, σκέφτηκα», γράφει, και πολύ λίγο τ’ απαλύνει, όταν κατόπι προσθέτει: «Κι ύστερα συλλογίστηκα πως πολλές φορές θα ’ναι έτσι». Όμοια, στις 15-1-66: «“Κι εγώ είχα έρθει για να κάτσουμε παρέα. – Τόσες μέρες, έλεγα πως πια έχουμε γίνει φίλοι. – Για να ζεσταθώ λιγάκι κάτ’ απ’ το αμπαζούρ της λάμπας σου”. Το κουνούπι που σκότωσα – με απορία. Και οι άνθρωποι στους θεούς».
Αν για το έργο του Μπεράτη το ημερολόγιό του είναι μια ραχοκοκαλιά, τη διατρέχει ένα ρίγος θανάτου. «Όλον τούτο τον καιρό απλώς κορυβαντιώ στα χείλη του τάφου μου». (29-8-63)
Παλεύει με το συγγραφικό στέρεμα, με την αδιαφορία που οι συγκαιρινοί του δείχνουν απέναντι στο έργο του: «Τι σιχασιά! – για τη στάθμη του κοινού, για τον ίδιο τον εαυτό σου που επιμένεις!» (18-5-62), και αλλού οικτίρει τον εαυτόν του στο δεύτερο πρόσωπο ή στο τρίτο. Αυτός, ο συγγραφέας του Αυτοτιμωρούμενου (1935), μυθιστορηματικής βιογραφίας του Μπωντλαίρ, αυτοτιμωρείται: «Τι έσκισα; Βάλε κάτω και μέτρα: το “Δοστιογιέβσκυ” μου, το “Μπαρόκο”, το “Divertimento”, τις “Προθέσεις”, τη “Θεία Παιδική Ηλικία”, το μυθιστόρημά μου του 1929, το μυθιστόρημά μου του 1931, τη “Λιλιακούμη”, ένα σωρό κομμάτια απ’ το Πλατύ Ποτάμι και την “Κάθοδο”, όλα τα νεανικά μου ποιήματα. Λοιπόν τι λες; Αρκεί; – για να λαμπικάρουμε κάπως; Αρκετά; – Ναι, μάλλον, αρκετά, είπε με κάποιο δισταγμό. Σου εύχομαι, πάντως, να μη σου λείπει ποτέ το κουράγιο να σκίζεις – με λύσσα, μάλιστα, πρόσθεσε σε λίγο».
«Ο Δοστογιέβσκυ μ’ έμαθε ότι κάθε τύπος πρέπει να ’χει, στην ομιλία του, τον ιδιαίτερο τόνο του, το δικό του τρόπο του ομιλείν. Ο Χάμσουν μ’ έμαθε τον πλάγιο τρόπο του τρίτου προσώπου. Ο Πιραντέλο: το σπάσιμο της φράσης με τις παρεμβολές και τις παρενθέσεις».
Μια παθολογική υπερευαισθησία, που μάλιστα το ένα της αίτιο, το σωματικό, διαγιγνώσκεται: «Χρονία λοίμωξις του κεντρικού νευρικού συστήματος: και δη, του νωτιαίου μυελού» (11-8-62), ξεδιπλώνεται στον Μαύρο Φάκελο σε μιαν «αφήγηση» κατακερματισμένη κι απλωμένη σε πάνω από μία 25ετία, μέσ’ από «ξεκρέμαστες σκέψεις» (6-4-47) που κάποιες φορές ξαφνιάζουν με την αφοριστική τους ευκολία: «Το χειρότερο: Ο Παλαμάς είναι κακόγουστος» (9-4-49), «Ο Ζωγράφος και (στην αρχή, ίσως) από καμποτινισμό και νιώθοντάς το μύχια, έψαχνε να βρει κάτι καινούριο που θα τον δικαιολογεί· αποτέλεσμα εμπρεσιονισμός, κυβισμός, Πικασσό κτλ.» (15-9-54), «Ο Ιησούς· πώς πρέπει να ’ναι (απεικονιζόμενος) ο Ιησούς; Ένας “άνθρωπος”, μα που ταυτόχρονα να μην είναι καθόλου “άνθρωπος”. Μόνο η βυζαντινή τέχνη κατάφερε κάπως (ασχημίζοντας στο έπακρο) κάτι τέτοιο. Τι φοβερό σταυροδρόμι! Ώστε με την ασχήμια θα φτάσουμε στην αλήθεια;» (21-5-58), «Ο Προυστ, ο Τζόυς, ο Κάφκα, βρομάνε πια παλιατσαρία. Πώς δεν το καταλαβαίνουν;» , «Ένας πολιτισμός όλο ψωλόχυμα και μουνοϋγρά. (Ο ιδεώδης κόσμος των Νέων)» (3-3-66).
Κι από την άλλη είναι οι λογοτεχνικές του αγάπες: ο Καβάφης, οι τρεις δάσκαλοί του στην Τεχνική: «Ο Δοστογιέβσκυ μ’ έμαθε ότι κάθε τύπος πρέπει να ’χει, στην ομιλία του, τον ιδιαίτερο τόνο του, το δικό του τρόπο του ομιλείν. Ο Χάμσουν μ’ έμαθε τον πλάγιο τρόπο του τρίτου προσώπου. Ο Πιραντέλο: το σπάσιμο της φράσης με τις παρεμβολές και τις παρενθέσεις». Είναι η στεναχώρια του για το θάνατο του Κλέωνος Παράσχου («Πήγα στη βιβλιοθήκη και βρήκα όλα τα βιβλία του και τα ’βαλα στοίβα πάνω στη μέση του γραφείου μου», γράφει στις 4-7-64. «Για να τον έχω κοντά μου, είπα, καθώς περνούσα και ξαναπερνούσα την παλάμη μου πάνω τους, χαϊδευτικά. – Να τι απομένει απ’ τον Κλέωνα»). Είναι η χαρά του, που ο Τσίρκας επαίνεσε το Πλατύ Ποτάμι. Είναι η αγάπη του για τη δεύτερή του σύζυγο την Άννυ. Και ο άπαυτος παιδεμός του με τη γραφή.
«Τις αλήθειες τις μαζεύεις με τη σέσουλα», γράφει στις 12-10-67. «Την Τέχνη την κεντάς με το βελόνι».
Στις 9-6-59, έγραφε: «Σου ’τυχε ποτέ να δεις ένα βρομόχαρτο να πετάει ψηλά, παρασυρμένο απ’ τον αέρα, και να ’χει το ίδιο σχήμα, κατάλευκου, άσπιλου περιστεριού;»
Πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 1968 μετά από πολύμηνη ασθένεια, και η Άννα Μπεράτη, μετά το θάνατό του, πρόσθεσε στον Μαύρο Φάκελο τις σημειώσεις που της είχε υπαγορεύσει την τελευταία χρονιά. Οι τελευταίες δύο:
8-12-68 Δεν ξέρω από πού να αφουγκραστώ τα μουλωχτά βήματα του Θανάτου. Από πού έρχονται, από ποιο δρόμο;
9-12-68 Γιατί θέλεις να σηκωθείς, αγάπη;
Θέλω να σηκωθώ για να διώξω το συναίσθημα του ανάπηρου που με καταπιέζει.
Η πίεση είναι πεσμένη στο 7.
Γενική Κλινική Αθηνών.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Ο μαύρος φάκελος
Γιάννης Μπεράτης
Ερμής 2015
Σελ. 516, τιμή εκδότη €19,08