Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Ο πιανίστας, αρχιμουσικός, ακαδημαϊκός δάσκαλος, πρωτίστως διανοητής και ως εκ τούτου ενσυνείδητος πολίτης του κόσμου Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ (Daniel Barenboim, Μπουένος Άιρες 1942) προσφέρει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφία, που αντιστοιχεί στη βιωματική και ταυτόχρονα κριτική πρόσληψη και καταγραφή ιστορικών, πολιτικών, πολιτισμικών, κοινωνικών γεγονότων ως παραγόντων υπεύθυνων και δεσμευτικών για τη διαμόρφωση της πορείας της ανθρωπότητας κατά τα τελευταία εξήντα χρόνια.
Στα είκοσι ένα κεφάλαια του βιβλίου με τον τίτλο Μια ζωή στη Μουσική, όπως συμπληρώνονται αφενός με παράρτημα και αφετέρου με φωτογραφικό υλικό, αναγνωρίζεται η αποτύπωση της ατομικής διαδρομής του Μπάρενμποϊμ μέσα από τους ιδιωτικούς και τους δημόσιους διαύλους της ζωής και της μουσικής ως των δύο όψεων μιας ενιαίας οντολογικής μονάδας, με πολύτιμες όσο και διαρκώς απαραίτητες αποσκευές τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία.
Η ευρηματική διαχείριση του βιωματικού και του γνωστικού υλικού εξασφαλίζει την υψηλή πληροφορητικότητα του βιβλίου, με αυτονόητη έμφαση στο ευρύ πεδίο της μουσικής από το μπαρόκ μέχρι τη σύγχρονη λόγια παραγωγή, και με εστίαση στο ζήτημα της ερμηνείας ως διαδικασίας για την ανίχνευση, πρόσληψη, έκφραση, μετάδοση ιδεών και συν-/αισθημάτων που αποδίδουν το πνεύμα του δημιουργού.
Ο Μπάρενμποϊμ, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες παραδειγματικές εφαρμογές, αναπτύσσει τις απόψεις του για όλο το φάσμα των αμφίδρομων σχέσεων της μουσικής με τη ζωή, για τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία της μουσικής, καθώς και για τη σχέση μουσικής και πολιτικής, και σε αυτό το πλαίσιο η μουσική, γενικότερα η τέχνη, προβάλλεται ως δίαυλος για την κατανόηση του άλλου και επομένως ως εργαλείο για τη διαπολιτισμική επικοινωνία και συνύπαρξη. Παράλληλα θίγονται μείζονα ζητήματα, όπως είναι η ελευθερία βούλησης ως προς την πρόσληψη της μουσικής (πράγμα που συνιστά τον δημοκρατικό χαρακτήρα της μουσικής), η καταχρηστική σύνδεση της τέχνης με την πολιτική για την εξυπηρέτηση εξωκαλλιτεχνικών σκοπιμοτήτων, το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας, ο εθνικισμός και ο πατριωτισμός, η συλλογική ευθύνη, η έννοια της κάθαρσης, η γενναιοδωρία της λήθης και η ειλικρίνεια της μνήμης.
Αυτά τα δεδομένα ορίζουν το περιεχόμενο του υποκειμενικού κόσμου του Μπάρενμποϊμ και τη σχέση του με την αντικειμενική πραγματικότητα για περισσότερα από εξήντα χρόνια, όπως αυτή η σχέση αποτυπώνεται στο βιβλίο. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι εκλεκτικές συγγένειες που προσδιόρισαν τη διαμόρφωση του Μπάρενμποϊμ ως ανθρώπου και ως δημιουργού, είτε αυτές εντοπίζονται στον κόσμο των ιδεών της μουσικής (π. χ. Μπετόβεν, Βάγκνερ, Μότσαρτ, Μπραμς, Μπρούκνερ, Μπαχ, Μάλερ, Λιστ, Σούμπερτ, Βέρντι, Σοπέν, Ρίχαρντ Στράους, Ντεμπυσί, Στραβίνσκι, Σαίνμπεργκ, Μπουλέζ), είτε εντοπίζονται στον κόσμο της μουσικής ερμηνείας (π. χ. Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ, Όττο Κλέμπερερ, Ζούμπιν Μέτα, Κλάουντιο Αμπάντο, Δημήτρης Μητρόπουλος, αλλά και ο Μάλερ ως αρχιμουσικός), είτε φωτίζονται από φάρους υψηλής παιδείας (π. χ. Αριστοτέλης, Σπινόζα, Γκαίτε, Άινσταϊν).
Εξάλλου, μείζονα τοπόσημα που ορίζουν την προσωπική, δημιουργική διαδρομή του Μπάρενμποϊμ, αντιπροσωπεύουν πόλεις-σύμβολα όπως είναι το Βερολίνο, η Βιέννη, το Ζάλτσμπουργκ, το Λονδίνο, το Παρίσι, το Σικάγο ή το Τελ Αβίβ. Εδώ εντάσσεται και η ιδιαίτερη σημειολογία που αντιστοιχεί στη Βαϊμάρη ως εμβληματικό τοπόσημο στη μουσική αλλά και στην πολιτική πορεία του Μπάρενμποϊμ. Τη Βαϊμάρη, πόλη που συνδέθηκε με τον Μπαχ και τον Λιστ, αλλά και με τον Γκαίτε και τον Σίλλερ, και αναδείχθηκε σε κέντρο άνθησης της νεωτερικής καλλιτεχνικής δημιουργίας μέχρι το τραγικά πρόωρο τέλος της με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, επέλεξε ο Μπάρενμποϊμ, σε συνεργασία με τον σχεδόν αναγεννησιακό διανοητή Έντουαρντ Σαΐντ, ως έδρα για την οργάνωση (1999) της Ορχήστρας του Δυτικοανατολικού Διβανίου (West-Eastern Divan) με τη συμμετοχή νέων μουσικών από το Ισραήλ, την Παλαιστίνη, τη Συρία, τον Λίβανο, την Ιορδανία και την Αίγυπτο σε μια σημαντική παραδειγματική εφαρμογή της δημιουργικής συμβίωσης λαών και πολιτισμών.
Ας σημειωθεί ότι το όνομα της Ορχήστρας κατάγεται από συλλογή λυρικών ποιημάτων του Γκαίτε (West-östlicher Diwan, 1827) με θέμα την ετερότητα ή την ιδέα του άλλου και με πηγή έμπνευσης τα ποιήματα του πέρση ποιητή Χάφιζ (14ος αιώνας).
Ανάλογη μουσική επιλογή του Μπάρενμποϊμ με πολιτικό χαρακτήρα αναγνωρίζεται στην ερμηνεία αποσπασμάτων από την όπερα του Βάγκνερ Τριστάνος και Ιζόλδη, σε συναυλία της γερμανικής Staatskapelle στην Ιερουσαλήμ το 2001, για πρώτη φορά μετά την απαγόρευση της μουσικής του Βάγκνερ στο Ισραήλ εξ αιτίας της Νύχτας των Κρυστάλλων, το 1938.
Είναι σαφές ότι ο Μπάρενμποϊμ δηλώνει, με τον παραστατικότερο και πλέον τεκμηριωμένο τρόπο, τον χαρακτήρα ή μάλλον τη λειτουργικότητα που (πρέπει να) προσδιορίζει τόσο τον ιδιωτικό όσο και τον δημόσιο βίο ενός ενσυνείδητου δημιουργού πολιτισμού. Άλλωστε ο άμεσος, παραστατικός, κριτικός, στοχαστικός, συχνά αφοριστικός λόγος του Μπάρενμποϊμ οδηγεί την πρόσληψη του πλούσιου υλικού του βιβλίου προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό το υλικό, υποστηριζόμενο από την υψηλή τέχνη της ρητορικής του Μπάρενμποϊμ και ενισχυμένο περαιτέρω με ενιαίο ευρετήριο ονομάτων, τοπωνυμίων και πραγμάτων, μεταφέρεται με γέφυρα τη μετάφραση και στην ελληνική γλώσσα (και με αυτή την ευκαιρία τίθεται για άλλη μια φορά το ζήτημα της απόδοσης των ξένων ονομάτων στα καθ’ ημάς, π. χ. ο Χαίντελ σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να λέγεται «Τζωρτζ Φρέντερικ», έστω και αν ο Γκέοργκ Φρήντριχ αξιοποίησε επαγγελματικά το Λονδίνο, όπου και πέθανε).
Πάντως, η δημιουργική ανάγνωση εξασφαλίζει γνωστικούς ορίζοντες ευρύτερους των ούτως ή άλλως μειζόνων πολιτικο-πολιτισμικών θεμάτων που αναπτύσσονται στο βιβλίο, αποδεικνύοντας την ικανότητα του Μπάρενμποϊμ να διδάσκει ότι η μουσική ως διεθνής γλώσσα διαρκούς διαλόγου ανάμεσα στον δημιουργό και στον αποδέκτη (ερμηνευτή ή/και ακροατή) καθοδηγεί την πορεία της παγκόσμιας κοινότητας στον χρόνο, για να παραπέμψω και στο άλλο, εξίσου εμβληματικό βιβλίο του Μπάρενμποϊμ Η μουσική κινεί τον χρόνο (εκδόσεις Καστανιώτη 2009, μετάφραση: Κώστας Αθανασίου, Κώστας Κοσμάς).
Μια ζωή στη Μουσική
Μετάφραση: Θέμελης Γλυνάτσης
Επιμέλεια: Ηρώ Διαμαντούρου, Δήμος Κουβίδης
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012, σελ. 264