Για το βιβλίο με τις καταγραφές της Εύας Μπέη «Με τον Νίκο Καρούζο – Ημερολόγιο» (εκδ. Loggia).
Του Γιάννη Παλαβού
Έχω την αίσθηση πως για αρκετούς Έλληνες ποιητές που έχουν πάνω κάτω τα χρόνια μου το να τσιτάρουν στίχους του Καρούζου και να ανεκδοτολογούν με πάθος γύρω από το πρόσωπό του είναι ό,τι ήταν μεταπολιτευτικά για ορισμένους Έλληνες σκηνοθέτες η παράθεση αποφθεγμάτων του Γκοντάρ. Διακινδυνεύω την υπόθεση ότι, μαζί με τον Σαχτούρη, ο Καρούζος είναι ο ποιητής που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στο ύφος και, κυρίως, στο φαντασιακό των ομηλίκων μου ποιητών. Ωστόσο, όπως ισχύει και στην περίπτωση των σκηνοθετών του ’70, δεν είμαι βέβαιος ότι η επίδραση αυτή αποτυπώνεται με καλλιτεχνικούς όρους στο έργο τους. Για να το πω απλά: πολλοί νεότεροι ποιητές προσεγγίζουν τον Καρούζο επιπόλαια και μερικευτικά, απ’ τη σκοπιά του πότη, του μποέμ και μιας γενικώς και αορίστως «αντιεξουσιαστικής» ιδεολογίας, αγνοώντας τις πτυχές του έργου του που το εγγράφουν στις κορυφώσεις της μεταπολεμικής μας ποίησης: τον μεταφυσικό, δηλαδή θρησκευτικό και φιλοσοφικό του χαρακτήρα, την αλεξιγλωσσία του που συναιρεί αιώνες ελληνικής γλώσσας και σκέψης, και την «απροσδόκητη συνδυαστική» των λέξεών του, άρρηκτα δεμένη με το βίωμα – ό,τι, δηλαδή, συνοψίζει το περίφημο «στήθος».
Προς τι όλ’ αυτά: διότι, αστειευόμενος και με συγγνωστή, ελπίζω, υπερβολή, λέω: για να απολαύσετε το Με τον Νίκο Καρούζο: ημερολόγιο της Εύας Μπέη ίσως δεν χρειάζεται να σας αρέσει ο Καρούζος· ίσως δεν χρειάζεται καν να ξέρετε το έργο του. Αν ξέρετε το έργο του κι αν σας αρέσει, πιθανώς ν’ απογοητευτείτε. Γιατί δεν είναι λίγοι οι αναγνώστες που προσέρχονται στον Καρούζο υπό τη σαγήνη του μύθου του και, αδυνατώντας ή μη θέλοντας να αναμετρηθούν με το έργο του, μένουν εκεί. Ίσως, λοιπόν, να μη βλάπτει να διαβάσουν το βιβλίο κυρίως οι άσχετοι με τον ποιητή αναγνώστες, εκείνοι που διαθέτουν την «αθωότητα, τη θεία αγαθότητα» που, σύμφωνα με την Μπέη, ο Καρούζος πίστευε ότι «κάνει τον πολύ μεγάλο καλλιτέχνη». Και «αναγνώστη», προσθέτουμε.
Γιατί δεν είναι λίγοι οι αναγνώστες που προσέρχονται στον Καρούζο υπό τη σαγήνη του μύθου του και, αδυνατώντας ή μη θέλοντας να αναμετρηθούν με το έργο του, μένουν εκεί.
Τι είναι, όμως, το βιβλίο της Εύας Μπέη; «Στα ψαξίματα που κάνει η ανθρώπινη σκέψη μέσα στους διάφορους προβληματισμούς», λέει ο Καρούζος στο «Μονόγραμμα» της ΕΡΤ, «πολλές φορές το τι είναι κάτι προσδιορίζεται αποφατικά, δηλαδή περικυκλώνεται με το να ειπωθεί τι δεν είναι». Έτσι, προτού δοκιμάσω να απαντήσω καταφατικά, ξεκινώ αποφατικά: το βιβλίο δεν είναι μια συμβατική παράθεση ημερολογιακών εγγραφών που αποτυπώνουν τις φάσεις της σχέσης Καρούζου-Μπέη· δεν είναι ματιά από την κλειδαρότρυπα· δεν είναι βιογραφία του Καρούζου, πολύ περισσότερο αγιογραφία που αναπαράγει στερεότυπα γύρω από το πρόσωπό του· δεν είναι αυτοβιογραφία της Μπέη· και δεν είναι απόπειρα της συγγραφέως, που δεκαετίες τώρα μνημονεύεται, ίσως ελαφρώς υποτιμητικά, από τους λογοτεχνικούς κύκλους ως «η τελευταία σύντροφος του Καρούζου», να αυτοπροβληθεί ή να εκφράσει πικρία για πρόσωπα και συμπεριφορές. Δεν είναι τίποτα απ’ αυτά.
Τι είναι, λοιπόν, το βιβλίο; Οργανωμένο σε τέσσερις ενότητες που δεν ακολουθούν αυστηρά χρονολογική σειρά, είναι ταυτόχρονα μια σειρά από πράγματα:
Πρώτον, είναι το χρονικό της σχέσης ανάμεσα σε δύο καλλιτέχνες, τον ποιητή Νίκο Καρούζο και τη ζωγράφο Εύα Μπέη, οι οποίοι, καθένας «από άλλους δρόμους και με άλλους τρόπους», πασχίζουν για τα ίδια: να επιβιώσουν σ’ ένα πνευματικό περιβάλλον όπου «ο ποιητής, κύριοι, περισσεύει» κι ύστερα «σαν τον τρελό, να δώσουν διάρκεια σε μια λάμψη που συνέλαβαν» –η διατύπωση είναι της Μπέη–, να πλάσουν δηλαδή έργο. Οι δυο τους διαφέρουν σχεδόν σε όλα, από την ηλικία και την τέχνη τους ως τον τρόπο που σχετίζονται με τον κόσμο, όμως δεν είναι δυνάμεις αντίρροπες αλλά συμπληρωματικές. Κι αυτή η διαλεκτική Νίκου-Εύας, που στις σελίδες του βιβλίου άλλοτε πλησιάζουν ο ένας τον άλλον κι άλλοτε συγκρούονται, παράγει υψηλή ένταση, την οποία το ψύχραιμο, αποστασιοποιημένο βλέμμα της Μπέη όχι μόνο δεν απονευρώνει αλλά επιτείνει.
Eίναι μια πλάγια βιογραφία του Καρούζου, όχι χρονολογικά αλλά καλειδοσκοπικά οργανωμένη, εστιασμένη στο αίσθημα, στο βίωμα και στη μέθοδο με την οποία εργαζόταν, που δείχνουν ανάγλυφα πώς διαμορφώθηκε η ποιητική του ιδιοπροσωπία...
Το βιβλίο είναι, ακόμα, ένα πορτρέτο του Καρούζου πέρα, όπως προαναφέραμε, από τη μυθολογία γύρω από τον ποιητή: χωρίς να τον αποκαθηλώνει –δεν αποκαθηλώνεις κάποιον που αγαπάς, κάποιον που σου υπέδειξε τόσους «ενδιαφέροντες τρόπους εξόρυξης του προσωπικού σου χρυσού» (η διατύπωση πάλι της συγγραφέως)–, η Μπέη, με τον ακριβή και δεξιωτικά αυστηρό τρόπο της, φιλοτεχνεί ένα πορτρέτο του που διατρέχει όλες τις αποχρώσεις ανάμεσα στα άκρα που υποδηλώνει ο στίχος του «Χερουβείμ αρουραίος», «ουράνιος» δηλαδή και μαζί «καταχθόνιος».
Παράλληλα, είναι μια πλάγια βιογραφία του Καρούζου, όχι χρονολογικά αλλά καλειδοσκοπικά οργανωμένη, εστιασμένη στο αίσθημα, στο βίωμα και στη μέθοδο με την οποία εργαζόταν, που δείχνουν ανάγλυφα πώς διαμορφώθηκε η ποιητική του ιδιοπροσωπία και πού ανάγονται αποστροφές όπως «Εμένα μ’ έχει προσαρτήσει το μαύρο» και «Ξεκρέμασα τη ζωή μου από κάθε προοπτική». Με την ευκαιρία, επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι ιδίως η δεύτερη ενότητα του βιβλίου, όπου ιστορείται η νοσηλεία του ποιητή στην Αθήνα, στο Λονδίνο και ξανά στην Αθήνα, όπου και πέθανε, χαράσσεται στην αναγνωστική μνήμη.
Ακόμα, το βιβλίο, παρότι ενσωματώνει ημερολογιακές εγγραφές που απέχουν έως και τέσσερις δεκαετίες από την έκδοσή του και παρότι δουλευόταν για χρόνια, είναι, τρόπον τινά, ο απολογισμός της ζωής μιας γυναίκας –μιας πρώην «Λίλαν», για όσους το έχουν διαβάσει–, που στο κατώφλι των ογδόντα της χρόνων μας προσφέρει, με το βλέμμα του «πάσχοντος παρατηρητή» όπως γράφει, το απόσταγμα της εμπειρίας της. Και είναι απόλαυση να παρακολουθείς τη σκέψη της, η οποία συχνά διαθέτει πυκνότητα αποφθέγματος. Το βιβλίο είναι το ταξίδι της Μπέη προς τη συμφιλίωση με το λειψό πράγμα που λέγεται ζωή και τους σκληρούς κανόνες του –«δεν μπορείς να παίξεις σκάκι με πέντε άλογα», γράφει–, προς μια ισορροπία που είναι περισσότερο, το κατά δύναμιν φυσικά, αρμονική παρά ισορροπία τρόμου. Κι έχει ενδιαφέρον να σκεφτούμε πώς η συγγραφέας –με «απέραντη επιείκεια για τα ανθρώπινα», όπως λέει, κυρίως όμως όπως υποβάλλεται από το κείμενο– αφηγείται στην τελευταία ενότητα τη μάχη της με τον καρκίνο σε αντιδιαστολή με την αντίστοιχη εμπειρία του Καρούζου στη δεύτερη: ο ένας, έντρομος –επίθετο που επανέρχεται στο βιβλίο– παραδίδεται στον θάνατο, κι ο άλλος, επίσης έντρομος αλλά κλείνοντας σταδιακά ειρήνη με τον τρόμο, αποφασίζει να ζήσει.
Η Εύα Μπέη γεννήθηκε στη Λειβαδιά το 1943, σπούδασε στη σχολή Βακαλό Διακοσμητική (με δάσκαλο τον Π. Τέτση), Ζωγραφική τέχνη βιβλίου στο Kendall College of Art and Design (Michigan) και στην ΑΣΚΤ Ζωγραφική με δάσκαλο τον Ι. Μόραλη. Έχει κάνει δώδεκα ατομικές εκθέσεις σε Ελλάδα και Κύπρο και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές. Εργάστηκε επίσης ως εικονογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά (Το Βήμα, Εικόνες, Συλλογή). Κατά διαστήματα δίδαξε ζωγραφική σε μικρούς και μεγάλους. Στο παραπάνω κολάζ ο Νίκος Καρούζος και η Εύα Μπέη σήμερα. |
Ολοκληρώνω τις σκέψεις μου για το τι είναι το Με τον Νίκο Καρούζο επισημαίνοντας δύο ακόμα όψεις του: πρώτον, είναι ένα πανόραμα της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται το κυρίως μέρος του –περίπου μιας δεκαπενταετίας, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ως τις αρχές της δεκαετίας του ’90–, και ιδίως της πνευματικής κίνησης και του λογοτεχνικού της μικρόκοσμου. Καθώς η Μπέη είναι ζωγράφος, όχι μόνο δεν έχει τίποτα να χάσει και άρα δεν έχει λόγο να στρογγυλέψει τα λόγια της όταν έρχεται σε επαφή μέσω του Καρούζου με τους λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά –κι αυτό είναι το σημαντικότερο– διαθέτει καθαρό βλέμμα που, σε συνδυασμό με την ευθυκρισία και τη δυσφορία της απέναντι στις μικρότητες του συναφιού, της επιτρέπει να λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Και τα σχόλιά της είναι καίρια.
Η τελευταία όψη του βιβλίου που θα ήθελα να επισημάνω είναι, νομίζω, από τις σημαντικότερες: και στις τέσσερις ενότητές του, κυρίως όμως στην τρίτη και στην τέταρτη, όταν έχουν πια ιστορηθεί οι περισσότερες και πιο δραματικές καμπές της σχέσης ανάμεσα στους δυο, η Μπέη συχνά διατυπώνει, συνήθως με αφορμή την περίπτωση του Καρούζου αλλά όχι αποκλειστικά, σκέψεις περί ποιητικής: σκέψεις περί του «πώς» της δημιουργικής πράξης, περί της καλλιτεχνικής ιδιοσυστασίας και του τι προσφέρει η τέχνη. Το βιβλίο είναι, όπως είπαμε, ένα πορτρέτο του Καρούζου, αλλά διά του Καρούζου είναι κι ένα κατά Μπέη πορτρέτο του καλλιτέχνη, που ξεκινά ως «Λίλαν με μια μυστική πληγή» και κάνει ό,τι μπορεί, ενίοτε αδέξια και πληγώνοντας τον εαυτό του και τους γύρω, για να μεταβολίσει τη «μόνιμη αντιδικία του με το σύμπαν» σε τέχνη. Το επεισόδιο της συνάντησης με τον ηλικιωμένο Μόραλη μένει αξέχαστο, όπως και πολλές κοφτερές παρατηρήσεις της συγγραφέως.
Θα κλείσω σχολιάζοντας δύο στοιχεία στα οποία νομίζω πως το βιβλίο οφείλει μεγάλο μέρος της γοητείας του. Πρώτον, παρότι στο δεύτερο μισό, μετά τη σταδιακή αποχώρηση του πληθωρικού Καρούζου από το προσκήνιο και τα δυσάρεστα της ασθένειας της Μπέη, το κλίμα του γίνεται –συγχωρήστε μου το κλισέ– στοχαστικότερο, το Με τον Νίκο Καρούζο δεν είναι διανοητικής κοπής κείμενο: ο Καρούζος έλεγε ότι η Μπέη διαθέτει στόφα όχι μυθική αλλά ιστορική και γι’ αυτό θα μπορούσε να γράψει καλή πεζογραφία, και το βιβλίο πράγματι αποδεικνύει ότι είναι ικανή πεζογράφος. Καθώς το διάβαζα, είχα συχνά την αίσθηση ότι δεν διάβαζα ημερολόγιο αλλά –θραυσματική, συνειρμική, δίχως χρονολογική σειρά και με εναλλαγές στην εστίαση όπως είναι η αφήγηση– ένα μοντερνιστικό μυθιστόρημα με ήρωες έναν larger-than-life καλλιτέχνη και τη σύντροφό του, που πασχίζει αγαπητικά να ισορροπήσει ανάμεσα σ’ αυτόν και στη δική της ριζικά διαφορετική ιδιοσυγκρασία.
Και το επίρρημα «αγαπητικά» με οδηγεί στο δεύτερο σχόλιο, στην κατακλείδα του σημειώματος: νομίζω πως όσα σημείωσα ως εδώ δεν θα είχαν τον ίδιο αντίκτυπο στον αναγνώστη αν έλειπε το θάλπος της συμπόνοιας, μιας κατανόησης πέραν της λύπης, με την οποία η Μπέη γράφει για τον Καρούζο και τον εαυτό της· της κατανόησης πέραν της λύπης με την οποία δεξιώνεται τον κόσμο. Κλείνοντας το βιβλίο μού ήρθε στον νου εκείνο το γνωστό χωρίο από τα Εις εαυτόν του Μάρκου Αυρήλιου: «τα δε εν τω βίω πολυτίμητα κενά και σαπρά και μικρά· και κυνίδια διαδακνόμενα και παιδία φιλόνεικα, γελώντα είτα ευθύς κλαίοντα». Πιθανώς να είναι έτσι· μα –λέει η Μπέη και συμφωνούμε μαζί της– αγαπητικά.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΒΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.