Για το βιβλίο της Bernardine Evaristo «Μανιφέστο – Πώς να μην τα παρατάς ποτέ» (μτφρ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg).
Του Διονύση Μαρίνου
Τείνουμε να το ξεχνάμε, αλλά πίσω από το σώμα των λέξεων που συγκροτούν ένα βιβλίο (όλα τα βιβλία) υπάρχει ένα άλλο υλικό σώμα, αυτό του συγγραφέα. Τόσο θεατός όσο και αθέατος, ο δημιουργός στέκει αγέρωχος και ευκλεής όταν είναι γνωστός ή αμήχανος και περιδεής όταν προσπαθεί να αποκτήσει μια κάποια επωνυμία. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, ο συγγραφέας είναι πάντα μόνος. Λίγα πράγματα ξέρουμε γι’ αυτόν και πολλά περισσότερα εικάζουμε για την προσωπικότητά του μέσω των κειμένων του. Αποτέλεσμα; Μια πλέρια σύγχυση.
Πολύ συχνά οι συγγραφείς είναι τα πλέον παραγνωρισμένα δημόσια πρόσωπα, καθώς εμφανίζονται να φέρουν ιδιότητες (μέσω των βιβλίων τους) που στην πραγματικότητα ούτε που τις έχουν ακουμπήσει. Να γιατί ορισμένοι εξ αυτών αποφασίζουν κάποια στιγμή να μιλήσουν de profundis. Να τραβήξουν, δηλαδή, το πέπλο μυστηρίου που τους καλύπτει και να φανερώσουν προθέσεις, γεγονότα που τους σημάδεψαν, πρόσωπα που τους καθόρισαν και καταστάσεις που δίχως αυτές θα είχαν πάρει διαφορετικό δρόμο στη ζωή τους.
Τούτα τα memoir, για αρκετούς συγγραφείς κατέχουν μια διακριτή θέση στο σύνολο της εργογραφίας τους. Για κάποιους ήταν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ανοιχτότητας προς το κοινό, για άλλους μια μόνη ευκαιρία να ξεφύγουν από τις παγίδες του αποκαλούμενου μπλοκαρίσματος, ενώ, επειδή δεν πρέπει να λησμονούμε και τους εμπορικούς όρους του συγγραφικού παιγνίου, για αρκετούς ήταν μια ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τις ανοδικές μετοχές τους. Φευ, το κοινό είναι αδηφάγο: θέλει να μαθαίνει τα πάντα για τους αγαπημένους του συγγραφείς. Τι καλύτερο, λοιπόν, όταν αυτή την παράπλευρη «τροφή» την προσφέρει ο ίδιος.
Σε περίπτωση που έχουμε αμφιβολίες, το Πάτι και Ρόμπερτ της Πάτι Σμιθ, τα Χρόνια της Αννί Ερνό ή το Εν Κινήσει του Όλιβερ Σακς θα μας πείσουν για το πόσο ενδιαφέροντα, ουσιαστικά και καλλιτεχνικά άρτια ενδέχεται να είναι αυτά τα αυτοβιογραφικά κείμενα...
Αν μας χρειάζονται ουσιαστικά αυτά τα credo; Αν προσθέτουν κάτι στην αναγνωστική μας βρώση; Σε περίπτωση που έχουμε αμφιβολίες, το Πάτι και Ρόμπερτ (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Κέδρος) της Πάτι Σμιθ, τα Χρόνια της Αννί Ερνό (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο) ή το Εν Κινήσει του Όλιβερ Σακς (μτφρ. Ευαγγελία Μόσχου, εκδ. Ροπή) θα μας πείσουν για το πόσο ενδιαφέροντα, ουσιαστικά και καλλιτεχνικά άρτια ενδέχεται να είναι αυτά τα αυτοβιογραφικά κείμενα που αφήνουν κατά μέρος την μαγγανεία της μυθοπλασίας και πιάνουν το νήμα της ζωής του δημιουργού, έτσι όπως αυτός προσπαθεί από σελίδα σε σελίδα να το ξεμπλέξει με τα ίδια του τα χέρια.
Μια τέτοια μορφή credo είναι και το Μανιφέστο (μτφρ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg) της Μπερναρντίν Εβαρίστο. Όπως συμβαίνει πάντα με τους νικητές του βραβείου Booker (πολλές φορές πιο έντονα κι από τους αντίστοιχους που έχουν λάβει το Βραβείο Νόμπελ), οι μετοχές τους στο λογοτεχνικό χρηματιστήριο ανεβαίνουν κατακόρυφα. Προηγούμενα έργα τους που είχαν περάσει απαρατήρητα βγαίνουν αναβαπτισμένα στην επιφάνεια, ενώ το αίτημα για νέα έργα έρχεται κατά πάνω τους πιεστικό και έντονο.
Κάπως έτσι συνέβη και με την Εβαρίστο και προς τιμή της παραδέχθηκε πως μετά το άκρως επιτυχημένο Κορίτσι, γυναίκα, άλλο (μτφρ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg), το πολυπρισματικό μυθιστόρημα που της χάρισε το Booker, βρέθηκε να αναλώνεται με τον εκδότη της σε διαπραγματεύσεις για τα επόμενα βιβλία που θα του παρέδιδε. Φευ, σ’ αυτές τις περιπτώσεις εισέρχεσαι –είτε το θέλεις είτε όχι– στις πύλες του εμπορίου και με τα δύο πόδια. Η Εβαρίστο, διαβλέποντας πως οι δυνάμεις της είχαν σχεδόν εξαχνωθεί από την προσπάθεια που κατέβαλε για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, αντιπρότεινε να γράψει σε πρώτο πρόσωπο θέτοντας τη ζωή της σε πρώτο πλάνο. Το γεγονός ότι το αναγνωστικό κοινό παγκοσμίως, αίφνης, ενδιαφερόταν για οτιδήποτε έφερε την υπογραφή της, έδωσε σε τούτο το εγχείρημα μια χροιά σπουδαιότητας, την οποία και επιβεβαίωσε η Αγγλο-νιγηριανή συγγραφέας.
Ως μαύρη και μέλος της εργατικής τάξης, η Εβαρίστο είχε από την αρχή να αντιπαλέψει πολλά εμπόδια. Κατάφερε, όμως, να μην προσαρμοστεί στις συνθήκες, αλλά να τις αλλάξει – ακόμη κι όταν έβλεπε πως η προσπάθειά της ακολουθούσε παραβολική τροχιά.
Το Μανιφέστο της Εβαρίστο είναι, εν πολλοίς, αυτό που δηλώνει και ο τίτλος: ένα κείμενο ύμνος στην ακατάβλητη προσπάθεια. Μπορεί η ζωή της να μην είχε παράσημα από οδυνηρές κακουχίες ή ανεπούλωτα τραύματα, εντούτοις λόγω της καταγωγής της βίωσε τον ρατσισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό όπως και άλλα παιδιά της γενιάς της. Γεννημένη από Νιγηριανό πατέρα και Αγγλίδα μητέρα, μια μίξη επαναστατική για τις δεκαετίες ’50 και ’60, η Εβαρίστο γνώρισε εξαρχής τι σημαίνει να είσαι παρίας όχι γιατί σου λείπουν οι δεξιότητες, αλλά διότι η κοινωνία σε έχει θέσει στον πάτο της πυραμίδας λόγω του χρώματος του δέρματός σου και λόγω της θέσης που κατέχεις στην οικονομική αλυσίδα. Ως μαύρη και μέλος της εργατικής τάξης, η Εβαρίστο είχε από την αρχή να αντιπαλέψει πολλά εμπόδια. Κατάφερε, όμως, να μην προσαρμοστεί στις συνθήκες, αλλά να τις αλλάξει – ακόμη κι όταν έβλεπε πως η προσπάθειά της ακολουθούσε παραβολική τροχιά.
Η Εβαρίστο μιλάει σχεδόν για τα πάντα στο Μανιφέστο της: από τις σχέσεις που είχε με τους γονείς της (αυστηρός και παλαιομοδίτης ο πατέρας της, πιο πρόσχαρη και επικοινωνιακή η μητέρα της), τα επτά αδέλφια της, τους συμμαθητές της, αλλά και στη συνέχεια τους ανθρώπους του καλλιτεχνικού σιναφιού. Αποκαλύπτει ευθέως τη σεξουαλική της ταυτότητα που κινήθηκε μεταξύ των δύο φύλων. Από μια σχέση που είχε με μια κυριαρχική γυναίκα που την καταπίεζε ως την ουσιαστική σχέση που δημιούργησε με τον τωρινό της σύντροφο. Από τούτο το καλειδοσκοπικό κείμενο δεν λείπουν οι συγγραφικές της επιρροές, αλλά και η ουσιαστική αγάπη που απέκτησε με το θέατρο, το οποίο υπηρέτησε μέσα από διάφορες θεατρικές ομάδες που λειτουργούσαν, φυσικά, εκτός των τειχών.
Μεγαλώνοντας κατάλαβε πως μεταφέρθηκε από τη ζώνη της ένθερμης διεκδίκησης στο πιο ασφαλές, αλλά και πιο ουσιαστικό, πεδίο των διαπραγματεύσεων έτσι ώστε να αλλάξουν οι συνθήκες με λογική και σύνεση και όχι με τη βία.
Ο ακτιβισμός, εκ παραλλήλου με την τέχνη, αποτέλεσε κυρίαρχο αίτημα στη ζωή της. Έθεσε τον εαυτό της αρκετές φορές στο κέντρο διεκδικήσεων για την κατάρριψη των ανισοτήτων που ορίζει καταπιεστικά η πλειοψηφία της κοινωνίας. Εντάχθηκε ανοιχτά σε φεμινιστικές ομάδες και έγινε έντονα διεκδικητική. Καίτοι, μεγαλώνοντας κατάλαβε πως μεταφέρθηκε από τη ζώνη της ένθερμης διεκδίκησης στο πιο ασφαλές, αλλά και πιο ουσιαστικό, πεδίο των διαπραγματεύσεων έτσι ώστε να αλλάξουν οι συνθήκες με λογική και σύνεση και όχι με τη βία.
Η Εβαρίστο είναι, πλέον, 62 ετών. Έγινε η πρώτη μαύρη συγγραφέας που έλαβε το βραβείο Booker (το 2019, από κοινού με την Μάργκαρετ Άτγουντ), είναι μια ονομαστή συγγραφέας που αφήνει πίσω της τις όποιες συγγραφικές αποτυχίες είχε στο παρελθόν. Είναι καθηγήτρια δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Μπρουνέλ, οργανώνει δράσεις που μάχονται τις διακρίσεις και προωθεί τη «μαύρη» λογοτεχνία χάρη στο Βραβείο Διεθνούς Αφρικανικής Ποίησης του Πανεπιστημίου Μπρουνέλ ή το The Complete Works που εκπαιδεύει ποιητές ή την επιμέλεια της σειράς Βlack Britain: Writing Back του εκδοτικού οίκου Hamish Hamilton.
Αποδεικνύει εμπράκτως ότι η φήμη της δεν γέρασε μέσα της τις αξίες και τα οράματα που κουβαλούσε από μικρή. Αντίθετα, η αναγνωρισιμότητα τής έδωσε το «βασιλικό» προνόμιο να τα οδηγεί σε ασφαλέστερους δρόμους προσδοκώντας, βάσιμα, απτά αποτελέσματα.
Το Μανιφέστο δεν διαβάζεται με τη λογική της κλειδαρότρυπας, καθώς δεν γράφτηκε μ’ αυτόν τον σκοπό. Περισσότερο από τις όποιες αποκαλύψεις προσωπικής φύσης, αυτό που σου μένει διαβάζοντας την εξομολόγηση της Εβαρίστο είναι ο συνεχής αγώνας της να υπερβεί εμπόδια, να σχηματοποιήσει όνειρα, να δει πράγματα που σκέφτηκε και οραματίστηκε να παίρνουν σάρκα και οστά. Εντέλει, μας δίνει το περίγραμμα μιας γυναίκας και μιας δημιουργού που δεν τα παράτησε ποτέ. Η μετάφραση ανήκει στη Ρένα Χατχούτ.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ήταν μακρύς ο δρόμος από τότε που μεγάλωνα στη δεκαετία του ‘60 σε μια οικογένεια την οποία είχαν βάλει στο στόχαστρό τους ρατσιστές που αντιμετώπιζαν ένα σπίτι γεμάτο μικρά παιδιά σαν να ήταν ο εχθρός σε μια πολεμική ζώνη.
Έζησα μέσα από σημαντικές κοινωνικές αλλαγές και μπορώ να δηλώσω κατηγορηματικά ότι αυτό δεν ήταν το έθνος των πρώτων μου χρόνων, όπου οι διακρίσεις δεν μπορούσαν να προσβληθούν στα δικαστήρια και η καθεστηκυία τάξη έμοιαζε με απόρθητο φρούριο. Πολλοί από τους ρόλους που ανέλαβα στην επαγγελματική μου ζωή θα ήταν αδιανόητοι την εποχή της γέννησής μου, και δεν θα μπορούσα ποτέ να τους οραματιστώ όταν ήμουν νέα, όχι μόνο ως συγγραφέας αλλά και ως μέλος συμβουλίων, επιμελήτρια εκδόσεων, πρόεδρος σε επιτροπές βραβείων και καθηγήτρια πανεπιστημίου. (Παρότι μένει να γίνει πολλή δουλειά ακόμη, από την άποψη ότι οι γυναίκες αφρικανικών καταβολών αποτελούν περίπου το 0.15% των καθηγητών του Ηνωμένου Βασιλείου). Το άτομο που είμαι τώρα δεν πετάει πια πέτρες στο φρούριο».