
Σχέσεις μάνας και κόρης, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Αννίτας Π. Πανάρετου Ψυχής Εγκώμιον (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Βέη
«Το σώμα είναι το πνεύμα που έγινε ορατό».
Schelling
Η αμφιθυμία, εμφανώς οριακή, υπαγορεύει κατεξοχήν την εθιμοτυπία της καθημερινότητας, προδικάζει τα κίνητρα των συμπεριφορών και εξηγεί τα ποικίλα αίτια και αιτιατά των δρώμενων στο εσωτερικό μιας καθόλα προβληματικής ατμόσφαιρας. Ο ιστός της ευγένειας είναι έτοιμος να διαρραγεί και μαζί μ΄ αυτόν η συνθήκη όλων των ισορροπιών που απαιτεί μια τυπική συναντίληψη. Προβάλλοντας την αδυσώπητη ερημιά του όντος, η αφηγηματική μηχανή ανιχνεύει ό,τι είναι ικανό και αναγκαίο για τα πορίσματά της. Όλα διακυβεύονται μόλις ακουσθεί άλλη μια φορά το αυστηρό, απαγορευτικό "μη!". Οι εναντιωματικές σχέσεις κόρης-μητέρας οδηγούν κατά τρόπο μαθηματικά βέβαιο σε μια επώδυνη, δια βίου μάλιστα, διάσταση.
Στα ενδότερα ψυχικά στρώματα σχεδόν κάθε κόρης εντοπίζεται διάχυτο, ως παφλασμός ατερμόνων κυμάτων, ένα ισχυρό αίτημα απεξάρτησης, ένα κριτικό φώνημα ελευθερίας, έτοιμο να ακυρώσει ανεκκλήτως τη μεγάλη δεσμώτη, την όχι πάντα άτρωτη, τροφό μητέρα.
Στα ενδότερα άλλωστε ψυχικά στρώματα σχεδόν κάθε κόρης, όσο μάλιστα κι αν αυτή δείχνει αφελής, επιπόλαιη και ατελής, εντοπίζεται διάχυτο, ως παφλασμός ατερμόνων κυμάτων, ένα ισχυρό αίτημα απεξάρτησης, ένα κριτικό φώνημα ελευθερίας, έτοιμο να ακυρώσει ανεκκλήτως τη μεγάλη δεσμώτη, την όχι πάντα άτρωτη, τροφό μητέρα. Κοντολογίς, η ανήλικη Ναυσικά στο Ψυχής εγκώμιον αισθάνεται να ωριμάζει μέσα στον πανικό του έτοιμου να ξεσπάσει θυμού της. Το αίσθημα της ασφυξίας που παρέχει ο εγκλεισμός της είναι ιδιαίτερα έντονο. Ο Βίλχελμ Ράιχ θα πρότεινε ασφαλώς δραστικά μέτρα απεμπλοκής. Άλλωστε, το είδωλο του κόσμου δεν θέλει και πολύ για να σπάσει. Στο βαθμό μάλιστα που η Μητέρα, με την αδιαφιλονίκητη σοφία-εμπειρική πρόνοιά της εκπροσωπεί αυτοκλήτως τον Κόσμο εν συνόλω, οι συνθήκες διαβίωσης μέσα στο ίδιο σπίτι γίνονται προφανώς αν όχι αφόρητες, πάντως εξαιρετικά δυσβάστακτες. Ο κίνδυνος να «εκτεθεί το Ναυσικάκι» εκτός της οικογενειακής εστίας συνιστά συλλήβδην τον απώτερο εφιάλτη, αυτόν εννοώ της παρεπόμενης με ακρίβεια τρόμου μητροκτονίας σε πνευματικό επίπεδο.
Όσο κι αν δεν δηλώνεται ρητώς, ο φόβος της μητέρας είναι ο φόβος εντέλει της δικής της δεύτερης μάλιστα αποξένωσης. Σημειώνω ότι η τραυματική πρώτη αποξένωση ουσιώθηκε, λίγα μόλις χρόνια πριν, σε συνέχεια του πανηγυρικά άδοξου τέλους του πρώιμου της ερωτικού δεσμού. Ο θάνατος είναι στην προκείμενη περίπτωση ο μη-έρωτας, αλλά και η απώλεια της κόρης, του μόνου στηρίγματος. Κι όλα αυτά νοιώθονται σ΄ ένα πλαίσιο χωρόχρονου, όπου στη θέση του ονειρώδους, άρρενος, πολύτροπου εραστή, κάθεται ένας καθωσπρέπει σύζυγος, ασεξουαλικός, άπραγος, ά-νοστος.
Γι΄ αυτό, ακόμα κι ένα ζευγάρι γάντια, αρχετυπικά παραρτήματα θαλπωρής, άδολης προστασίας, απεικάσματα τουτέστιν της γόνιμης Μήτρας, και η συνοδευτική καρτούλα με τις χαρακτηριστικές λέξεις της τυπικής φροντίδας μπορούν από κοινού να παρασύρουν το εγώ σε αλυσιδωτές αντιδράσεις ανεξέλεγκτης οργής. Διακρίνω τα εξής, τα οποία δίνουν συνοπτικά το κλίμα των κρίσιμων συναισθηματικών διεργασιών: «Θυμάμαι, νιόπαντρη, μια καρτούλα που συνόδευε ένα ζευγάρι γάντια: "Στο αγαπημένο Ναυσικάκι μου, για να μην κρυώνουν τα χεράκια του". Την έσκισα και την πέταξα – δεν άντεχα τη μητέρα μου ανθρώπινη. Όποτε θυμάμαι την καρτούλα από τότε, με παίρνουν τα δάκρυα. Όποτε, δυστυχώς, θυμάμαι άλλες παρεμβάσεις της όταν ήμουν νιόπαντρη, σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είχα χίλιες καρτούλες για να σκίσω. Όποτε την κλαίω, την κλαίω γι' αυτό που δεν υπήρξε. Ίσως, όταν πεθάνει, να την κλάψω για ό,τι υπήρξε, είτε απωθώντας είτε –μακάρι– νοσταλγώντας αυτό το "ό,τι υπήρξε"».
![]() Η Αννίτα Π. Πανάρετου
|
Όταν το αίτημα της επανάστασης και μιας εν θερμώ εκδίκησης θα φαίνεται ότι προσεγγίζει την ικανοποίησή του, θα αναζητηθούν αυτομάτως δικλείδες ασφαλείας. Η λύση εν μέρει δίνεται κάποια στιγμή από την άνοια (από μηχανής θεά στην κυριολεξία του όρου) της μητέρας. Η τελική λύση παρέχεται όμως αρκετά χρόνια αργότερα, εννοώ εδώ την ήσυχη, γαλήνια μέσα στο σκοτάδι του μη νου, οριστική αποχώρηση της μητέρας από την κοιλάδα των δακρύων, το λιβάδι των αστείρευτων παθών και όλων των συναφών παπαδιαμάντειων βασάνων. Τα ίδια τα πράγματα δείχνουν στο μεταξύ μιαν αλλοιωμένη όψη μέσα από το πρίσμα μιας καταπονημένης ήδη πρόσληψης. Παραθέτω τα εξής χαρακτηριστικά συμπτώματα: «Ξαναπερνώντας από το ίδιο μέρος δυο φορές, κάτω από διαφορετικές περιστάσεις, κατανοείς ότι, ακόμα και αυτό το φως, η ύπαρξή του, η έντασή του ή η απουσία του, μπορούν να γίνουν υποκειμενική υπόθεση. Μπορεί το έρεβος να μη σου φαίνεται αρκετά διακριτικό και εχέμυθο, ενώ μπορεί να σου φαίνεται σκοτεινό ένα αυγουστιάτικο απομεσήμερο στις Κυκλάδες».
Το Ψυχής εγκώμιον είναι το ημερολόγιο μιας ασίγαστης διαδικασίας αναζήτησης εαυτού. Μέσα από πολλές προσπάθειες - δοκιμές τοκετού επιχειρείται η αναγέννηση του παιδιού εκείνου, που θα ήθελε να υπάρξει στη θέση του όντως υπάρχοντος εξ αντικειμένου. Η γλώσσα, αδιάψευστος μάρτυς της επιχειρούμενης αυτογνωσίας, αναλαμβάνει το καθήκον να συγκροτήσει από τα θραύσματά του το ίδιο το είναι. Το Ναυσικάκι θα μεταμορφωθεί στη συνέχεια σε Ναυσικά. Θα συναντήσει μάλιστα τον Οδυσσέα της. Δεν τον προωθεί όμως στην Ιθάκη, αλλά τον παντρεύεται στην πόλη της. Ο εραστής αποδεικνύεται αυτή τη φορά επαρκέστατος σύζυγος. Δύο υγιή παιδιά έρχονται να πληρώσουν τη ζωή του νέου ζεύγους. Η δε επαγγελματική ψυχαναλυτική θεραπεία, στην οποία υποβάλλεται η Ναυσικά, αποδίδει καρπούς. Έχει εν ολίγοις αρχίσει η περίοδος της γόνιμης καταλλαγής. Η ψυχή, από τη μεταφυσική διακήρυξη για την υπέρτατη σημασίας της, περνά αισίως στο πεδίο των πρακτικών εφαρμογών.
Ως ψυχή νοείται το βαθύτερο υπόστρωμα της βούλησης, της τυφλής εκείνης δύναμης, η οποία επιζητεί την πάση θυσία διάσωση και περαιτέρω επικυριαρχία της.
Ως ψυχή νοείται στη συγκεκριμένη περίπτωση το βαθύτερο υπόστρωμα της βούλησης, της τυφλής εκείνης δύναμης, η οποία, για να θυμηθούμε τον Αρθούρο Σοπενχάουερ, επιζητεί την πάση θυσία διάσωση και περαιτέρω επικυριαρχία της. Το σώμα, ως η κατεξοχήν αντικειμενικοποίηση της βούλησης, ελεύθερο πλέον ταξιδεύει στις επικράτειες των ηδονών. Η δε συνεπακόλουθη άφεση αμαρτιών αποκαθιστά το κύρος της μακαρίτισσας πλέον μητέρας σ΄ ένα ηθικά αιτιολογημένο βάθρο. Η παιδεία, η πολυγλωσσία της Ναυσικάς συνεπικουρούν ασφαλώς. Η ανασυγκρότηση του προσώπου θα υποστηρίξει με τη σειρά της τη νοσταλγική δημιουργία και της Μητέρας από τις στάχτες της προηγούμενης αυστηρότατης αποδόμησης. Οι Sandor Ferenczi και Οtto Rank έχουν δείξει, ως γνωστόν, ότι η επιστροφή στη γενεσιουργό μήτρα είναι μια από τις επιθυμίες μας. Ό,τι δηλαδή υπαινίσσονται οι τελευταίες σελίδες του Ψυχής εγκωμίου.
Η περιγραφή του αδιεξόδου, οι αντιπαλότητες των αντιλήψεων, οι λογής αποτυπώσεις των διαφοροποιήσεων της ηθικής στάσης εκατέρωθεν διακρίνονται τόσο για την στιλπνότητα των ρηματικών εκφορών, όσο και για τον εξειδικευμένο χειρισμό του πλουσιότατου συγκινησιακού υλικού. Μας είναι ήδη γνωστή, από τα έργα της συγγραφέως που προηγήθηκαν, τόσο η αμεσότητα και η αισθητική πληρότητα της ανάδειξης των σπουδαιότερων πτυχών των αφηγηματικών χαρακτήρων του αστικού μας περιβάλλοντος, όπως στήθηκε πριν και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όσο και η συστηματική καλλιέργεια ενός διεισδυτικού, λειτουργούντος δίκην ακτινογραφίας, λεκτικού εργαλείου. Στα προαναφερόμενα έργα συγκαταλέγεται τόσο η καθόλα συναρπαστική υφολογικά και όχι μόνον Παρηγορία των επιστολών σου (Ευανθία Καΐρη και Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου: Αλληλογραφώντας, όπως θα ήθελαν) που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Ωκεανίδα" το 2007 και συμπεριλήφθηκε, ως γνωστόν, στον βραχύ κατάλογο των μυθιστορημάτων, που ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο της ίδιας χρονιάς, όσο και τα καλώς συγκερασμένα Πορτραίτα της, μυθιστόρημα λεπτεπίλεπτων κειμενικών εμπεδώσεων, των εκδόσεων της "Εστίας", μετά από τέσσερα χρόνια, προϊόν της θετικής συγγραφικής εξέλιξης.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.
Ψυχής εγκώμιον
Αννίτα Π. Πανάρετου
Εστία 2014
Σελ. 192, τιμή € 14,00